Δυσκολα θα εβρισκαν αλλον για τη δουλεια ακομα και αν εδιναν τα διπλα και ηδη εδιναν πολλα.
Εγω δεν ηθελα τοσο τα λεφτα, αλλα δεν ηθελα και τις πολεις, τους ανθρωπους και τις απαιτησεις τους.
Ηθελα την ησυχια μου. Κι ενα μπουκαλι διπλα μου.
Που και που εγραφα οτι μου κατεβαινε ιδιαιτερα εαν το μπουκαλι ξεκινωντας απο γεματο ειχε φτασει στη μεση.
Επιανα ενα ρυθμο και μαζευονταν οι λεξεις κι επεφταν στο χαρτι τακ τακ τακ.
Μετα διαβαζα αυτο που ειχα γραψει συνεχιζοντας το αλλο μισο μπουκαλι.
Αυτοι στις πολεις και τις οικογενειες που λεγανε οτι ειναι ευτυχισμενοι δεν ξερανε γιατι πραγμα μιλουσανε.
Ο Συνοικισμος ειχε φτιαχτει ειδικα για τους απασχολουμενους στο Εργο.
Ηταν στη μεση της ερημου, ή καπου κοντα στη μεση της ερημου.
Η κοντινοτερη πολη ητανε εξι ωρες με το αυτοκινητο.
Και σου λεω εξι γιατι δεν ειχες κανενα προβλημα να πιασεις και διακοσια σε αυτη την ατελειωτη ευθεια που χανοταν στον οριζοντα. Αν δεν σ΄επαιρνε ο υπνος απο την υπνωτιστικη διαδρομη και εβγαζες το αμαξι απο την ασφαλτο και το βυθιζες στη κιτρινη αμμο με οτι κουβαλαγε μαζι.
Ημασταν οχτακοσιοι στο καταυλισμο. Καθενας ειχε μια παραγκα, ενα δωματιο. Οι Κοντρόλερς ειχαν δυο δωματια στη παραγκα τους. Μονο εγω ειχα τρια, τα ιδια που ειχε ο προηγουμενος Λιντερ και τα κληρονομησα.
Ο προηγουμενος που ειχε ηδη φυγει οταν ανελαβα. Μια βδομαδα πριν οπως μου ειπαν. Το γιατι μονο δεν μου ειπαν. Η παραγκα του ηταν αδεια. Δεν βρηκα ουτε ενα χαρτι του, ουτε ενα αδειο μπουκαλι, ουτε αλλο στοιχειο της παρουσιας του εκει.
Εμενα μου αρεσε να πινω, να πινω και να γραφω.
Μου εφερναν φαγητο, μου καθαριζαν. Τα μπουκαλια τα εθαβα μονος μου στη πισω αυλη. Δεν επρεπε να ξερουν. Ενας Λιντερ δεν επρεπε να πινει, δεν επρεπε να κοιμαται μονο δυο ωρες, δεν επρεπε να γραφει αλλο τι περα απο τις αναφορες.
Την ημερα επρεπε να διοικω. Τους εξακοσιους εξηντα στο εργο,και τους υπολοιπους που δουλευαν στα μαγαζια, στην ασφαλεια και στη καθαριοτητα. Αναμεσα τους σαραντατεσσερις γυναικες. Σερβιριζαν στα πεντε μπαρ και δουλευαν στα τρια πορνεια. Εναλλαξ. Αυτη ηταν ολη η ζωη εκει.
Να φτιαχτει η τεραστια πλατφορμα, να πιουν, να πανε αν ηθελαν στα κοριτσια. Μια μερα ηταν ετσι και καθε μερα ηταν ετσι. Που και που ειχαμε φασαριες, τους τελευταιους μηνες ειχαν μαλιστα αυξηθει. Νωρις το πρωι η Ασφαλεια μαζευε τα λιποθυμα σωματα απο τους δρομους πανω σε ανοιχτα φορτηγακια και τα πηγαινε στο Κεντρο οπου τους εκαναν ισχυρες ενεσεις καφεινης και τους αφηναν μεχρι να συνελθουν. Εχαναν το μισθο εκεινης της μερας και αυτη ηταν η μονη τιμωρια τους.
Κι ετσι κυλουσαν τα πραγματα για οχτω μηνες. Την καθυστερηση του εργου την δικαιολογουσα επαρκως.
Οι αμμοθυελες ηταν συχνες, κατεστρεφαν υποδομες και θεμελιωσεις. Δεν ηταν δικο μας λαθος.
Αλλα δεν μπορουσες να τα ριξεις ολα στις αμμοθυελες.
Ιδιαιτερα οταν η τελευταια ηταν πριν δεκαοχτω βδομαδες.
Ηταν ξημερωματα οταν ειδα το μηνυμα για τον Επιθεωρητη.
Αναψε το φωτακι, σηκωθηκα και πηγα τρεκλιζοντας στη οθονη.
"επιθεωρηση προοδου και εγκαταστασεων θα λαβει χωρα τη δεκατην εκτην μηνος ταδε μπλα μπλα μπλα επιθεωρητης Ρασμουσεν μπλα μπλα μπλα ...."
Ενα βογγητο μου ξεφυγε και κρατηθηκα γερα στις ακρες του τραπεζιου.
Το κεφαλι μου ηταν βαρυ ενω προσπαθουσα να ριξω μια ματια στο αντιγραφο της τελευταιας αναφορας.
Μονο εκει ηταν που η αμμοθυελα ειχε προκαλεσει πλαγια βυθιση της πλατφορμας πεντε, μονο εκει στον πυργο εντεκα ειχαν φανει τρια σημεια με θραυσεις, μονο εκει πλαγια ελασματα του ανατολικου τομεα ειχαν αποκοπει.
Ακουμπησα το ποτηρι μου στα χαρτια προσθετοντας τους ακομα μια στρογγυλη σταμπα κι επιασα το κεφαλι μου. Μονο μια πραγματικη αμμοθυελα θα με εβγαζε απο το αδιεξοδο. Και εμεναν μονο πεντε μερες.
Κοιμηθηκα με τα ρουχα και τις θολες μου σκεψεις στο καναπε.
Δεν ηξερα τι ωρα ηταν οταν με ξυπνησε το τηλεφωνο.
Σκουπιζοντας τα σαλια που ειχαν τρεξει στο σαγονι, απαντησα ενω στο κεφαλι μου χορευαν κοκκινα ανθρωπακια που κραταγαν ζωντανα σφυρια.
Ηταν ο κοντρολερ της Στοας Βητα.
Μου εδωσε την πρωινη του αναφορα ενω τα ανθρωπακια ξεσαλωναν μεσα στο μυαλο μου.
Κατι μου ελεγε για προβλημα στις αντιστηριξεις και για κινδυνο καταρρευσης.
Του ειπα να μεταφερει σε ολους τους κοντρολερς εντολες για καθαριοτητα και ασφαλεια τις επομενες μερες
Για την προοδο δεν μπορουσαμε να κανουμε θαυματα αλλα αν η εικονα ολων των αλλων ηταν πειστικη ισως και να τον ξεγελουσα.
Περασαν οι μερες.
Ηταν μεσημερι οταν χτυπησε η πορτα του γραφειου μου στη πλατφορμα και αφου ειπα εμπρος μπηκε μεσα διστακτικα ενας κοντος ανδρας με ατημελητα και μαλλον βρωμικα ρουχα.
Εβαλε το μικρο χαρτοφυλακα που κρατουσε κατω απ' τη μασχαλη του ωστε να μπορεσει να μου δωσει το χερι του.
"Ρασμουσεν, Επιθεωρητης Δελτα ταξης" μου συστηθηκε.
"Κοριβάντωφ, υπευθυνος Εργου Υπερτομέα Εντεκα" του ειπα με τη σειρα μου.
Τα μπροστινα του δοντια ηταν στραβα και εκανε -μαλλον γελοιες - προσπαθειες να τα κρυψει ανοιγοντας παντα στραβα το στομα του οταν μιλουσε ή οταν χαμογελουσε.
Το μονο που καταφερνε ετσι ηταν να τραβαει τα ματια του συνομιλητη του περισσοτερο στο σημειο που ηθελε να κρυψει.
Ισως τωρα πλεον να το καταλαβαινε αυτο αλλα μπορει παλι αυτη η κινηση αποκρυψης να εγινε ανακλαστικη μεσα απο μια μειονεκτικη εφηβεια. Αδυνατον να απαλλαγει και χωρις να το θελει ειχε κανει απο ενα δυο τα προβληματα του.
Αυτη η αντιδραση του εστειλε ενα σημα ανακουφισης στη σκεψη μου, νιωθοντας οτι πλεον ειχα το πανω χερι.
Καθισε απεναντι μου και εκανε καποιες σχεδον τυπικες ερωτησεις που απαντησα με ευκολια.
Εκανε μονο μια μικρη νυξη για τις αμμοθυελες και του ειπα οτι μας δημιουργουσαν σοβαρα προβληματα.
Ειχε βαλει το χαρτοφυλακα στα ποδια του και κοιτουσε ελαχιστα πιο δεξια απο το προσωπο μου οταν μιλουσε.
Σε λιγο βυθιστηκαμε σε μια σιωπη, που δεν ενιωθα να τον προβληματιζει. Κοιτουσε σταθερα λιγο στα δεξια μου, εγω ειχα αρχισει ηδη να αισθανομαι αβολα. Η σκεψη ενος ποτου μου εκαιγε τη γλωσσα και τη σκεψη. Ουτε λεξη, ουτε αλλος ηχος στον αερα αναμεσα μας που γινοταν σαν μια ακινητη λιμνη που βρεθηκαμε στο κεντρο της. Το δωματιο αρχιζε να σκοτεινιαζει. Αναψα τη λαμπα του γραφειου, ενας κυκλος φωτος εγω κοντα στο κεντρο του κι αυτος στη περιμετρο του.
Ρωτησα εαν ηθελε να πιει κατι, μου ειπε "οτι νομιζεις" και του εβαλα μια κανονικη δοση ενω γεμισα το δικο μου και κατεβασα αμεσως δυο μεγαλες γουλιες. Ηταν τα στραβα του δοντια, η αδυναμια που εδειχνε καθως στραβωνε ετσι γελοια το στομα του, αδειασα το ποτηρι μου, το ξαναγεμισα. Το δικο του δεν το ειχε αγγιξει.
Διστακτικα στην αρχη αλλα εντονα στη συνεχεια αρχισε να περιεργαζεται το δωματιο.
Οπως καθοταν στην καρεκλα του το κεφαλι του εφερνε μια ολοκληρη στροφη και σταματουσε σε περιεργες γωνιες ως προς το υπολοιπο σωμα του. Αναρωτιομουν πως το εκανε αυτο, ισως ηταν αποτελεσμα καποιας εκπαιδευσης.
Ξαναπιασε τις ερωτησεις του, το ιδιο αναλαφρες, χωρις κανενα βαθος, χωρις το βαρος καποιου ειλικρινους ενδιαφεροντος. Ηταν φορες που απαντουσε ο ιδιος στις ερωτησεις του, συμπληρωνοντας με καποια εξεζητημενη και αχρειαστη ευγενεια ενα "ετσι δεν ειναι;" Κι εγω συμφωνουσα. Συνεχιζε να μιλαει αδιακοπα, χαμηλωνοντας την φωνη του και μετα δυναμωνοντας την παλι αλλα οχι σε μεγαλο βαθμο. Κινιοταν σε πολυ χαμηλους τονους η φωνη του, σε εναν υπνωτιστικο ρυθμο, δεν μπορουσα να ακουσω καλα τι ελεγε, δεν ημουνα καν σιγουρος αν μιλουσε σε μενα ή στον εαυτο του.
Καταβαλλοντας προσπαθεια να διωξω αυτο το βαρυ αισθημα νυστας που με κυριευε του ειπα εαν ηθελε να δουμε μαζι το εργοταξιο, το συνοικισμο, τα ενδιαιτηματα.
Σαν απαντηση με ρωτησε για τα κοριτσια χαμογελωντας με ενα τροπο που ηθελε να φαινεται σαν πονηρος.
Ειχα αρχισει να γελαω μαζι του, σα να μικραινε και αλλο ετσι οπως στεκοταν με τα ποδια του μαζεμενα στη καρεκλα, κρατωντας σφιχτα στα γονατα του την μαυρη τσαντα.
Αδειαζοντας το πεμπτο ποτο μου, τον ρωτησα εαν ηθελε καποια μαζι του αποψε.
Αφηνοντας καποιο νευρικο γελιο ειπε πως ναι, ευχαριστως και θα ηθελε.
Τον ρωτησα, πως θα την ηθελε.
Οπως νάναι, μου ειπε, αλλα καλυτερα λιγο ψηλη.
Πηρα ενα τηλεφωνο, και εδωσα εντολη να στειλουν καποια "λιγο ψηλη" στην καμπινα που θα εμενε.
Οση ωρα που μιλουσα αυτος κοιτουσε τα παπουτσια του.
Με ρωτησε, με εγκαρδιο, οπως μου φανηκε, τονο, πως την εβγαζα τις ωρες της σκολης μου.
Του ειπα αδιαφορα οτι εγραφα ποιηματα και ιστοριες. Ρωτησε αν μπορουσε να τα δει και του ειπα "καθολου" εβγαλα απο το συρταρι καποια απο τα χαρτια μου και του τα προσφερα.
Σηκωθηκε απο τη καρεκλα, κι εκανε καπως σκυφτος τα τρια βηματα μεχρι το γραφειο.
Μπηκε στο φωτεινο κυκλο για ελαχιστο, τοσο μεχρι να βαλει στο χερι του τα χαρτια μου, και μετα επεστρεψε στο σκοτεινο του σημειο.
Συνεχιζα να πινω, κοιταζοντας το ποδι του που κινιοταν ρυθμικα, οπως εμπαινε κι εβγαινε απο το σκοταδι στο φως. Ακουγοταν μονο ο ηχος απο τα χαρτια μου οπως τα γυριζε για να τα διαβασει.
Νομισα οτι ακουσα κατι σα συντομο γελιο που μετα εγινε βηχας και μετα παλι η σιωπη.
"δεν καταλαβαινω και πολλα" ειπε καποια στιγμη.
"γιατι δεν σε αφορουν οπως εμενα" του απαντησα "επισης γιατι δεν ξερω αν δεν εισαι χαζος, γιατι δεν ξερω ποσο μπορεις να σκεφτεσαι και τι"
Δεν απαντησε και δεν καταλαβα ουτε καν μια κινηση απο την πλευρα του.
Γεμισα το ποτηρι μου ως πανω, κατεβασα το μισο με τη μια.
"κοιτα καποιο που θελει και να με ελεξει" του φωναξα κοροιδευτικα δειχνοντας τον με το γεματο ποτηρι μου.
"ποιος νομιζεις οτι εισαι και τι ξερεις εσυ; τι εισαι σε θεση να ξερεις; μπορεις να καταλαβεις τη ζωη στην ερημο; μπορεις να νιωσεις πως ειναι να ζεις καθε μερα μεσα στη σκονη; αθλιε, μου ΄ρθες απο το κλιματισμενο σου γραφειο να με ελεξεις!"
Σταματησα, λαχανιασμενος. Η εξαψη μεσα μου ολο και μεγαλωνε και ηταν σαν η σιωπη του να την ετρεφε κι αλλο.
"και γιατι να μη σε κρινω εγω που ηρθες εδω για πληρωμενες διακοπες; αμεσως στο ψητο ε; τη θελει και λιγο ψηλη ο δικος σου! κοιτα να δεις! και μου τον εστειλαν αυτονα να με κρινει;"
Δεν ημουνα σιγουρος αν αυτο που ακουσα ηταν καποιο κοφτο γελιο ή κατι σαν λυγμος αλλα ηταν το μονο που ακουστηκε απο την πλευρα του.
Εμεινα κι εγω σιωπηλος, μια κουραση που λες κι εφτανε στο κεντρο μου, ξεκινωντας απο πολυ μακρια, απο την πολη και ολα αυτα που ειχα αφησει κι εφτανε στα βραδυα με τα αγραφα χαρτια και την πισω αυλη με ολα αυτα που εκρυβε.
Δεν ειπα αλλο τιποτα, η ωρα περνουσε χωρις και το μονο που ακουγοταν ηταν ο ηχος του ρολογιου που κρεμασμενο στον τοιχο μετρουσε το χρονο μεσα στη καμαρα μου μονο γιατι σε ολο τον αλλο κοσμο μου φαινοταν να ειχε σταματησει.
Καποτε γυρισα τη λαμπα προς την πλευρα του. Η καρεκλα του δεν ειχε τιποτ'αλλο πανω της παρα μονο τα χαρτια που πριν του ειχα δωσει να δει.
Βγηκα τρεκλιζοντας απο τη παραγκα μου, πηγα προς το κεντρο του Συνοικισμου, μπηκα σ'ενα μπαρ και καθισα σε μιαν ακρη. Κανενας δεν με αναγνωρισε, κανενας δεν μου μιλησε.
Παραγγειλα ποτο, και μετα αλλο, κι αλλο. Το μπαρ γεμισε και μετα αδειασε παλι.
Δεν ειδα κανεναν, δεν με ειδε κανεις.
Εσυρα τα ποδια μου μεχρι την παραγκα που θα εμενε ο επιθεωρητης.
Ηταν σκοτεινη. Πλησιασα και κοιταξα απο το τζαμι. Δεν διεκρινα καμια κινηση, κανενα σημαδι καποιας παρουσιας.
Περπαταγα στους χωματινους δρομους, ακουγοταν μονο ο αερας αναμεσα στις παραγκες, καποιοι τσιγκοι που χτυπουσαν μεταξυ τους, που και που καποια γαβγισματα.
Γυρνωντας σπιτι, εβαλα μεσα σε μια βαλιτσα τα χαρτια μου και λιγα ρουχα και τη μετεφερα στο αμαξι. Την ακουμπησα στη θεση του συνοδηγου, εβαλα μπροστα και ξεκινησα αργα. Στην εξοδο του Συνοικισμου δοκιμασα μηπως πιασω καποιο σταθμο στο ραδιο αλλα τιποτα. Μονο παρασιτα.
Οδηγουσα αργα. Με αυτη τη ταχυτητα η αυγη θα με εβρισκε περιπου στη μεση της διαδρομης.
Recent Comments