Posted at 01:02 PM in Βήματα στο νερό, Η λίμνη, Ο χαμένος χρόνος, Φωτογραφία | Permalink | Comments (0) | TrackBack (0)
Βρέχει τις τελευταίες τρείς μέρες συνέχεια.
Είμαι πολύ ψηλά, στον δέκατοέβδομο, δεν μπορώ να δω τη βροχή, αλλά την καταλαβαίνω απο μιά υδρορόη που περνά μέσα απ' το διαμέρισμα και ξαφνικά αρχίζει και κελαρύζει.
Τότε είτε βγάζω το κεφάλι απ' το παράθυρο και γυρίζω το πρόσωπο προς τα πάνω είτε παίρνω το αμάξι και οδηγώ στη βροχή.
Η βροχή αλλάζει τη πόλη,
τη συμπεριφορά των ανθρώπων,
τήν όραση.
Δεν ξέρω που πάω ή που θέλω να πάω γιατί ποτέ δεν έκανα αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου.
Ποτέ πριν.
Τώρα, ενώ νιώθω ότι πρέπει να το ρωτήσω, πάλι το αφήνω.
Αν και η ίδια η βροχή με προκαλεί να αναρωτηθώ η ίδια με κάνει και να το ξεχάσω.
Posted at 07:43 PM in Βήματα στο νερό, Κουβέντες του σάκε, Φωτογραφία | Permalink | Comments (1) | TrackBack (0)
Posted at 04:10 PM in Ασπρόμαυρη διαφάνεια, Βήματα στο νερό, Φωτογραφία | Permalink | Comments (2) | TrackBack (0)
Posted at 06:43 PM in Βήματα στο νερό, Κινέζικη διαφάνεια, Φωτογραφία | Permalink | Comments (0) | TrackBack (0)
Posted at 05:54 AM in Βήματα στο νερό, Τα μπλούζ της γιάρδας, Τα τοπία των άλλων, Φωτογραφία | Permalink | Comments (2) | TrackBack (0)
Posted at 09:46 PM in Sounds of nowhere, Ασπρόμαυρη διαφάνεια, Βήματα στο νερό, Τα τοπία των άλλων, Φωτογραφία | Permalink | Comments (0) | TrackBack (0)
Παρκαρε αργα το αμαξι στο υπογειο γκαραζ.
Απο πανω του σε εξι οροφους το εμπορικο κεντρο.
Τεραστιο, το κεντρο της πολης, εκει οπου οι αλλοι εξαργυρωναν την καθε μερα με κατι που χωραγε σε σακουλες και χρωματιστα πακετα.
Τροφιμα, ρουχα, φαρμακα, κοσμηματα, αρωματα, εστιατορια.
Φρεσκα, καθαρα, ταχτοποιημενα στη θεση τους, να περιμενουν τη στιγμη που η επιθυμια γινεται πραξη και τελειωνει ταχτοποιημενη σε ντουλαπια, ψυγεια, συρταρια, λαιμους, στομαχια.
Εγειρε το κεφαλι πισω στο καθισμα και εκλεισε τα ματια.
Αυτη η κουραση που τωρα τον κατεβαλλε του ειχε δωσει τα προειδοποιητικα της σημαδια ολες τις προηγουμενες βδομαδες αλλα τα ειχε αγνοησει. Συνεχιζε τις καθημερινες του ασχολιες, απορροφημενος απο τις μικρες του επιτυχιες που τις γιορταζε με ολο και λιγοτερη ικανοποιηση.
Μεχρι σημερα, αυτη τη στιγμη που εμενε καρφωμενος στη θεση του ανικανος να κουνηθει, ν'ανοιξει την πορτα του αυτοκινητου, να παρει το ασανσερ και να μπερδευτει με το πληθος, να χωνευτει απ' αυτο, να διαλεξει τον οροφο και το νοημα της μερας.
_
Οταν ξανανοιξε τα ματια δεν ηξερε ποση ωρα ειχε περασει.
Επιασε το μπουκαλι με το νερο διπλα και το ηπιε ολο.
Τεντωσε τα χερια και εκανε καποιες κινησεις να ξεμουδιασει το σβερκο του.
Μολις ειδε την ωρα τιναχτηκε. Ηταν περασμενα μεσανυχτα. Εβρισε και εβαλε μπροστα το αμαξι κατευθυνοντας το στην εξοδο. Ηταν κλειστη, κι εμεινε να την κοιταει για λιγη ωρα απορημενος και με μια υποψια πανικου να ξεπροβαλλει.
Εκανε μια αναστροφη και παρκαρε κοντα στα ασανσερ.
Πατησε το κουμπι του πρωτου οροφου και μ’ενα ελαφρο τιναγμα αρχισε ν’ανεβαινει.
Οταν η πορτα ανοιξε ειδε το χωρο μισοσκοτεινο με μονο τα φωτα ασφαλειας αναμμενα.
Κατευθυνθηκε μεσα απο τους διαδρομους και τα γεματα ραφια προς την εξοδο.
Βαρεια ρολα εκλειναν τις τζαμενιες πορτες.
Γυρισε και αρχισε να περπαταει αναμεσα στα ψυγεια και τα ραφια με τα τροφιμα. Πηρε δυο μηλα, δυο πορτοκαλια, δυο μπουκαλια νερο και ξανακατεβηκε στο αμαξι.
Τα εφαγε αργα κοιτωντας τον αδειο και σχεδον σκοτεινο χωρο μπροστα του.
Τεραστιος, με μεγαλες τετραγωνες κολωνες σε ισαποστασεις, μαρκαρισμενες θεσεις παρκαρισματος, φοσφωριζοντα βελακια που δειχναν την κλειστη εξοδο, αυτο που κοκκινιζε εκει δεξια πρεπει να ηταν πυροσβεστηρας, καποια αδεια καροτσακια παρατημενα ατακτα ενα γυρο, καποιο απ’ αυτα κουνηθηκε ελαχιστα κι εμεινε εκει.
Στην οροφη μεγαλοι σωληνες εξαερισμου και αποχετευσεων.
Εκει πανω ειδε μια κινηση και μετα κατι που επεσε στο πατωμα, αρχισε να τρεχει και στο στιγμιαιο περασμα του απο καποιο φωτεινο σημειο το κατι εγινε ποντικι.
Εφερε το καθισμα σε ξαπλωτη θεση, εκλεισε το φωτακι της οροφης και με μια ηρεμια που για λιγο τον παραξενεψε εγειρε πισω και κοιμηθηκε.
_
Μια πορτα που εκλεισε με δυναμη τον ξυπνησε.
Ανασηκωθηκε, κοιταξε εξω και ειδε οτι καμια δεκαρια αλλα αμαξια ηταν παρκαρισμενα εδω κι εκει στο χωρο.
Κοιταξε το ρολοι, οχτω η ωρα.
Ετριψε τα ματια του εβαλε μπροστα και πηγε στη δουλεια.
Φτιαχτηκε λιγο στις τουαλετες, εκανε ενα καφε, και αρχισε να γραφει την αιτηση για αδεια, που την πηγε στο διευθυντη του τμηματος.
Αυτος τον κοιταξε περιεργα, αρνηθηκε, για να του απαντησει οτι οι λογοι ηταν ιατρικοι, επειγουσα εγχειρηση, λυπαται, λυπαται αλλα πρεπει.
Αδειασε το γραφειο απο τα προσωπικα του αντικειμενα, χαιρετησε μαλλον βιαστικα οποιον συναντησε μπροστα του κι εφυγε.
Παρκαρισε περιπου στη ιδια θεση.
Ανεβηκε πανω, οι πελατες ηταν κυριως γυναικες που εκαναν τα πρωινα τους ψωνια.
Αγορασε φρουτα, νερο, τσιχλες.
Κατεβηκε σφυριζοντας μεσα στο ασανσερ.
Εδωσε στο καθισμα μια ανετη θεση, ανασανε βαθεια και αφησε μια ηρεμια που ειχε πολυ καιρο να νιωσει να τον πλημυρισει.
Αμαξια ερχονταν κι εφευγαν, πορτ-μπαγκαζ και πορτες ανοιγαν κι εκλειναν, προβολεις εσβηναν και αναβαν. Πενταλεπτα, δεκαλεπτα, εικοσαλεπτα απολυτης ησυχιας που την καταβροχθιζε με το μυαλο του.
Και οσο τα διαστηματα μειωνονταν ή αυξανονταν ενιωθε αυτος τις ωρες αιχμης του εμπορικου κεντρου και τις ωρες της υφεσης.
Τα αυτοκινητα που πηγαιναν κι ερχονταν ηταν σαν μια πλημυριδα και αμπωτη που εδινε ζωη και νοημα σε αυτο το οικοδομημα, σε αυτο που ηταν η καρδια της πολης.
Καποτε το γκαραζ αδειασε, αυτος ειχε παρει στο μεταξυ εναν υπνακο, το τελευταιο μεγαλο κυμα φυγης ισα που το προλαβε, ειδε μονο τα τελευταια αυτοκινητα να φευγουν σε αραια διαστηματα, το δικο του μονο να κοιταει ισια μπροστα, ακινητο, ηρεμο, στον ερημωμενο χωρο.
Για να ειναι σιγουρος αφησε να περασει λιγη ακομα ωρα απο αυτην που ηξερε οτι το κεντρο εκλεινε και οι υπαλληλοι εφευγαν.
Λιγο πριν τα μεσανυχτα βγηκε εξω, και αρχισε να περιδιαβαινει εναν εναν τους αδειους οροφους.
Σταματησε μπροστα σε ολα τα καταστηματα και ιδιως σε αυτα που ολο τον προηγουμενο καιρο ειχε προσπερασει βιαστικα.
Κοιταξε κι επιασε στα χερια του φορεματα, κοσμηματα, αξεσουαρ, ολα οσα μπορουσαν να επιθυμηθουν, ολα αυτα που ηταν το κυνηγητο της καθε μερας για τους περισσοτερους.
Αλλαξε το πουκαμισο του μ’ενα πανακριβο, φορεσε ενα χρυσο κολλιε, πολυ βαρυ για τα γουστα του, ξεκρεμασε κι ενα καπελο και το εβαλε στο κεφαλι. Κοιταχτηκε στο καθρεφτη και ειδε καποιον που εβλεπε πρωτη φορα, και με αυτο το περιεγο συναισθημα οτι κουβαλουσε μεσα του δυο ανθρωπους ανεβηκε στον τελευταιο οροφο, αυτον με τις καφετεριες που ειχε και τη μοναδικη παμπ.
Εβαλε μια παγωμενη μπυρα και καθισε στο τραπεζι με την καλυτερη θεα στην πολη.
Χαιδευε το κολιε, επινε την μπυρα του, τελειωσε το τσιγαρο του και αναψε και αλλο.
Ελαχιστα τα φωτα στη πολη που την ενιωθε μαζι αγνωστη και αθωα, παραξενη και μακρινη.
Σκεφτηκε οτι κατα τα κριτηρια τους ηταν ο πιο πλουσιος απ’ ολους τους κοιμισμενους αυτους εργατες της μερας.
Ειχε στη διαθεση του οτι ηθελε, οτι θα μπορουσε να θελει και συγχρονως δεν ηθελε τιποτα.
Μια εξαψη ευτυχιας του εφερε αυτη η σκεψη, μια γαληνη που εμοιαζε με ολοκληρωση, σαν να εφτανε καπου μετα απο μακρυ ταξιδι.
Ηπιε πολυ εκεινο το πρωτο βραδυ, γιορτασε αυτη τη καινουρια αισθηση μεχρι το πρωτο φως της μερας, τοτε μονο κατεβηκε σερνοντας τα ποδια του μεχρι το αμαξι, σωριαστηκε στο καθισμα και παραδοθηκε σ’ενα βαρυ υπνο.
_
Οταν ξυπνησε, το γκαραζ ηταν μισογεματο, κοιταξε το ρολοι, απογευμα.
Ακομα ζαλισμενος, ανεβηκε, πηγε στο χωρο με το γρηγορο φαγητο και εφαγε με βουλιμια. Κοιταζε γυρω του, ολοι ανυποπτοι, καθησυχασμενοι, υπνωτισμενοι απο τα φρεσκα ψωνια τους, απο τα φωτα και την απλοχερη αυτη αισθηση αφθονιας γυρω τους. Εβλεπε καθαρα πως η περηφανεια τους ειχε μετατοπιστει μεσα σε περιεχομενα καροτσιων, γεματων τσαντων, κουτιων που τα κρατουσαν με μια αοριστη τρυφεροτητα αγκαλια ή τα αφηναν επιδεικτικα σε καρεκλες και τα χάιδευαν με λοξες ματιες.
Πηρε καφε στο χερι, ξανακατεβηκε και τον απολαυσε στο αμαξι.
Μολις καταλαβε οτι το κτιριο αδειασε παλι, αρχισε να ψαχνει πως θα λυσει το προβλημα του μπανιου που χρειαζοταν.
Εψαξε ολες τις τουαλετες και τις κουζινες. Βρηκε ενα μικρο δωματιο που ηταν καλυμμενο με πλακακια μεχρι και το ταβανι. Πρεπει να ηταν για καθαρισμο καποιων σκευων, ειχε παροχη ζεστου νερου και ατμου. Βρηκε ενα λαστιχο και το εστρεψε προς τα πανω. Ανοιξε τη βρυση και αυτο πεταξε με δυναμη το νερο που χτυπησε στο ταβανι και επεστρεψε σα βροχη προς τα κατω. Χτυπησε τα χερια του σα μικρο παιδι, εβγαλε τα ρουχα του και αρχισε να πλενεται.
Βλαστημησε μολις βρεγμενος καταλαβε οτι ειχε ξεχασει πετσετες και μπουρνουζι.
Τουρτουριζοντας, με τα ρουχα σωρο στα χερια του που μυριζαν ιδρωτα και δεν ηθελε να τα βαλει, με φορεμενα τα παπουτσια χωρις καλτσες πηγε στο ασανσερ και κατεβηκε μεχρι το δευτερο.
Δαιλεξε ενα παχυ κατακιτρινο μπουρνουζι και αφρατες παντοφλες, λινο παντελονι βαμβακερο μπλουζακι.
Πηρε καποιες προμηθειες κι ενα μπουκαλι ακριβο ουισκυ.
Στο αμαξι εβαλε μπρος το αιρ κοντισιον στο ζεστο, ηρεμησε, και μετα το ουισκυ, το απωτατο δωρο για αυτη την ταλαιπωρια του. Το απολαυσε αργα, η ευτυχια του ξαναγυριζε σε μικρες γουλιες, οι γκριζοι τοιχοι γυρω, οι κολωνες, ο αδειος πλατυς χωρος, το τρεχαλητο των ποντικων, αυτη η βαθεια σιωπη η μονωμενη απο ολους τους ηχους της πολης τον γεμιζαν με μιαν αναπαντεχη και αγνωστη ως πριν αισθηση πληροτητας.
_
Το επομενο βραδυ εψαξε και βρηκε το δωματιο απ’ οπου εβαζαν αυτη την ανιαρη, κοιμισμενη μουσικη που επαιζαν ολη τη μερα.
Απο το αυτοκινητο ειχε παρει μερικα σι ντι με δυνατη ροκ που σε λιγο πλημυρισε ολους τους οροφους. Ειχε φορεσει μια στολη παραλλαγης απο τα Ειδη Κυνηγου και με μια μπουκαλα στο χερι γυριζε και τραγουδαγε δυνατα τους στιχους.
Οταν εφτασε μπροστα στις κουκλες με τα φορεματα σταματησε. Αρχισε να τις περιεργαζεται μια μια κανοντας το γυρο τους. Τους ισιωσε καπως τις βατες, τους γιακαδες, μια τουφα απο τα μαλλια που επεφτε στο μετωπο τους. Σταθηκε μπροστα σε μια και της ειπε οτι καποια του θυμιζε. Η κουκλα κοιταζε ψηλα και αριστερα και βαλθηκε να της γυρισει το κεφαλι προς το μερος του. Σταθηκε δυο βηματα πιο περα και μολις ειδε οτι η αδεια ματια της σα να εστιαζε στα δικα του ματια ενιωσε ενα μικρο συγκλονισμο.
«Λοιπον Συλβια, δεν το περιμενα» ειπε
«Να σε συναντησω εδω, ετσι ξαφνικα μεσα στη νυχτα»
Και μετα, ακουσε την ιδεα που σαν ντροπαλο αστειο φυτρωσε στο κεφαλι του.
«Θα μου εκανες την τιμη για ενα δειπνο; Ηταν υπεροχα τα βραδυα που τρωγαμε μαζι αν θυμασαι»
«Ω, μα τι παει να πει περασε τοσος καιρος; Ισα ισα θα εχουμε τοσα πολλα να πουμε. Φανταζομαι δεν περασες ολα αυτα τα ... χμμ ... τρια χρονια στημενη εδω περα. Θα εχεις τοσα να μου πεις κι εγω αλλωστε»
«Α το ξεχασα. Δεν ειναι ρουχα αυτα που φοραω. Πηγαινω ν’αλλαξω. Θα περασω σε... εεμμ ... πες ενα μισαωρο. Ενταξει; Περιμενε με»
Αλλαξε με ενα πολυ φινο κοστουμι, περασε απο τα αρωματα, δοκιμασε δυο τρια και στο τελος εβαλε λιγο απ’ ολα. Μετα πηγε στο ανθοπωλειο κι εφτιαξε οπως οπως ενα μπουκετο τριανταφυλλα.
«Πως με βλεπεις; Σενιος ε; Λοιπον ξερω οτι μετα απο τοσο καιρο ισως ειναι δυσκολο αλλα πρεπει να σε παρω αγκαλια γλυκεια μου»
Την επιασε γυρω απο τη μεση και τη σηκωσε. Μετα λιγα μετρα ειδε οτι δεν τον βολευε και την πηρε στην πλατη. Ανεβηκαν δυο οροφους και την πηγε στο Ιταλικο εστιατοριο οπου την εστησε σε μια καρεκλα, εβαλε τα τριανταφυλλα σ’ενα δοχειο και αναψε ενα κερι αναμεσα τους.
Κατεβηκε τρεχοντας και αλλαξε την μουσικη με μια απαλη τζαζ.
Ανοιξε ενα κρασι και ψαχνοντας στο ψυγειο εκανε μια συλλογη απο κρυα πιατα.
Τα σερβιρισε οσο πιο ωραια μπορουσε καλωντας την να τα τιμησει.
Σερβιρισε το κρασι, και αρχισε να τρωει.
«Α ηταν μια ωραια μερα ξερεις. Τελευταια ... γενικως δηλαδη, νομιζω πως τα καταφερα. Φανταζομαι ετσι οπως θα ... στεκοσουνα σε αυτη τη δουλεια νομιζω οτι κι εσυ θα το ειχες δει. Εννοω ετσι οπως περνανε μπροστα σου ολη την ωρα. Απληστοι και κοιμισμενοι μαζι. Ε, τι λες;»
Εκανε το γυρο του τραπεζιου και της διορθωσε το κεφαλι, να τον κοιταζει.
«Ναι βεβαια θυμαμαι, εσυ το εβλεπες αλλιως. Παντα σου αρεσαν και η μοδα και τα κομψα πραγματα ... να αγοραζεις. Ισως γι αυτο πετρωσες κι εδω μεσα. Εεε ... ναι, ενταξει δεν ειναι κομψο, δε βαριεσαι, κομματια να γινει. Σημασια εχει οτι βρεθηκαμε».
Της εκλεισε το ματι και σηκωσε το ποτηρι του.
Το κατεβασε ολο.
Εκανε παλι ενα γυρο και της εφτιαξε τα χερια πανω στο τραπεζι.
«Βεβαια, δε μπορω να πω, μια χαρα κρατιεσαι. Ουτε παχυνες, ουτε τιποτα. Τι δηλαδη, καλυτερη εισαι τωρα, πιο σε φορμα ... σεξυ ... σικατη. Ε ενταξει, μεταξυ μας τωρα ειμαστε»
Απλωσε το χερι του και σκεπασε το χερι της κουκλας.
«Ναι, μια χαρα εισαι, κομματακι κρυα βεβαια ... Αλλα αυτο διορθωνεται. Ή μηπως οχι; Λοιπον στην υγεια μας, καλως βρεθηκαμε και ... να τα λεμε».
Ανοιξε και δευτερο μπουκαλι σιγονταροντας το Autumn leaves που ακουγοταν τωρα σε ολο το σκοτεινο κτιριο.
«Αχ συγνωμη, ναι, ναι ποτε δεν σου αρεσε η τζαζ αλλα σημερα θα το κανουμε να σου αρεσει. Α... ετσι μπραβο... Για πες μου, δεν ειναι σαν να γεμισε απο μια αλλη ζωη... ααα ... πιο λεπτη ολος ο χωρος. Αφεσου Συλβια, σε παρακαλω αφεσου για λιγο ... εεετσι, χαλαρωσε ... ακουσε αυτη τη θεια μουσικη ... πως να το πω ... με το δερμα σου ... το στηθος σου, με το μετωπο, τα γονατα σου, με το μουνι σου ... αααχ Συλβια ... ετσι ... στην υγεια σου ...»
Σηκωθηκε, εφερε μερικες αργες στροφες με το ποτηρι στο χερι και κλειστα τα ματια.
«Ξερεις Συλβια, ειχα ενα ονειρο. Απλο και δυσκολο μαζι. Πες οτι καπως το καταφερναμε και ακουγοταν σε ολο τον κοσμο ταυτοχρονα αυτο το τραγουδι ... λες θα ‘ταν για καλο; Εννοω ειναι τοσο υπεροχο και απλο μαζι και δεν εκβιαζει και τιποτα... «
Καθισε, ελυσε τη γραβατα, εβαλε κι αλλο κρασι.
«Για ενα διαστημα με αγαπουσες. Κρατησε κανα δυο μηνες νομιζω. Μετα εγινε κατι αλλο ... Τελος παντων, ποτε δεν ειναι αργα ... παμε; Στασου να παρω ενα μπουκαλι για το σπιτια... αχ μεθυσες, θα πρεπει να σε ... κουβαλησω. Μου επιτρεπεις;»
Στο ασανσερ, την ακουμπησε στο τοιχο και τη φιλησε.
_
Ηταν ενας βαθυς υπνος. Φθινοπωρινα φυλλα επεφταν ασταματητα πανω του και σε ολο το κοσμο. Ποντικια ετρεχαν πανω τους μεχρι που σκεπαστηκαν κι αυτα.
Μετα ενας ανεμος αρχισε δυνατος, τα επαιρνε ολα και τα σηκωνε ψηλα, τα εκανε ενα πυκνο συννεφο που δεν μπορουσε να δει μεσα του και μετα ενας επιμονος χτυπος που οσο πηγαινε και δυναμωνε.
Ανοιξε οσο μπορουσε τα ματια του. Ηταν στο αμαξι και ενα φως τον τυφλωνε. Βαρυ το κεφαλι του, κι οπως μετακινηθηκε κατι υγρο ετρεξε πανω στα ποδια του. Το κρασι χυνοταν πανω του και αυτος το κοιταζε. Και μετα το φως που κουνιοταν μπροστα στα ματια του. Μετα τα χτυπηματα στο τζαμι. Μετα τις ανησυχες φωνες εξω και γυρω απ’ τ’ αμαξι. Μετα τις στολες.
Γυρισε και κοιταξε διπλα του.
Η Συλβια καθισμενη διπλα του, κοιταζε ισια μπροστα και πουθενα αλλου.
Στο πρωτο καθαρο σημα που ηρθε στο μυαλο του απαντησε
«Ω ρε γαμωτο».
Posted at 06:43 PM in Αδιάστατες Ιστορίες, Βήματα στο νερό, Κείμενα | Permalink | Comments (5) | TrackBack (0)
Παλια συνηθεια
Φιλαω τον αερα
Ενας σκυλος χωρις ονομα
Θα με παρηγορησει.
Βαθεια στη πολη της
Τρωω τη νυχτα
Ενας σκυλος χωρις καρδια
Θα με φαει ζωντανο.
Μεσα στο ονειρο
Μιλαω στον υπνο
Ενας σκυλος χωρις ματια
Θα με ξυπνησει.
Παλια συνηθεια
Βαθεια στη πολη της
Μεσα στο ονειρο
Φιλαω τον αερα
Τρωω τη νυχτα
Μιλαω στον υπνο
Ενας σκυλος χωρις ονομα
Ενας σκυλος χωρις καρδια
Ενας σκυλος χωρις ματια
Θα με παρηγορησει.
Θα με φαει ζωντανο.
Θα με ξυπνησει.
Παλια συνηθεια
Θα με παρηγορησει.
Ενας σκυλος χωρις ονομα
Φιλαω τον αερα
Βαθεια στη πολη της
Θα με φαει ζωντανο.
Ενας σκυλος χωρις καρδια
Τρωω τη νυχτα
Μεσα στο ονειρο
Θα με ξυπνησει.
Ενας σκυλος χωρις ματια
Μιλαω στον υπνο
Posted at 08:43 AM in Βήματα στο νερό, Κείμενα, Χαϊκού μιάς χρήσης | Permalink | Comments (4) | TrackBack (0)
Το καπετανιο τον εβλεπα πρωτη φορα και το καραβι θα εβγαινε για το πρωτο του ταξιδι.
Η δουλεια μου ηταν να παρακολουθησω πως θα πηγαινε το καραβι τις πρωτες μερες και να λυσω τα προβληματα που θα παρουσιαζονταν. Επρεπε να παραμεινω εν πλω μεχρι το πρωτο λιμανι.
Θα ημουνα συνεχεια στο ποδι, μερα νυχτα, ολες αυτες τις μερες. Θα επρεπε να ανεβοκατεβαινω συνεχεια απο το μηχανοστασιο στη γεφυρα και η σκεψη μου θα επρεπε να γινει ενα με τη συμπεριφορα του καραβιου. Ο καφες παντα στο χερι, ο υπνος λιγος, κι αυτος κλεφτος, με τα ρουχα. Αν ολα πηγαιναν καλα στην αρχη μπορει να χαλαρωνα.
Οπως σε καθε ταξιδι, οπως σε καθε περισταση που αναμεσα σε δυο δρασεις η αναμονη θα ηταν πανω απο μερικα λεπτα, ειχα φροντισει να εχω μαζι μου ενα βιβλιο, η ξεκουραση που ηθελα, η φυγη μεσα σε μια αλλη ιστορια απο την κουρασμενη δικη μου, ηξερα οτι η προσμονη να βρεθω στη καμπινα θα μου εδινε δυναμη, η σκεψη να το ανοιξω με την ησυχια μου, να βυθιστω μεσα του και ν'αφησω ολο τον αλλο κοσμο στη δικη του πορεια.
Ετσι πηρα μαζι μου την Λολίτα, δεν την ειχα ανοιξει καν ακομα, θα διαβαζα τις πρωτες σελιδες στη πρωτη ευκαιρια που θα ξελασκαρα.
Ολη η μερα περασε μεσα σε ενα ασταματητο τρεξιμο, μια συνεχη προσπαθεια να κατανοησω πως πηγαινε το καινουριο καραβι, αν υπηρχαν σημεια που χρειαζονταν ιδιαιτερη φροντιδα και προσοχη, καποιες αλλες ρυθμισεις. Ηταν σαν ενα παιδι που τωρα μαθαινε να περπαταει, επρεπε να νιωσουμε και να καταλαβουμε καλα το παραμικρο του τρεκλισμα και ανασφαλεια.
Με τον καπετανιο ειχαμε καποιες κουβεντες στη τραπεζαρια. Ητανε κι αυτος πολυ αγχωμενος και νευρικος, και πολλες απο τις εντολες που εδινε κατεληγαν στο κενο καθως το πληρωμα δεν ηξερε ακομα πως επρεπε να κινηθει. Το καραβι πηγαινε το δρομο του κι εμεις μεσα στα σπλαχνα του προσπαθουσαμε να καταλαβουμε το σφυγμο και τη περπατησιά του.
Αργα το βραδυ, με ποδια που ετρεμαν απο τη κουραση και με το μυαλο μου σα μια ζεστη σουπα, αποσυρθηκα για λιγο στη καμπινα κι αφου εκανα ενα ζεστο μπανιο καθισα σε ενα μικρο στενο καναπε και πηρα τη Λολίτα στα χερια μου. Το καραβι επλεε σε μια αδιαπεραστη σκοτεινια, σ'ενα μερος ξενο κι απροσδιοριστο και οι πρωτες λεξεις της αναψαν μια φωτια μεσα στο μυαλο μου εκατονείκοσι μιλια απο την πιο κοντινη γη
"Λολίτα φως της ζωης μου, φλογα των λαγονων μου. Αμαρτία μου, ψυχη μου. Λο-λί-τα. Της γλώσσας η ακρη τρεχει τρεις φορες στον ουρανισκο, για να χτυπησει με την τριτη απαλά πανω στα δοντια. Λο. Λι. Τα."
Ο αδιακοπος ηχος της μηχανης, των γεννητριων, του καζανιου, των αντλιων, των εξαεριστικων χαθηκαν. Και η σκοτεινια πανω, κατω και γυρω διαλυθηκε μεσα στο χρυσο ποταμι των λεξεων, στα μαλλια της Λολιτας.
"Ομως στη δικη μου αγκαλια ηταν παντα, καθε φορα. Λολίτα."
Σηκωσα το κεφαλι μου στον απεναντι γυμνο τοιχο. Γυρω μου υπηρχε ενα καραβι. Απο κατω του η μαυρη θαλασσα. Σαν υπενθυμιση στον εαυτο μου λιγο πριν γυρισω παλι τα ματια μου στο βιβλιο, κι ο κοσμος αλλαξει.
Ημουνα προσηλωμενος για καμια ωρα όταν ο ηχος ενος αλάρμ μ'εκανε να πεταχτω μηχανικα και χωρις καμια σκεψη να τρεξω προς το μηχανοστασιο. Κατεβαινοντας τις σκαλες το μυαλο μου εψαχνε και αναγνωριζε τους τοιχους της παλιας διαστασης, καραβι, μηχανες, αντλιες, ατμος ...
Μας πηρε κανα διωρο να εντοπισουμε το προβλημα, αλλαξαμε καπως τη ροη των ζεστων νερων, οι σωληνες ηρεμησαν, το νεαρο καραβι συνεχιζε το δρομο του μεσα στη νυχτα.
Γυριζοντας στη καμπινα, καθιδρος και γεματος βρωμα, βρηκα την πορτα της ανοιχτη. Δεν θυμομουνα αν την ειχα κλεισει ή οχι αλλα πολυ γρηγορα αυτη η ερωτηση δεν ειχε σημασια γιατι μπαινοντας ειδα τον καπετανιο να καθεται στη καρεκλα του γραφειου εχοντας στα χερια του τη Λολίτα.
Καπως ξαφνιασμενος, σηκωσε τα ματια του μολις με ακουσε.
- Τι ηταν αυτο το αλαρμ; τιποτα σοβαρο;
- Το φτιαξαμε, δεν πιστευω να ξαναχτυπησει.
Δεν υπηρχε κατι το ιδιαιτερα περιεργο εκεινη τη στιγμη παρα μονο μια ασυμμετρια που μου δημιουργησε η σκεψη οτι κανονικα μολις με ειδε ή αρχιζοντας να μιλαμε για τη δουλεια επρεπε να ακουμπησει το βιβλιο στο γραφειο.
Πηγα και καθισα στη θεση μου και μ'ενα βρωμικο μαντηλι σκουπισα τον ιδρωτα μου.
- Λες να καταφερουμε να κοιμηθουμε σημερα; ειμαι πτωμα , του ειπα.
- Α να δουμε, παντως ειναι καλυτερα απο τη πρωτη εξαωρια.
- Α, αυτο σιγουρα.
Και μετα δεν ηξερα τι να πω. Κι αυτος το ιδιο. Στις προηγουμενες κουβεντες μας στη τραπεζαρια δεν ειχαμε βρεθει μπροστα σε καποια παρομοια σιωπη. Κατι μεσα μου ελεγε να μην προσπαθησω να τη σπασω, να μην προσπαθησω να φανω ευχαριστος και φιλικος. Και μειναμε εκει για λιγη ωρα, εγω να νιωθω τον ιδρωτα μου να στεγνωνει γρηγορα απο το δυνατο αιρκοντισιον κοιτωντας τον τοιχο, κι αυτος να στεκεται λιγο λοξα απεναντι μου, παιζοντας με τη κλειστη Λολίτα και στριφογυριζοντας την αναμεσα στα χερια του. Αρχισα κι εβγαζα αναστεναγμους κουρασης και καποια στιγμη σηκωθηκε.
- Παω, αντε να δουμε πως θα τη βγαλουμε τη νυχτα.
Τα ματια μου ειχαν καρφωθει πανω στα χερια του και του απαντησα μολις ακουμπησε τη Λολίτα πανω στο γραφειο.
- Ε, ησυχα πιστευω. Καλα παμε.
Και μετα καπως βιαστικα.
- Καληνυχτα.
- Καληνυχτα.
Βγηκε κλεινοντας τη πορτα κι εγω πεταχτηκα, πηρα τη Λολιτα στα χερια μου και την ανοιξα
"Η καρδια μου φουσκωσε με τοση δυναμη που λιγο ελειψε να λιγοθυμησω. Ανοιξα διαπλατα τη πορτα και ταυτοχρονως εφτανε η Λολίτα, με το κυριακατικο φορεμα της, ποδοκροτωντας, αγκομαχωντας, και ριχτηκε μεσα στην αγκαλια μου, με το αδολο στομα της να λιωνει κατω απο τη θηριωδη πιεση του σκοτεινου αρρενωπου μου σαγονιου, η παλλομενη λατρεια μου!"
Διαβαζα και διαβαζα και με πηρε ο υπνος με τη Λολίτα στα χερια, στραβοκαθισμενος στο μικρο καναπε με το καφε πλαστικο καλλυμα. Του καραβιου η καθορισμενη πορεια συνεχιζε, το ονειρο μου το πηρε η κουραση.
Οταν ο ηχος του αλαρμ με ξυπνησε, μου χρειαστηκε λιγη ωρα να συνειδητοποιησω ποιος και που ειμαι.
Κινηθηκα αργα καθως ενιωσα το δεξι μου ποδι βαρεια μουδιασμενο. Οπως εσκυψα να δεσω τα παπουτσια μου ειδα τη Λολίτα πεσμενη στο πατωμα, με τη ραχη της προς τα πανω. Τη μαζεψα και την ακουμπησα στο κρεβατι. Χτυπησε το τηλεφωνο "ερχομαι" φωναξα με ενα ααναπαντεχα σκληρο τονο και κατεβηκα παλι στη κοιλια του καραβιου, εκει που χωνευε τα πετρελαια και τα εκανε δρομο πανω στο ταραγμενο και σκοτεινο νερο.
Λειτουργουσα σαν υπνωτισμενος, μας πηρε ωρα να εντοπισουμε μια διαρροη που εκανε τις φλεβες του πιο αδυναμες. Σφιξαμε, βαλαμε τεφλον, συνηλθε, ηρεμησε. Επιασα λιγο την κουβεντα με το πληρωμα, τα ματια ολων καταμαυρα απο την αυπνια και την αγωνια.
Γυρισα στην καμπινα και ηταν παλι εκει.
Η ενοχληση μου ηρθε πριν απο την πρωτη σκεψη μου. Ητανε στην ιδια θεση ακριβως, στην ιδια σταση και την ειχε ανοιξει και ειχε σκυψει επανω της.
- Τι εγινε; με ρωτησε χωρις να σηκωσει το κεφαλι.
- Ενταξει, ολα καλα.
Επεσα βαρυς στο κρεβατι. Με περισσοτερη ορμη απ΄οση υπολογιζα κι εμεινα μπρουμυτα εκει. Κανενας ηχος περα απο το γνωστο της μηχανης και του αιρκοντισιον. Προσπαθησα να συγκεντρωθω αναμεσα σε αυτους τους δυο ηχους για να πιασω τους δικους του. Στην αρχη τιποτα. Μετα ακουσα ενα φυλλο να γυριζει. Μετα τρια λεπτα αλλο. Μετα τρια λεπτα αλλο. Τα δαχτυλα μου εσφιξαν με δυναμη τα σεντονια.
Αρχισα το προηγουμενο κολπο με τους αναστεναγμους. Αναταραχτηκε λιγο πανω στη καρεκλα του, αλλα αυτο μονο. Δεν την αφηνε απο τα χερια του. Ενας εκνευρισμος απλωνοταν ανεξελεγκτα απο μεσα μου προς ολο το δωματιο. Πεταχτηκα απο το κρεβατι και αρχισα να βγαζω τη βρωμικη φορμα μου.
- Λεω να κανω ενα μπανιο. Σκυλοβρωμαω, δε μπορω να κοιμηθω ετσι.
- Ναι ναι, μου ειπε. Βεβαια.
Περασα απο μπροστα του φορωντας μονο τα εσωρουχα και μπηκα στη τουαλετα.
Ανοιξα το ζεστο νερο και το αφησα για ωρα να τρεχει πανω μου να καταπαυσει τη ταραχη μου. Καποια στιγμη το εκλεισα και αφουγκραστηκα προς το δωματιο. Δεν ακουσα τιποτα. Εβαλα τη μεγαλη πετσετα γυρω μου και ανοιξα τη πορτα αργα. Βγαινοντας εξω μολις που ειδα τη πορτα της καμπινας να κλεινει. Εστριψα γρηγορα το κεφαλι προς το γραφειο. Η Λολιτα ηταν εκει. Κλειστη.
Την πηρα και ξαπλωσα στο κρεβατι.
"... βυθιστηκα σ'ενα σωρο αντικειμενα που την ειχαν αγγιξει. Ηταν ειδικα ενα ροζ υφασμα, λερωμενο, σκισμενο, με μια αμυδρως στυφη μυρωδια στη ραφη. Τυλιξα σ' αυτο την τεραστια, καταβροχθισμενη καρδια μου"
Η κουραση και η νυστα μου ερχονταν σαν ενα βαρυ κυμα και τα ματια μου εκλεισαν μονα τους.
Ο υπνος με πηρε με τη Λολίτα πανω στο στηθος και τη πετσετα βρεγμενη και τυλιγμενη γυρω μου.
Η επομενη μερα δεν ειχε προβληματα. Το καραβι συνηθιζε τα υγρα του, μαθαινε γρηγορα να υπακουει στο καπετανιο του, να μην παρεκλινει απο τις βουλες του, η όποια εφυία του ειχαμε μεταδωσει ηταν αυτη ακριβως η υπακοη.
Καθε που γυριζα απο τη δουλεια στη καμπινα μου αυτος ηταν εκει. Δεν ηταν σωστο και αυτο βεβαια το ηξερε. Αλλα η επιμονη του ηταν αδυσωπητη, ακαμπτη. Οτι υποννοουμενο και να αφηνα, οσο ενοχληση και να εδειχνα, το πολυ που καταφερνα ηταν μια αναβολη σε καποια επισκεψη του. Αλλα και παλι δεν ημουνα σιγουρος αν αυτο οφειλοταν στην αποστροφη που απροκαλυπτα πλεον του εδειχνα οτι μου προκαλουσε η εισβολη του στη καμπινα μου και η εικονα του να κραταει τη Λολίτα μου ή σε καποια δουλεια που ειχε εκεινη τη ωρα και δεν μπορεσε να ερθει ή παλι τιποτα απο αυτα αλλα ισως απλως να ειχε ερθει και να ειχε φυγει πριν λιγη ωρα.
Δεν μπορουσα να καταλαβω και ποσο ειχε προχωρησει μεσα στη Λολίτα μου καθως φροντιζαμε και οι δυο να την κραταμε με τα φυλλα της ατσαλακωτα.
Ενα βραδυ ομως μη μπορωντας να κρυψω την ταραχη μου που τον εβρισκα παλι εκει ,με τη Λολιτα μπροστα του, να την κραταει ανοιχτη με τα χοντρα τριχωτα χερια του, γυρισα και βγηκα ορμητικα απο τη καμπινα μου.
Ανεβηκα στο τελευταιο καταστρωμα,πανω απο τη γεφυρα, και αναψα τσιγαρο. Ο αερας ηταν δυνατος και καπου μακρυα μπροστα μας φαινονταν κατι δυνατες αστραπες που εκαναν το μαυρο ουρανο κιτρινο, μετα μωβ και μετα παλι μαυρο. Το καραβι ειχε πορεια προς τα κει και ηταν οι πρωτες σταγονες της βροχης που συναντουσαμε αυτες που εσβησαν το τσιγαρο μου. Σε λιγο ειχα γινει μουσκεμα και τρεμοντας απο το κρυο κατεβηκα στη γεφυρα.
Γυρω μονο τα κοκκινα και πρασινα φωτα της κονσολας, μπροστα το σκοταδι, απο κατω και πανω και παντου γυρω.
Οι αστραπες διαρκουσαν ολο και περισσοτερο, δυναμωναν οσο πλησιαζαμε, τις κοιτουσα με δεος.
Η φωνη του ακουστηκε ξαφνικα απο πισω μου
- Τα καραβια δεν παθαινουν τιποτα απο τις αστραπες. Δεν παιρνουν χαμπαρι. Να το ξερεις.
Το ηξερα μαλλον αλλα το ειχα ξεχασει.
Ενω πριν ειχα σκεφτει να του μιλησω καθαρα για την ενοχληση που μου προκαλουσε η παρουσια του στη καμπινα μου και η περιδιαβαση του στη Λολιτα μου, τωρα κατι με σταματησε.
Ειχε σταθει στην αλλη ακρη της γεφυρας, ενας σκοτεινος ογκος μεσα στη νυχτα. Κοιτουσε μπροστα και δεν ηξερα τι εβλεπε. Μειναμε ετσι χωρις να μιλαμε κοιτωντας σε μια μακρινη ευθεια τις ματαιες αστραπες.
Κατεβηκα μετα στη καμπινα μου και ενω μπαιναμε μεσα στη καταιγιδα που μας κουνησε και μας ταλαιπωρησε αγρια ολη τη νυχτα, εγω τελειωσα τη Λολίτα.
Η επομενη μερα ηταν ηρεμη απο συμβαντα. Εξω εκανε πολυ κρυο κι εριχνε χιονονερο.
Κανενα αλαρμ δεν χτυπησε, κανενα τηλεφωνο κι ετσι εβγαλα ολη τη μερα στο κρεβατι με αυτην διπλα μου κλειστη αλλα οχι αγνωστη.
Την αλλη πιασαμε λιμανι και κατεβηκα.
Την ειχα αφησει μισανοιχτη πανω στο κρεβατι.
Σαν ξεχασμενη, ταχα μου.
Σαν βιαστικα ξεχασμενη.
Στις ατελειωτες διαδρομες του καραβιου μεσα στο υγρο χάος.
Posted at 09:57 PM in Βήματα στο νερό, Κείμενα | Permalink | Comments (2) | TrackBack (0)
Recent Comments