Ήταν τότε που με είχαν μισθώσει κι έδινα συνεντεύξεις κρατώντας στο ένα χέρι ένα πυρσό και στο άλλο ένα δέρμα αρκούδας πολικής. Το θέμα των συνεντεύξεων ποίκιλε μεταξύ της τρέχουσας παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης, σύγχρονων επιστημονικών ευρημάτων και ανάλυσης αρχαίων δογμάτων.
Ήθελαν να μάθουν την γνώμη ενός απλού ανθρώπου για όλα αυτά και το ότι έπασχα από το σπάνιο σύνδρομο Φλίπερ-Σίμονσον μέ έκανε να συμπεριφέρομαι πιό απλά κι από ξεχασμένο πάγο στη σκιά βράχων κάτι που όλοι οι συνδρομητές καλωδιακής εκτιμούσαν.
Συνήθως οι απαντήσεις μου ήταν μονολεκτικές, τις περισσότερες φορές αρνητικές και όλοι φαίνονταν να απολαμβάνουν το ανεξάρτητο πνεύμα μου.
Δεν ήταν όμως και λίγες φορές που παρασυρόμουν σε ποταμούς αναλύσεων κυρίως σε θέματα που αφορούσαν τη μαγειρική και τις σεξουαλικές συνήθειες των Ινουΐτ, θέματα στα οποία θεωρούμουν -και δικαίως- ως ειδικός κι αυτό γιατί η μακροχρόνια σχέση μου με μία μιγάδα που ήταν Ινουΐτ κατά το εν όγδοον απ την πλευρά της μητέρας της με καθιστούσε ειδικό από πρώτο χέρι.
Βέβαια κρατούσα πάντοτε κρυφό οτι η σχέση μας είχε διακοπεί απότομα ένα βράδυ που είχε καθίσει γυμνή στο πρόσωπο μου και χωρίς να με κοιτάζει απήγγειλε αρχαίες Ινουΐτικες σάγκες και κατόπιν με κλείδωσε στην πάγοκαλύβα μας κι έφυγε πετώντας το κλειδί σε γειτονικό φιόρδ.
Με βρήκαν παγωμένο αλλά σε καλή κατάσταση την Άνοιξη.
Έδωσα την πρώτη μου συνέντευξη στον τοπικό σταθμό και πολύ κόσμος συγκινήθηκε κι έστειλε διάφορες σπιτικές λιχουδιές σε δέματα και πακετάκια εκφράζοντας έτσι την ενοχή του που δεν με είχαν βρει νωρίτερα.
Εγώ για να τους δείξω οτι η συγνώμη τους ήταν αποδεκτή άπλωνα μπροστά στις κάμερες τα χέρια μου ανοιχτά σαν αγκαλιά έτοιμη να δεχτεί ένα μικρό γουρουνάκι.
Πολλοί αναλύονταν σε δάκρυα, κι εγώ μαζί αλλά με ενα ψυχρό κι απόμακρο ύφος.
Μ αυτό ειχα καταφέρει πολλά και το κυριότερο τσάμπα βενζίνη σε όλα σχεδόν τα πρατήρια της γειτονιάς μας.
Μ αυτά και μ αυτά είχα καταφέρει μία καλή ζωή αν και είχα πάντα ένα πολύ στενό κύκλο τον οποίο και φύλαγα πάντα στη μέσα τσέπη του σακακιού μαζί με ένα ζευγάρι ζάρια, μία οδοντόβουρτσα μπαταρίας και λίγες σταφίδες που είχαν ξεμείνει από μία παλιά μετακόμιση.
Σαν παρέα μου είχα μία αφρικανική ακρίδα, την Σίσσυ, που είχε ξεμείνει πίσω από την δική της παλιοπαρέα της και κόλλησε μαζί μου. Μάλιστα είχε μάθει να μου τραγουδάει στη γλώσσα της ένα παλιό λαϊκό σκοπό με διασκευασμένο στίχο που έλεγε
Η ακρίδα η Σίσσυ
Ποτέ δεν θα σε φτύσει
Ούτε μιά κρύα νύχτα
Στα μούτρα σου θα καθίσει
Το οποίο αν και μου έριχνε αλάτι χονδρό σε παλαιές πληγές ακουγόταν πολύ ωραία στα αρχαία Ντόγκον.
Και γυρνούσαμε πάνω κάτω την ενδοχώρα εγώ και η Σίσσυ και μιά φορά στο τόσο το τηλέφωνο χτυπούσε και με ζητούσαν για συνέντευξη σε τρέχοντα και φλέγοντα θέματα όπου άλλοι αναλυτές είχαν διαψευστεί και εγκαταλείψει.
Στο χάρτη έβλεπα ενα μοναχικό βενζινάδικο και είχε κι ένα σηματάκι με μαχαιροπήρουνα που σήμαινε οτι εκτός από βενζίνη θα έβρισκα και ζεστή μπύρα και ίσως και χυμό λεύκας για τη φίλη μου.
Πάρκαρα κάτω από μία μεγάλη μουριά και μαζί με τη Σίσσυ και τον στενό μου κύκλο τράβηξα για την ετοιμόρροπη παράγκα που ήταν πίσω από μία παλιά αντλία της Esso, κι έγραφε στη μαρκίζα Τό ένα Φι. Μπήκα μέσα και πράγματι είδα ένα Φι πίσω απ τον πάγκο να λύνει σταυρόλεξα μάλλον βαριεστημένα.
- Ινδός μεγιστάνας, γνωστός και ως Βαςιλιάς των αντλιών κενού, πέντε γράμματα, είπε το Φι χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του
- Ζίγκμουντ, είπα
- Δεν χωράει, μου είπε
- Βρε, βάλε μου μία ζεστή Ζίγκμουντ με έξι δάχτυλα αφρό και φέρε και μιά βρεγμένη χαρτοπετσέτα ν αράξει η φίλη μου, του είπα δείχνοντας τη Σίσσυ που είχε ανέβει στον πάγκο και κοίταζε τα μπουκάλια.
Το Φι τσακίστηκε να εκτελέσει την παραγγελία, κάποια στιγμή μάλιστα σκόνταψε και έγινε για λίγο Θου αλλά γρήγορα ήρθε πάλι στα ίσια του.
- Εσύ δεν είσαι κείνο το ρεμάλι που γυρνάει από σταθμό σε σταθμό και δίνει βαθυστόχαστες μονολεκτικές απαντήσεις σε τρέχοντα φλέγοντα θέματα της επικαιρότητας , ακούστηκε μία φωνή απ´ την γωνία.
Γύρισα και είδα μία εκρηκτική κοκκινομάλλα, με γλυκό πρόσωπο γεμάτο ουλές από παλιά εφηβική ακμή, ζωσμένη χιαστί δυναμίτες, πάνω από το πάμπλουτο στήθος της.
Πήρα την Ζίγκμουντ μου και τράβηξα προς το τραπέζι της.
- Ναι, είπα βάζοντας ένα δάχτυλο στον αφρό και ττινάζοντας το πιτσιλώντας τους δυναμίτες της.
- Και τι σε φέρνει εδώ στα μέρη μας μεγάλε αναλυτή, είπε χαμογελώντας ίσια.
- Μία Ντάτσια, είπα δείχνοντας απο το παράθυρο το αμαξάκι μου κάτω απ τη μουριά
- Λολ, είπε, το ξέρεις οτι σήμερα δεν είναι η τυχερή σου μέρα
- Καμία μέρα δεν είναι τυχερή όταν συναντιέται μαζί μου μωρό, γι αυτό και φεύγει μακριά και δεν ξαναγυρίζει. Τι πίνεις;
- Φι, πιάσε ένα Γκόλντμαν Σακς, φώναξε αυτή.
Και μετά γυρνώντας σε μένα και καρφώνοντας τα μάτια στο επίπεδο στήθος μου
- Κι εφόσον τα ξέρεις όλα θα μου λύσεις μερικές απορίες;
- Ότι θες εκτός απο χρηματοοικονομικά που τα κρατάω μόνο για πάρτη μου
Έκανε ένα βαθύ λολ και είπε
- Υπάρχει Θεός;
- Υπάρχει αλλά δεν ασχολείται. Βασικά είναι παθολογικός ζαράκιας, μιλάμε για βαρύ εθισμό. Οπότε έχοντας εναποθέσει τα πάντα στα ζάρια είναι σα να μην υπάρχει.
- Ώωω! Και δεν μου λες υπάρχει μία παγκόσμια Συνομωσία;
- Απλοϊκή ερώτηση. Φυσικά υπάρχει. Όλες οι θεωρίες συνομωσίες είναι πραγματικές και σε εξέλιξη. Μόνο μία Συνομωσία όμως είναι απάτη, μία που δεν διανοείται κανείς.
- Ποιά, ρώτησε ανάβοντας τσιγάρο.
- Αυτή που προσπαθεί να πείσει τον κόσμο οτι όλες οι θεωρίες συνομωσίας είναι σκέτες θεωρίες, απάντησα παίρνοντας της το τσιγάρο απ το στόμα και λιώνοντας το με το παπούτσι μου
- Ουάου, είπε με βαρειά Ολανδική προφορά.
- Από που είσαι, τη ρώτησα με έκδηλη αγωνία
- Από ένα ελληνικό ξερονήσι, η οικογένεια μου είναι γνωστοί εφοπλιστές, με πούλησαν μωρό κι ετσι έφτιαξαν το πρώτο τους καράβι στη Σαμσούνγκ. Τους ευγνωμονώ γι αυτό.
Εσύ;
- Δεν ξέρω, κανείς δεν μου είπε. Κάποιος με βρήκε σε μία συστάδα πέτρες και με ανέθρεψε σαν παιδί του. Ήταν καλός μαζί μου αλλά προσπάθησα πολλές φορές να το σκάσω, αυτός όμως ξαπόστελνε κυνηγόσκυλα στο κατόπι μου που με έβρισκαν πάντα. Ένα βράδυ ήταν η σειρά του να προσπαθήσει να το σκάσει, αμόλυσα τα κυνηγόσκυλα ξωπίσω του κι έφυγα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Από τότε περιπλανιέμαι ψάχνοντας το νόημα της ύπαρξης πότε σε κοσμοπολίτικα θέρετρα και πότε σε εγκατελειμμένα μεξικάνικα νεκροταφεία, προσπαθώ να μην κάνω θόρυβο στο πέρασμα μου αλλά η ησυχία μου είναι που τραβά την προσοχή, πράγμα που αν το καλοσκεφτείς τελικά είναι ένας θόρυβος, πιστεύω οτι το μεγαλύτερο αμάρτημα των ανθρώπων είναι η υπομονή και η κοπή δένδρων και δεν πιςτεύω σε κάτι πέρα από μερικές κυματοσυναρτήσεις, όχι όλες, κάποιες απ αυτές, ελάχιστες στην ουσία.
Με ενοχλεί η σκέψη πως κάπου υπάρχει κάποιος που ξέρει το όνομα μου και με εκνευρίζει αρκετά όταν κάθονται στο πρόσωπό μου.
Αυτά είναι όλα κι όλα αλλά γιατι είπες οτι σήμερα είναι η άτυχη μέρα μου;
Μου έδειξε τους χιαστί δυναμίτες
- Νομίζεις οτι αυτά τα φοράω για πλάκα, είπε και μου ´κλεισε το μάτι.
- Όχι φυσικά, γιατί νομίζεις οτι ήρθα και κάθισα μαζί σου; Αλλά γιατί σε αυτήν εδώ την ερημιά; Ποιός θα το μάθει; Τι αντίκτυπο θα έχει;
- Κοίτα, αν μιά πεταλούδα που ψοφάει στο Πεκίνο μπορεί να φέρει τόση ταραχή στο Μπουένος Άυρες τότε δέκα χιλιάδες πεταλούδες που θα ψοφήσουν σήμερα μαζί μας είναι σχεδόν βέβαιο οτι θα φέρουν την κατάρρευση του πολιτισμού.
Και μ αυτά τα λόγια τράβηξε τη μαύρη κουρτίνα δίπλα της για να φανεί ένα μεγάλο δοχείο απο πλεξιγκλάς γεμάτο πεταλούδες.
- Ώωω σατανικό, αναφώνησα. Μεγαλοφυές, λίγο φιλόδοξο βέβαια, αλλά τι έχεις να χάσεις στο φινάλε;
- Ελάχιστα, τη ζωή μου ανάμεσα σ' αυτα. Παιχνίδι μηδενικού ρίσκου. Τουλάχιστον θα δείξω το δρόμο, είπε κι έδειξε με το χέρι της τι δρόμο.
- Φοβερό, είπα χτυπώντας παλαμάκια ενθουσιασμένος.
Εγώ λέω να το γιορτάσουμε. Μιά φορά έχει κάποιος την τύχη να είναι παρών σε τέτοια γεγονότα.
- Ναι, συμφωνώ. Φι, φέρε μας μία μπουκάλα τεκίλα και βάλε μουσική.
Ήπιαμε το ένα μπουκάλι και μετά κι άλλο, η Σίσσυ έβαζε μουσική στο τζουκμπόξ κι ο Φι έλυνε το ένα σταυρόλεξο μετά το άλλο. Ήμουνα ευτυχής και ίσως και λίγο ερωτευμένος. Δεν ήθελα να τελειώσει αυτό. Ήθελα να τις βγάλω τους δυναμίτες και να την κάνω μιά απλή κοκκινομάλλα και να την κάνω δικιά μου.
Έτσι κάποια στιγμή που μίλαγε με τη Σίσσυ, σκυφτοί κι οι δύο πάνω από το τζουκμπόξ, άνοιξα το πορτάκι του πλεξιγκλάς και δέκα χιλιάδες πεταλούδες ξεχύθηκαν στην αίθουσα του Φι.
Άρχισαν πετούν χαρούμενες, να κάνουν κύκλους και άλλα στον αέρα, να χαίρονται την ελευθερία του πετάν και συνευρίσκεσθαι.
Ένα θέαμα τόσο μοναδικό και σπάνιο που όλοι είχαμε μείνει ακίνητοι και απολαμβάναμε σα μαγεμένοι.
Αρχίσαμε να χορεύουμε ανάμεσα τους, ο Φι έβγαλε μικρά σφηνάκια και κέρναγε τεκίλες μία μία όλες τις πεταλούδες.
Αυτές, άμαθες στο αλκοόλ, ζαλίστηκαν σχετικά γρήγορα και άρχισαν άγριο πεταλουδίσιο φλερτ που κατέληξε σε ακόμα πιό άγριο πεταλουδίσιο όργιο, πόδια, φτερά, κεραίες, προβοσκίδες, αγγίζοντας, μπλέκονταν κι έμπαιναν εδώ κι εκεί σε διάφορες πεταλουδίσιες οπές και πτυχές. Ο αέρας είχε γεμίσει από τη χαρακτηριστική μυρωδιά της πεταλουδίσιας ορμόνης, κάτι μεταξύ ανθισμένου κουρκουμά και ατμισμένης νεραγκούλας, ενώ συριγμοί, γρυλισμοί, τραυλισμοί και ζουζουνητά σε τρέλαιναν και σε έκαναν να θες κι εσύ να πετάξεις σαν πεταλούδα στην αίθουσα του Φι.
Ζαλισμένος, εκστασιασμένος είδα ή νόμισα πως είδα τη Σίσσυ να έχει καβαλήσει μιά πεταλούδα και να της κάνει μεγάλο χουνέρι.
Ξυπνήσαμε κι εγώ δεν ξέρω μετά πόσες ώρες, παντού γύρω μύριζε τεκίλα, Ζίγκμουντ και πεταλουδίσιο σπέρμα.
Κάποιες σέρνονταν ολόγυρα με τσακισμένα φτερά, οι περισσότερες είχαν φύγει, η Σίσσυ είχε φύγει κι αυτή, ελπίζω καβάλα στη πεταλούδα της, στο βάθος της αίθουσας η κοκκινομάλλα μου κοιμισμένη στην αγκαλιά του Φι.
Κάτι είχε χάσει, κάτι είχε κερδίσει.
Πήγα από πάνω της και απαλά έλυσα τους δυναμίτες προσέχοντας να μην τους ξυπνήσω.
Έσκαψα ένα λάκο στην αυλή τους έχωσα μέσα και πάνω τους φύτεψα δυόσμο και βασιλικό.
Κατούρησα κάτω απ τη μουριά, μπήκα στο Ντάτσια κι έφυγα.
Οδηγώντας στην έρημο είδα οτι ο κόσμος είχε ήδη αλλάξει.
Εάν η κοκκινομάλλα δεν ήξερε καλά τις σύγχρονες παροιμίες εγώ τις ήξερα. Στο κάτω κάτω όλα μιά κυματοσυνάρτηση ήταν, αρκεί να έβρισκες τη σωστή ανάμεσα στις λάθος.
Recent Comments