Ο Σοριν μπηκε στη παραγκα του με το σκυλο αγκαλια.
Τον ακουμπησε σε μια γωνια πανω σε κατι παλιες εφημεριδες. Μουρμουριζοντας κατι παλιες ινδιανικες καταρες για το Βαλερυ πηρε το μπουκαλι με το αλκοολ που τους εσωζε τις νυχτες απο το πανικο. Ηπιε δυο γερες γουλιες και πηγαινοντας πανω απο το σκυλο του αδειασε το μισο μπουκαλι πανω στις πληγες του. Ο σκυλος τιναχτηκε απο το εντονο τσουξιμο, εβγαλε ενα ουρλιαχτο που κρατησε λιγο, εκλεισε τα ματια αποκαμωμενος και συνεχισε το κλαψουρισμα.
Κατι σφιχτηκε μεσα στο Σοριν, ο πονος του ζωου τον αγγιξε βαθεια. Ετσι ηταν ομως αυτος. Ο πονος των αλλων τον μαγνητιζε. Ειτε σωματικος ειτε ψυχικος του ξυπνουσε μια εντονη συμπονοια.
Ολοι εχουμε τα ελαττωματα μας, μονολογουσε πικρα οταν σκεφτοταν οτι ηταν αυτη η περιεργη αγαπη του προς το πονο που ειχε σημαδεψει τη ζωη του. Καθισε διπλα στο σκυλο, αρχισε να πινει χαιδευοντας του ησυχα το κεφαλι. Ο ηλιος ανεβαινε ψηλα και οι τοιχοι της παραγκας ειχαν αρχισει να πυρωνουν, το μυαλο του ομως ταξιδευε σε μερη παγωμενα, σε μερη που ο αερας σηκωνε τις τεντες του τσιρκου και περναγε μεσα στα καταλυματα.
Εκει που οι ανθρωποι του, οι παραμορφωμενοι, οι μεταλλαγμενοι, τα αγαπημενα του φρικια, παλευαν εκτος απο το κρυο και με την αποστροφη του κοσμου προσπαθωντας να τη μετατρεψουν σε μια ανιερη διασκεδαση και κερδιζοντας τη ζωη τους να βυθιστουν ακομα περισσοτερο στη δικια τους αυτολυπηση.
Εκεινο το βραδυ η Λιζα και η Αλλη, σιαμαιες κατα μηκος της πλατης, η μια μαυρα ματια και η αλλη πρασινα, ειχαν μαζεψει καμια δεκαρια θεατες κι επαιζαν το νουμερο που θα τους εφερνε στα προθυρα της λιποθυμιας. Μεσα απο ενα πολυ σωστα υπολογισμενα σκοταδι οπου μονο το προσωπο της φαινοταν, ρωτουσε η Λιζα με τα πελωρια μαυρα ματια της καποιον και μετα επερνε μια γρηγορη στροφη, πανω σ'ενα αριστοτεχνικα κρυμμενο σκαμπω. Μεσολαβουσε μια σκοτεινη στιγμη και ξαφνικα εμφανιζονταν τα πρασινα ματια της αλλης να κοιτουν απο ενα ολόιδιο προσωπο το σαστισμενο θεατη. Αυτη η αλλαγη δεν γινοταν αμεσως αντιληπτη αλλα προκαλουσε μια κατασταση ελαφρης ανισορροπιας μεσα στο -ας το πουμε- θυμα, που επιτεινοταν καθως οι στροφες των ενωμενων αδελφων συνεχιζονταν. Πολλες φορες το τελος αυτου του νουμερου ερχοταν μαζι με την καταρευση του θεατη, ειτε σε δακρυα, ειτε σ'ενα παραλογο τρομο.
Οι παλιοι του τσιρκου λεγανε οτι λογω των αδερφων ο Φεντερικο Μπουενδία ειχε δωρισει το τσιφλικι του στην εκκλησια, ο Σοριν ειχε ζητησει μαλιστα τοτε μια μικρη βοηθεια απο τον Επισκοπο σαν ανταλλαγμα αλλα πηρε την απαντηση να μαζεψει τα φρικια του και να φυγει μη τρελλανει και καναν αλλο ανυποψιαστο.
Το νουμερο των αδελφων ηταν σε εξελιξη οταν μπηκε μεσα στη σκηνη τρεκλιζοντας και πυροβολωντας στον αερα ενας μιγας. "Οκτάβια, Οκταβια ...." φωναζε "θα ερθεις μαζι μου ή θα πεθανουν ολοι εδω μεσα".
Η δεκαπενταχρονη Οκταβια, με την αμφιβολη χαρα να εχει το προσον να ζει παντα πεντε λεπτα μπροστα απ' τους αλλους, τον ειχε ηδη φανταστει να ερχεται τον τρελλαμενο απο ανιατο ερωτα Αουγκουστο, που δεν ηταν κακος, το αντιθετο μαλιστα, απλα δεν ηταν ευκολο οχι με αυτον αλλα με κανενα να ζησει μια φυσιολογικη μεσα σ' αυτη τη χρονικη διαφορα.
Ετσι ειχε φροντισει να κρυφτει πισω απο κατι αχυρομπαλες στη διπλανη σκηνη ζωντας μεσα στο μυαλο της ηδη το μαρτυριο που μολις ξεκινουσε. Κουλουριασμενη, ετρεμε απο το φοβο της περιμενοντας το παρον του μυαλου της να γινει και παρον του κοσμου. Ξαφνικα πεταχτηκε κι ετρεξε στο Σοριν φωναζοντας του "σκοτωσε τον, τωρα, τωρα, σκοτωσε τον" Ο Σοριν ενιωσε απο τον τρομο της τη συμφορα που θα ερχοταν και περασε καποιες μαρτυρικες στιγμες να σκεφτεται αν επρεπε να γινει δολοφονος για λογους που ακομα δεν ηξερε. Εβγαλε το ινδιανικο στιλετο απο τη θηκη δεξια και το τιναξε προς τον Αουγκουστο. Τον βρηκε διπλα στη καρδια, η κινηση του πυροβολισμου του ηταν μαλλον αντανακλαστικη, η σφαιρα βρηκε τη Λιζα αναμεσα στα πελωρια μαυρα ματια, η Αλλη εμεινε για λιγη ωρα να ζει εναν απιστευτο πονο που ηταν δικος της χωρις να ειναι, ο θεατης-θυμα τρελλαθηκε ακαριαια γιατι εκει που εβλεπε δυο πρασινα ματια ξαφνικα ειδε ενα προσωπο ιδιο με δυο μαυρα να τον κοιτανε αδεια και απορημενα - οσο μπορουν αυτα τα δυο επιθετα να συνδυαστουν στην περιπτωση μας.
Η Οκταβια επεσε στο χωμα να θρηνει, γι αλλη μια φορα δεν της ειχε βγει σε καλο οτι ηταν μπροστα απο τους αλλους. Δεν ειχε νοημα, το ηξερε, κανενα νοημα.
Η φοβερη σκηνη που ολα αυτα τα χρονια παιζοταν και ξαναπαιζοταν στα ματια του Σοριν ξαναεζησε με μια ενταση τονισμενη απο το μαρτυριο του Κυριουσμιθ.
Εφερε το μπουκαλι στα χειλη του και ηπιε και ηπιε προσπαθωντας να ριξει ενα μαυρο πανι της πανω της, εστω μονο για σημερα.
Recent Comments