Μου άρεσε το νησί, το γύρισα πάνω κάτω, μ´ άρεσε. Με την πλατεία του, τα σοκάκια του, τα δύο καφενεία του.
Είπα δω θα μείνω. Δω θα αράξω ως την έσχατη μέρα.
Κι έψαξα για σπίτι ν´ αγοράσω.
Μου δείξανε υπόγεια και πατάρια.
Παλιά έπιπλα στοιβαγμένα που μύριζαν αιώνες και έπρεπε να τα πάρω προίκα με το σπίτι. Μπουκαμβίλιες και γιασεμιά που είχαν φάει τα ψωμιά τους.
Ξύλινες πόρτες με μάνταλα βαρειά κι ασήκωτα.
Χήρες που θα τις είχα δώρο και δεκάδες γατιά που θα με τριγύριζαν απαιτητικά, πεινασμένα κι αδιάφορα.
Είδα τη βροχή να χτυπάει τα μπατζούρια. Τα καφενεία με τους γέρους και τα τσίπουρα πέντε η ώρα το σπόγεμα και εφτά η ωρα το πρωί.
Ειδα την εννιά η ώρα που θα γύριζα σαν το στοιχειό, μεθυσμένος και τρελός στα γραφικά σοκάκια με τον αέρα να με ξέρει και να με κυνηγάει.
Έσπαγε η καρδιά μου κάθε φορά που έλεγα όχι.
Recent Comments