22/11/14
Τις Παρασκευές την κοπάναγε απ τον άντρα της και πηγαίναμε για τεκίλες στης Λιν Τσι όπου συνήθως πήγαινα τα μεσημέρια που έλειπε ο άντρας της απ το μαγαζί και την τράβαγα στο πατάρι και την έβαζα να κοιτάει κάτω το δρόμο.
Η τεκίλα μας έβγαζε κάτι άγριο, αχαλίνωτο και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχα ξυπνήσει στο αμάξι μέσα σε απέραντα φυστικοχώραφα και δεν ήξερα κατα που ήταν ο Νοτιάς ή σε μια αμμουδιά με καβουράκια ν ανεβαίνουν και να κάνουν βόλτες πάνω κάτω στα ρούχα μου.
Εκείνη τη φορά το παρακάναμε τόσο στη τεκίλα που καταφέραμε μόνο να πάμε ως το πάρκινγκ και μετά αυτη έφυγε και γω βγήκα να κατουρήσω αλλα ήρθε μια νάυλο σακκούλα και στάθηκε απέναντί μου και μετά μια δεύτερη και μια τρίτη σε ημικύκλιο.
Τις κοίταγα και ήταν ακίνητες, και μόλις έκανα να κινηθώ, κουνιόντουσαν κι αυτές όλες μαζί.
Μετά έγινα τέσσερις και μετά πέντε και όλες αμφιθεατρικά σα να περίμεναν κάτι ή σα να μ έκλειναν το δρόμο.
Κάθισα κάτω ακουμπώντας σε μια ρόδα και αυτές στοιχήθηκαν ανάλογα.
Άρχισα ν τους μιλάω να τους λέω διάφορα και μ άκουγαν προσεχτικά μα όποτε έκανα να σηκωθώ ανατσουτσουρώνονταν και φαίνονταν ανήσυχες.
Σκέφτηκα δε γίνεται αυτο πρέπει κάποιος να το δει, αλλιώς δε θα με πιστεύει κανένας.
Και τη πήρα τηλέφωνο, μόλις είχε φτάσει σπίτι της, της λέω έλα πίσω αν θες να δεις φαντάσματα έλα τώρα.
Μου είπε λες αλήθεια και της λέω ναι, έλα θα χάσεις.
Και ήρθε, και οι σακούλες της άνοιξαν διάδρομο, μου λέει τι γίνεται δω, οι σακούλες κλείσανε μόλις πέρασε.
Της λέω κοίτα και άρχισα να κουνάω τα χέρια σα μαέστρος και οι σακούλες άρχισαν να χορεύουν και αυτη πρώτα σφίχτηκε πάνω μου και μετά άρχισε να γελάει.
Μετά το έκανε κι αυτη αλλα οι σακούλες δεν την άκουγαν τόσο καλα όσο εμένα κι αυτη θύμωσε λίγο και τότε οι σακούλες δεν την άκουγαν καθόλου ενώ εμένα τέλεια.
Τότε χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν ο άντρας της και της είπε που στο διάολο είσαι γαμώτο κι αυτη πετάχτηκε πάνω αλλα οι σακούλες δεν την άφηναν κι αυτη συγχυσμένη αναγκάστηκε και πάτησε πάνω τους, αυτές σα να ξεφούσκωσαν και μετά δεν έκαναν τίποτα, δεν άκουγαν, ήταν σαν σκέτες σακούλες.
Της έβαλα τις φωνές, κοίτα τι έκανες γαμωτη σου και τότε άρχισε κι αυτη να φωνάζει Δε πάτε να γαμηθειτε και συ και ο άλλος κι έφυγε πέρα.
Οι σακούλες δε ξανασηκώθηκαν όσο κι αν προσπάθησα, πήγα για ύπνο κι απο τότε δεν έχω ξαναπιεί τεκίλα.
Ότι είπα είναι αλήθεια και τώρα πίνω Τζονι Μπλακ κι έχω και μια μπύρα δίπλα γιατι το Τζόνι μου φέρνει δίψα.
Recent Comments