Posted at 05:54 AM in Βήματα στο νερό, Τα μπλούζ της γιάρδας, Τα τοπία των άλλων, Φωτογραφία | Permalink | Comments (2) | TrackBack (0)
Το κορίτσι καθόταν στο πίσω μέρος του ποδηλάτου και κρατούσε το χαρταετό που ακολουθούσε αλλά πιάστηκε στον φανοστάτη. Κατέβηκε κι έτρεξε να τον ξεπιάσει. Τα κατάφερε και τώρα είναι ακριβώς μπροστά στα πόδια της. Απ' τη τόση βιάση της κατάλαβα ότι σήμαινε πολλά γι αυτήν. Το αγόρι ήξερε και χαμογελάει.
Posted at 02:41 PM in Τα τοπία των άλλων, Φωτογραφία | Permalink | Comments (0) | TrackBack (0)
Posted at 09:47 AM in Κινέζικη διαφάνεια, Τα τοπία των άλλων, Φωτογραφία | Permalink | Comments (2) | TrackBack (0)
Posted at 09:46 PM in Sounds of nowhere, Ασπρόμαυρη διαφάνεια, Βήματα στο νερό, Τα τοπία των άλλων, Φωτογραφία | Permalink | Comments (0) | TrackBack (0)
Posted at 10:56 AM in Sounds of nowhere, Άσπρο μαύρο εγώ, Κινέζικα Μπλούζ, Τα τοπία των άλλων, Το φεγγάρι δε μπορεί να σ'ακούσει, Φωτογραφία | Permalink | Comments (0) | TrackBack (0)
Του ειχε μεταφερει και μεσω τριτων ποσο της αρεσε και τον ειχε επισης πλησιασει στο μπαρ δυο-τρεις φορες που τον ειχε δει να καθεται μονο του.
Αυτος την ειχε παρατηρησει, ειχε αφησει ελευθερη την κουβεντα της να δημιουργησει δονησεις αν ηταν ικανη, τις υπονοιες του σωματος της και τη δυναμη τους πανω στο δικο του.
Η διαπερατοτητα της μεσα του ηταν ελαχιστη, η συγκινηση ειτε της φαντασιας του ειτε του κορμιου του δεν ηρθε, την αφησε να παραπαιει μεσα στο παιχνιδι της γοητειας της μεσω εξηγησεων που η υπερβολικη ευγενεια τους στραγγιζε τον ηδη ελαχιστο μεταξυ τους ερωτισμο. Μια λυπη που ειδε στα ματια της, καποια συμπαθεια του προκαλεσε, συναισθημα ολωσδιολου αντιθετο απο αυτο που η κοπελα θα επιθυμουσε, αν και μες στην απελπισια της το αρπαξε και αυτο, δυσχεραινοντας κι αλλο την ηδη δεινη θεση της απεναντι στις προσδοκιες της.
Δεν ειχε φυσικα ν'απολογηθει για τιποτα, αυτα συμβαινουν καθε μερα, και ο ιδιος ηταν υποκειμενο απορριψεων που τον πονουσαν.
Απροσμενα ομως η Λι Λι επεμεινε και συνεχιζε την πολιορκια.
Και αν στην αρχη αρχη ενιωσε την κολακεια απο την συμπεριφορα της στη συνεχεια ηταν μονο ενοχληση, φροντισε μαλιστα να την δειχνει αν και με υπαινιγμους μονο στη σταση του σωματος ή στις μονολεκτικες απαντησεις ή στην υποκριτικη του οτι δεν ακουγε καν αν του ειχε μιλησει.
Και η επιμονη της συνεχιζε αλλαζοντας εντασεις, ρυθμο και μεσα. Η κολακεια του εγω του υποχωρησε σε εκνευρισμο και δυσανεξια. Στον μηνα επανω την εβλεπε κι εστριβε, ηταν αποφασισμενος ν' αλλαζει σχεδια και προορισμο παρα να υποστει καποια συναντηση τους, την εστω απο μακρια ικετευτικη της σταση, την εντονα εκτεθειμενη θηλυπρεπεια της μολις τον αντιλαμβανοταν. Επρεπε και η ιδια να το καταλαβαινει οτι ολα τα τεχνασματα της πλεον λειτουργουσαν εις βαρος της, εναντια και στη πιο μικρη της ελπιδα. Επομενο σταδιο στην κατηφορικη της κλιμακα μεσα του ηταν η καθαρη αποστροφη.
Για το διαστημα αυτο που η ενοχληση του απο τις τυχαιες συναντησεις τους μεγαλωνε αποφασισε να μενει σπιτι και να φευγει με το αμαξι σε μακρινες βολτες. Σε μια μαλιστα απ' αυτες βρηκε κι ενα σημειο μπροστα στη θαλασσα που του αρεσε πολυ και αρχισε να πηγαινει εκει καθε μερα, να παρκαρει το αμαξι κατω απο ενα γερτο πευκο και με κλειστα ολα τα παραθυρα και γερτο το καθισμα του, να βλεπει τα κυματα να χαλαλιζονται αδιαφορα στην αμμο, τα δενδρα να πανε και να 'ρχονται με ρυθμους ακανονιστους στον δυνατο αερα.
Το θεαμα αυτο του αρεσε, τον ηρεμουσε, τον νανουριζε. Ο υπνος του ερχοταν σιγα σιγα και αυτος ειχε μαθητευσει να μην του εναντιωνεται, τα ματια του εκλειναν και η τελευταια εικονα τους ηταν αμμος να στροβιλιζεται, θαμνοι να χορευουν καρφωμενοι στη γη, βαρκες που τεντωναν τα σχοινια τους, ναυλον που τα σηκωνε ο αερας ψηλα και τα εστελνε στο νερο.
Και ηταν ελαφριοι αυτοι οι υπνοι, ευπροσδεκτοι, ηρεμιστικοι.
Κι ανεπτυξε ενα βαθμο ανοσιας και δεν τον ενδιεφερε αν αλλα αμαξια παρκαραν διπλα του, αυτος στο μισοξαπλωμενο του καθισμα δεν ηθελε τιποτα, μονο να βλεπει τα δενδρα χωρις ηχο να χορευουν και τα πλαστικα να στροβιλιζονται και να φευγουν μακρια.
Οταν εκεινο το σουρουπο ανοιξε τα ματια του, ανασηκωσε λιγο το καθισμα. στηλωσε το βλεμμα του μπροστα - ο αερας συνεχιζε τη δουλεια του- και μετα γυρω για να δει σε αποσταση δεκα περιπου μετρων ενα αλλο αμαξι παρκαρισμενο.
Δεν ενοχληθηκε, αναψε ενα τσιγαρο και φυσηξε το καπνο στο τζαμι.
Ενιωθε τον δυνατο αερα να κουναει το αμαξι του ακανονιστα με ξαφνικες ριπες και απολαυσε τη μονωση του. Καποια στιγμη γυρισε ασυναισθητα και κοιταξε παλι το διπλα του παρκαρισμενο αμαξι.
Στην αρχη νομισε οτι η ανεπαισθητη κινηση του ηταν επισης απο τον δυνατο αερα αλλα σε λιγο προσεξε οτι ειχε μια περιοδικοτητα, ηταν μια κανονικη ταλαντωση που του εστειλε ενα υπογειο αλλα γνωστο σημα. Ερεθιστηκε, και με μια εκπληξη που ευκολα παραμερισε αφησε τη φαντασια του ελευθερη και μετα βαλθηκε να κοιταει πιο προσεχτικα.
Η ταλαντωση συνεχιζοταν, και κατα διαστηματα γινοταν και πιο εντονη.
Καποιο σωμα σχηματιστηκε πισω απ' το τζαμι, που μετα χαμηλωσε, μετα ξανανεβηκε για να ενωσει την παλινδρομηση του με αυτη του αμαξιου.
Το εβλεπε καθαρα αν και σκοτεινο μεσα στο περιγραμμα του, την κινηση των γοφων, τη δυναμη της μεσης, την σταθεροτητα των ωμων, την προσηλωση του κεφαλιου.
Μετακινηθηκε στη θεση του συνοδηγου να κερδισει αυτο το πολυτιμο εναμισυ μετρο.
Ο ανδρας στο αλλο αμαξι επιασε την κινηση του και χαμηλωσε τελειως και κρυφτηκε.
Τρομαξε, προσποιηθηκε πως γερνει το κεφαλι του αριστερα και εμεινε ακινητος σα να κοιμαται.
Αυτο που δεν ηξερε ηταν ποση ωρα ηταν αραγε αρκετη για να πεισει τον αλλο οτι κοιμαται και οτι δεν αποτελουσε κανενα κινδυνο αξιο να τον διακοψει.
Μεσα του παλευε η αγωνια να ανοιξει τα ματια του και να γυρισει παλι το κεφαλι του.
Αρχισε να μετραει, να σιγουρευτει οτι περασε χρονος αρκετος, οτι ηταν ασφαλες τωρα να κοιταξει.
Οταν το εκανε ειδε τη σκια της γυναικας που με λικνιζοταν σα φιδι, επιανε τα μαλλια της με τα χερια της, μετα τα κατεβαζε και στηριζοταν κατω, και μετα τα ακουμπουσε στην οροφη του αμαξιου και εσπρωχνε με πιο πολυ δυναμη το σωμα της, που διαφαινοταν λεπτο με μια κινηση που τη διαφεντευε.
Ξεκουμπωσε το παντελονι του και αρχισε να δινει διεξοδο στη στην εξαψη του.
Με κρυφη ελπιδα χαμηλωσε το τζαμι του μηπως και πιασει καποιους ηχους που θα εκαναν πιο εντονες αυτες τι στιγμες και πραγματι κατι λιγο ακουσε, μπερδεμενο με τον αερα και το τριξιμο του αμαξιου αλλα ηταν κι αυτο κατι.
Τωρα ηταν ο ανδρας παλι, το σωμα του λιγο πιο πισω, λιγο πιο ορθιο, η παλινδρομηση του πιο εντονη.
Στο μυαλο του εγινε εκρηξη, επιταχυνε τη δικη του κινηση, τελειωσε γερμενος στο καθισμα του, κρυμμενος πισω απο το κολωνακι της πορτας του συνοδηγου, ελπιζοντας σε καποιο συντονισμο.
Εμεινε εκει μεχρι να πεσουν οι παλμοι του, κουμπωθηκε αργα, ατσαλα και συρθηκε καμπουριαμενος παλι στο καθισμα του. Πηρε μια πολυ βαθεια ανασα, γυρισε και κοιταξε.
Ηρεμια.
Νηνεμια.
Σε λιγο εβαλε εμπρος, γυριζοντας οσο πιο αργα μπορουσε το κλειδι.
Ηταν ενα ωραιο τσιγαρο αυτο που αναψε και πολυ το απολαμβανε οπως και η Λι Λι ξαπλωμενη στο αμαξι, ικανοποιημενη και λιγο, ελαχιστα πικραμενη γιατι καποια στιγμη τον σκεφτηκε.
Posted at 07:39 PM in Αδιάστατες Ιστορίες, Κείμενα, Τα τοπία των άλλων | Permalink | Comments (4) | TrackBack (0)
Posted at 08:21 AM in Κείμενα, Τα τοπία των άλλων | Permalink | Comments (0) | TrackBack (0)
Υπαρχουν φορες που η αηδια ειναι μια εσωτερικη ανακλαστικη διαδικασια, μπορει και να σε προστατεψει απο καποια δηλητηριαση, η μνημη του σωματος που θα το αυτοπροστατευσει.
Πρεπει ομως να νιωσεις αυτη τη βαθεια και ασυγκρατητη αηδια που με γεμιζει η θεα αυτου του προσωπου, με το ηδη θλιβερο στην αναντιστοιχια του ονομα Σερυ, για να καταλαβεις τη μανια μου.
Ελαχιστα εχω μιλησει μαζι της, σιγουρα οχι πανω απο δυο λεπτα.
Αυτη η τοσο εντονη πλεον δυσαρεσκεια μου ακομα και στη μακρινη της θεα, στην αρχη ηταν ανεπαισθητη αλλα πηρε γρηγορα δρομο και εχει πλεον γινει σωματικο συνδρομο.
Αρχικα ηταν καποια χαρακτηριστικα του προσωπου, γουρλωτα ματια, ψευτικο χαμογελο παντα διαθεσιμο, καποια νευρικοτητα στη κινηση σα να ελειπε ενα ενδιαμεσο στιγμιοτυπο, σαν ενα φιλμ που καποια μικρα καρε του λειπουν και σου αφηνει την αισθηση του αφυσικου η θεαση του.
Μετα ηρθαν σιγα σιγα οι πληροφοριες για να μου αποκαλυψουν την κρυμμενη λεξη πισω απο αυτη, την ηδη απωθητικη της για μενα, φυσικη εικονα. Και η λεξη αυτη ηταν "βουλιμια".
Εμπηγε βαθεια τα δοντια της σε οποιον ειχε την αδυναμια να γοητευτει απο αυτο το απειρα διαθεσιμο αιδοιο αν του εδινες αυτα που ηθελε.
Γνωριζα ηδη τεσσερα θυματα της και ηταν ακομα και η υπομνηση του γεγονοτος οτι την ειχαν αγγιξει που ασυνειδητα με εσπρωχνε μακρια τους, αποφευγα καθε επαφη λες και θα μπορουσε να με μολυνει αυτη και μονη η κουβεντα μαζι τους με οτι μιαρο αντιπροσωπευε αυτο το πλασμα.
Η λεια της ηταν ειτε ανδρες καποιας ηλικιας, συνηθως μετα τα εξηντα, ειτε καποιοι αλλοι εντυπωσιακοι στην ασχημεια τους, ο δε συνδυασμος και των δυο ισως της εδινε ακομα περισσοτερα περιθωρια κινησεων, η ανεση της με την ασχημεια των αλλων και η διαβολικη της διαχειριση εκ μερους της φαινοταν να ειναι το δικο της πλεονεκτημα.
Απο ολους κατι επαιρνε, η ειδικοτητα της ηταν η μεταλλαξη του ποθου των αλλων σε υλικα αποκτηματα, η, θα ελεγες απιθανη, ανυπαρξια συναισθηματων που δημιουργουσε - και σ' εμενα - ενα κενο που τρομαζε.
Οσο ομως αποστροφη και να μου δημιουργουσε η εικονα της, εγινα σιγα σιγα ερμαιο ενος παθους.
Να μαθω περισσοτερα γι αυτην, ποιον κακοποιουσε τωρα, ποια ηταν τα ψεμματα της, ποιο προσωπειο ειχε φορεσει αυτη ή την αλλη φορα.
Και ταχα μου αδιαφορα ρωτουσα στα μπαρ που πηγαινα γι αυτην, κι αν καπου την πετυχαινα, ή επαιρνα λοξη θεση να παρατηρω αυτη και το θυμα της, ειτε επιανα την κοντινη καρεκλα κι εχοντας τους πλατη προσπαθουσα να ξεκλεψω λογια και μυστικα ετσι ωστε να καταλαβω αυτο που μου φανταζε τελειως αδιανοητο, πως μπορουσε ενας ανδρας δηλαδη, οποιασδηποτε αναγκης, να μιλαει σε αυτο το προσωπο χωρις να μπορει να δει την υποκρισια του, να κανει ερωτα εχοντας απεναντι του αυτη την αδεια εκφραση που το μονο που την ρυτιδωνε και της εδινε εκφραση ηταν η λαιμαργια.
Καποια στιγμιοτυπα εκλεψα οταν ηταν με τον Ελληνα, ειδα στην αρχη την προσπαθεια του να της επιβληθει, ειτε με κοφτες φρασεις, ειτε με αρνησεις στις απαιτησεις της, ειτε με μεγαλες ελεγχομενες απο τον ιδιο σιωπες.
Ποτε ομως, ο δυστυχος, δεν καταφερε τιποτα απ' αυτα που επεδιωξε. Αυτη ηταν παντα απεναντι του να τον κοιταει με αυτα τα πεταχτα ματια που ποτε τους εδινε το αδειο χρωμα μιας τυπικης υπομονης, ποτε μια ικεσια που ηταν τοσο χονδροδουλεμενα παιδιαστικη που φανταζε σαν φτηνη μασκα στο χλωμο της προσωπο.
Την τελευταια φορα που τον ειδα, ηταν μαζι της, και σκουπιζε τα ματια του και μετα την μυτη του με το ιδιο μαντηλι. Αυτη κοιτουσε περα τα παρκαρισμενα αυτοκινητα.
Λιγες μερες αργοτερα κερναγα απλοχερα μια γνωστη της να την κανω να μου πει τα νεα, για να καταφερω επι τελους να γεμισω το δικο μου ποτηρι μισους μεχρι πανω οταν μου εκμυστηρευθηκε πως η υαινα καμαρωνε που ειχε κανει τον γερο να κλαψει και να παρακαλαει μεσα απο υποσχεσεις οτι θα της παρει οτι θελει - αυτοκινητο ηθελε - αρκει να εμενε μαζι του.
Δεν ξερω τινος ειναι το αυτοκινητο που κυκλοφορει τωρα, του αφελους αδυναμου Ελληνα, ή αυτου του ποντικομουρη Κινεζου που τωρα καθεται απεναντι μου. Σιγουρα δικο του ειναι παντως αυτο τα πανακριβο κινητο που του δειχνει ενω τωρα τριβεται πανω του σαν γατα.
Και δεν ξερω τι ειναι αυτο που με διαολιζει περισσοτερο, η παρασιτικη της επιβιωση, η χρηση η τοσο απροκαλυπτη της αναγκης των αλλων για επαφη, ο υποβιβασμος καθε ευγενικου αισθηματος που συμβαινει με μονη την απλη παρουσια της στο χωρο.
Φοβαμαι τη στιγμη που δεν θα μπορω να κρατηθω αλλο, και σκαια θα την βρισω, που ισως την χτυπησω κιολας, θελοντας να σβησω, να εξαφανισω αυτο το εκτρωμα απο προσωπου γης.
Και οτι μετα αυτη παλι αθικτη θα παραμεινει και θα μπορει επιπλεον να λεει οτι ημουνα τρελλος απο ερωτα μαζι της, και οτι αυτο το παθος μου ηταν που με τυφλωσε.
Κι εγω δεν θα μπορω να κανω τιποτα, δεν θα μπορω να πεισω κανεναν, οτι αυτο το μισος μου απεναντι της ειναι οτι πιο υγειες εχω μεσα μου, οτι αυτο ειναι, και οσο πιο εντονο και ζωντανο ειναι τοσο το καλυτερο, αυτο που με διαχωριζει, που μου δινει δυναμη να πιστευω οτι δεν ειναι ετσι οι ανθρωποι, δεν πρεπει.
Posted at 03:01 PM in Κείμενα, Τα τοπία των άλλων | Permalink | Comments (0) | TrackBack (0)
Την εβγαζα φωτογραφιες με το κινητο οταν εβγαινε εξω απο το μπαρ που δουλευε για να τηλεφωνησει σε καποιον πελατη της.
Καποια φορα μαλιστα με ειδε και εκανε μια κινηση απορριψης.
Εγω χαμογελασα αν και φοβηθηκα μην ερθει προς το μερος μου και κανει φασαρια.
Δεν εκανε ομως τιποτα και γυρισε στη δουλεια της χωρις να μου δωσει αλλη σημασια.
Συνεχιζα να καθομαι μονος μου στο μοναδικο τραπεζακι που ηταν εξω στο διπλανο απο το δικο της μπαρ.
Την εβλεπα αραια οποτε εβγαινε να τηλεφωνησει εξω απο τη φασαρια του μπαρ, ηξερε οτι την παρακολουθουσα, οτι την επαιρνα φωτογραφιες και ποτε μου γυριζε τελειως την πλατη ενω μιλουσε στο τηλεφωνο και ποτε με κοιτουσε σταθερα χωρις να σταματαει να προσκαλει τους αλλους.
Υπηρχε κατι εντονα αισθησιακο στην παρουσια της που επισκιαζοταν ομως απο τον διαχυτο επαγγελματισμο της σε βαθμο ανεπιτρεπτο για τα γουστα μου.
Θα ελεγα μαλιστα οτι η εικονα της συμπυκνωνε την εικονα ενος κοριτσιου χωρις ψυχη, χωρις κατι εσωτερικο να αναδευεται και να δινει εστω και αμυδρα την εντυπωση οτι ενδιαφεροταν για κατι ουσιαστικο και με νοημα γι αυτο που ηταν και η κρυμμενη λεξη στη δουλεια της, η μοναξια των ανδρων δηλαδη, η ευθραυστη ψυχολογια τους στην αναγκη τους να βρουν κατι αμεσως, κατι στιγμιαιο και απολυτο που να μπορει να την σκεπασει και την αναγκη για επαφη αλλα και την ηττα τους.
Οχι, θα ελεγα οτι αυτο το κοριτσι δεν ειχε καν καρδια, δεν ειχε καν μια μικρη αναμνηση για το τι μπορουσε αυτο να σημαινει.
Δεν ηταν στην αντιληψη μου κατι παραπανω απο ενα ωραιο σωμα που μιλουσε, χαμογελουσε και χαριεντιζοταν με τροπο τοσο επαγγελματικο που μου γινοταν αντιπαθητικη.
Μεχρι εκεινο το βραδυ που ηρθε κοντα μου και αρχισε να μου μιλαει.
Στην δικη της γλωσσα και μαλιστα γρηγορα τοσο που να μην μπορω να διακρινω καμια απο τις λιγες λεξεις που γνωριζα.
Φωναξα καποιο Κινεζο φιλο μου να ερθει εξω και να μεσολαβησει στην επικοινωνια μας.
Αρχισαν να μιλουν μεταξυ τους, μαλλον αυτη αρχισε να τον βομβαρδιζει με λεξεις και χειρονομιες και θα ελεγα μαλιστα οτι χωρις να καταλαβαινω το παραμικρο απο αυτα που ελεγε οτι ηταν η πρωτη φορα που ενιωθε κατι πραγματικα, η πρωτη φορα απο τις τοσες φορες που την ειχα παρατηρησει που τα λογια της ειχαν καποιο βαρος, καποιο αντικρυσμα μεσα της.
Ο φιλος μου την κοιτουσε κι εβλεπα τα ματια του ν' ανοιγουν απο εκπληξη γι αυτα που ακουγε και ποτε ποτε να της χαμογελαει με κατανοηση ή ενθαρυνση.
Δεν αντεχα να περιμενω και μολις αυτη εκανε ενα διαλειμα στον ασταματητο λογο της, ρωτησα τον φιλο μου τι στην ευχη ελεγε τοση ωρα και μαλιστα με τετοια ενταση.
Γυρισε προς το μερος μου και με ενα χαμογελο που παραπαιε μεταξυ εκπληξης, ειρωνιας και κατι αλλο που εμοιαζε - αχνα εστω - με θαυμασμο και ζηλεια μου ειπε οτι η κοπελα του ελεγε οτι με αγαπαει και μαλιστα πολυ, δεν απαιτει να την πιστεψω, δεν περιμενει τιποτα, αλλωστε ξερει οτι η καταγωγη της, οι γνωσεις και οι τροποι της, η δουλεια της βεβαιως ηταν εμποδια αξεπεραστο για να την πιστεψω αλλα και να της επιτρεπουν να ελπιζει σε κατι απο εμενα.
Αυτη, οση ωρα ο φιλος μου εξηγουσε, με κοιτουσε επιμονα στα ματια περιμενοντας τις αντιδρασεις μου και οταν αυτος σταματησε για λιγο αμεσως πεταξε τα λογια που απ' οτι φαινεται ετοιμαζε τοση ωρα να προφερει,
άι λαβ γιού
και μην περιμενοντας να δει τις αντιδρασεις μου αρχιζε να μιλαει πιο δυνατα πιανοντας το χερι μου και σφιγγοντας το αναμεσα στα δικα της
άι λαβ γιού άι λαβ γιού άι λαβ γιού
Δεν αφησα την εκπληξη μου να φανει, το βλεμμα μου ομως ετρεξε ανεξελεγκτο για μια στιγμη στο σχισιμο του φουστανιου της που αφηνε να φανουν δυο πολυ ομορφα ποδια και αστραπιαια μια εικονα να σχηματιστει στο μυαλο μου μ'εμας τους δυο σ' ενα κρεβατι σε μια ωρα αποσταση απο εκεινη τη στιγμη.
Δεν με κρατησε για πολυ ομως αυτη η εικονα και το μονο που ειπα ηταν οτι δεν ηξερα και μαλλον δεν μπορουσα να υποσχεθω τιποτα.
Ο φιλος μου της μετεφερε τα λογια μου και ειδα το στρογγυλο της προσωπο να σκοτεινιαζει, οι ωμοι λιγο να πεφτουν, να στρεφει αλλου το βλεμμα και να ετοιμαζεται να σηκωθει.
Προλαβα την κινηση της στη μεση και με λογια που κι εγω δεν καταλαβα απο που ερχονταν ειπα στο φιλο μου οτι εν τουτοις ηθελα να της κανω ενα δωρο.
Αυτη εμεινε να με κοιταζει μην ξεροντας τι επρεπε να κανει, τι σημαιναν τα λογια μου.
Ειπε κατι που εμοιαζε με ενταξει και σηκωθηκε.
Ειχε κανει δυο τρια βηματα οταν γυρισε ξαφνικα πλαι προς το μερος μου και με φιλησε στο μαγουλο.
Της χαιδεψα απαλα τον ωμο και την αφησα να φυγει.
Ο φιλος μου αμεσως αρχισε ν'αστειευετε. Δεν τον ακουσα. Σηκωθηκα κι εφυγα.
Την αλλη μερα πηγα στο εμπορικο κεντρο και δοκιμασα διαφορα αρωματα.
Βρηκα καποιο που μου αρεσε και το πηρα.
Μετα δυο μερες ξαναπερασα απο κει και την ειδα που κοιτουσε μεσα απο το μπαρ της το δρομο.
Βγηκε και ηρθε αργα προς το μερος μου.
Της εδωσα το αρωμα.
Το πηρε στα χερια της απλα, σα να της το χρωστουσα, και χωρις να πει καν ενα ευχαριστω γυρισε κι εφυγε.
Posted at 10:00 PM in Κείμενα, Τα τοπία των άλλων | Permalink | Comments (2) | TrackBack (0)
Το κοριτσι καθεται στο παραθυρο και κοιταζει εξω το χιονισμενο δρομο.
Φορα την ασπρη μεταξωτη της πυτζαμα κι εχει ακουμπησει το σαγονι στο δεξι της γονατο.
Αυτη που μολις ειχε μισανοιξει πριν, να φαινεται λιγο το στηθος της, και ειχε βγαλει τη φωτογραφια με το αριστερο της χερι να μισοκρυβει το προσωπα αλλα τα δακρυσμενα της ματια να φαινονται. Κοιτουσε ολοισια το φακο και εννοουσε οτι κοιτουσε εκεινον. Του εστειλε τη φωτογραφια.
Τωρα στεκεται στο παραθυρο.
Στο μυαλο της στριφογυριζει η εννοια της αποστασης. Χωρικη, χρονικη, εσωτερικη, πραγματικη.
Αυτος ειναι πολυ μακρια, χρειαζεται τραινο και δυο αεροπλανα.
Αυτος ειναι στο Νοτο.
Το κοριτσι αυτους τους δυο μηνες που εχει να τον δει δεν ειδε ποτε τη θερμακρασια ν'ανεβαινει πανω απο το μειον εικοσι. Ο αντρας της που επιστρεφει καθε απογευμα της χαμογελαει φιλικα και προσπαθει να τη ζεστανει με βοτκα και καλοπιασματα. Δεν τον μισει, δεν τον σιχαινεται αλλα αγαπα τον αντρα απο το Νοτο. Ο αντρας της δεν εχει απολυτως αδικο οτι για την καταθλιψη της φταιει το χιονι που ειναι συνεχεια εκει αλλα αγνοει οτι αυτο ειναι μονο το στοιχειο που της θυμιζει την αποσταση.
Σηκωνεται και πηγαινει προς τη κρεβατοκαμαρα. Φορα το γουνινο παλτο, χοντρο καλτσον, παντελονι και τις μποτες.
Μολις βγαινει το κρυο της παγωνει το προσωπο που γρηγορα κρυβει μεσα στο γουνινο γιακα.
Περπαταει πανω στο χιονι που ειναι σκληρο.
Ξερει οτι μονο το περπατημα ειναι μια ανακουφιση.
Πηγαινει προς το δασος με τα ψηλα, ακινητα δενδρα.
Τα νιωθει γυρω της σαν να βιωνουν βασανο παρομοιο με το δικο της, ακουει τις κορυφες τους να τριζουν, νιωθει την υπομονη τους που εχει μαζεψει ολη τη φυτικη ζωη τους σε ενα μικρο ρυακι μεσα στο κεντρο τους που ανεβαινει συνεχεια.
Παντα αυτα τα δενδρα της εφερναν μια ανακουφιση.
Περπατα για ωρα αναμεσα τους αγγιζοντας τα και μιλωντας τους και μετα γυριζει τα βηματα της προς τη πολη.
Οι δρομοι ειναι γεματοι νερα και λασπωμενοι.
Στις ακρες τους οι σωροι το χιονι και τα γυμνα δενδρα δεν εχουν τιποτα απο την ομορφια εικονων που περασε μεσα της ο ξενος οταν μια και μονη φορα τον αφησε να την αγγιξει.
Περπατα χωρις να τα κοιτα, του μιλα απο μεσα της ελπιζοντας τα λογια της να φτασουν σε αυτον, να καταλαβει ποσο θελει να τη σωσει απο το χιονι και απο την παλια αγαπη του αντρος της.
Αναμεσα στους σωρους το χιονι στα πεζοδρομια λαμπει το τζαμι του μαγαζιου με τα φρουτα.
Σταματα και κοιτα την εικονα αυτη που ειναι σαν απο αλλο τοπο και μετα προχωρα και στεκεται εμπρος της.
Ακινητη με το βλεμμα σα μεσα σε ονειρο κοιταζει τα χρωματα και το σχηματα.
Σταματα τον μονολογο της και ενα χαμογελο απλωνεται στο προσωπο της.
Πηγαινει μεσα και κατευθυνεται στον παγκο.
Εκει μπροστα του στεκεται κι ενας πελατης που περιμενει.
Ο μαγαζατορας γυριζει το κεφαλι του την κοιτα και περιμενει.
Κοιτωντας λιγο λοξα και καπου περα απο το προσωπο του του λεει οτι θα ηθελε εναν ανανα.
Σιωπη απλωνεται στο χωρο.
Ο πελατης σα να μιλαει μονος του λεει οτι ποτε δεν εχει δει αληθινο ανανα στη ζωη του.
Ουτε κι εγω, λεει ο μαγαζοταρας.
Η κοπελα χαμογελαει και δε λεει τιποτα.
Εσυ εχεις δει, ρωταει ο πελατης.
Εσυ εχεις δοκιμασει, ρωταει ο μαγαζατορας.
Η κοπελα συμμαζευει λιγο το χαμογελο της και τους απανταει οτι ναι εχει δει και εχει δοκιμασει.
Κατα τη γνωμη της κανενα φρουτο δεν μπορει να συγκριθει με αυτο.
Η γλυκυτητα του, τους λει, με αυτες τις ξαφνικες οξινες βελονιες ειναι σαν ενα ονειρο μεσα στις αλλες γευσεις.
Ενω καθαριζει τη γλωσσα τη δυναστευει για καιρο μετα.
Ο πελατης και ο μαγαζατορας βλεπουν το προσωπο της να φωτιζεται καθως τα λεει αυτα.
Η κοπελα σταματα και αυτοι φερνουν αφηρημενα τη γλωσσα στα χειλη τους, τα σαλιωνουν και μετα τα σμιγουν και τα αφηνουν να χαιδευτουν μεταξυ τους.
Η κοπελα δεν βλεπει, εχει κλεισει τα ματια και κανει το ιδιο.
Οι δυο ανδρες καθονται περιεργα ησυχοι καθως ακουν την πορτα να ανοιγει και να κλεινει ξανα.
Το κοριτσι περπατα στο δρομο, οι σωροι το χιονι, οι λασπες, τα γυμνα δενδρα σα να τρεμιζουν μεσα σε μια μουσικη.
Posted at 07:11 PM in Κείμενα, Στον ίσκιο του ανθισμένου κοριτσιού, Τα τοπία των άλλων | Permalink | Comments (5) | TrackBack (0)
Recent Comments