Μασαγε τσιχλα καλυτερα απ' ολες στη πολη.
Μια αυθαδεια ανεδιδε που την εφτυνε αδιαφορα στα μουτρα ολου του κοσμου. Και αυτο δεν θα μπορουσε να στηριχτει πουθενα καλυτερα παρα μονο στην κορυφη ενος λυγερου κορμιου που οταν το εβλεπες να περναει με το μαυρο γυαλιστερο αδιαβροχο συμπυκνωνε στο μυαλο του καθε αντρα ολες τις γυναικες με μαυρα αδιαβροχα η΄καμπαρντινες που γεμιζανε απογνωση τις φαντασιες τους, μεσα απο διαφημισεις ή μοναχικα νυχτερινα επεισοδια. Στα ματια της ενιωθες τη προκληση αλλα χωρις να τη βλεπεις καθως ηταν κρυμμενη καλα κατω απο την απαθεια.
Κι αυτος ειχε πηδηξει περισσοτερες κι απο τον Κρίσνα.
Μια δαιμονικη ομορφια τις τραβουσε πανω του, να δοκιμασουνε το θαρρος τους και τη τυχη τους. Σαν το να αφησουνε να της διαπερασει για λιγα λεπτα να ηταν μια δοκιμασια για τη γυναικεια φυση τους και μαζι ενα πειστηριο για την αξια της.
Η Κεντα καθοταν στο κεντρο της κυκλικης μπαρας, στο κεντρο του κλαμπ, κι επειδη αυτο βρισκοταν στο υπογειο θα ελεγες οτι πανω στην ομορφια της oπου τα ανδρικα βλεμματα ματωναν στηριζοταν ολο το ξενοδοχειο με τους πενηντα οροφους απο πανω του, και καθε κινηση των δοντιων της και της γλωσσας της που εκοβε και ξαναενωνε την αιωνια τσιχλα στο στομα, προκαλουσε ανεπαισθητους κραδασμους στο οικοδομημα και το τροφοδοτουσε με αυτο το ειδος ερωτικου οξυγονου που χρειαζεται ενας χωρος που θελει να μαζευει ανθρωπους που ποθουν ασυμβιβαστα μεν αλλα ματαια. Η δουλεια της ηταν απλως να στεκεται στο κεντρο, να μασαει τη τσιχλα της, να κοιταει αοριστα και φευγαλεα προσωπα, που ξαφνιασμενα κι εντρομα απο την αστραπη της ομορφιας της αναζητουσαν το ποτηρι τους να μπορεσουν να χωνεψουν μεσα στο αιμα τους αυτη την οριστικη και ολοκληρωτικη νικη της μορφης.
Ειχαν βρεθει πριν σ'ενα τοπο μεσα στο μυαλο τους. Ηταν η τελευταια ελπιδα ο ενας του αλλου χωρις να εχουν βρεθει ποτε στον ιδιο χωρο. Εξουθενωμενοι τοσα χρονια απο την ομορφια τους, απο την αποσταση που δημιουργουσε μεταξυ τους και των αλλων, απο τη πονηρη ή αναποφευκτη δουλικοτητα που υιοθετουσαν ολοι απεναντι τους καταβεβλημενοι απο τη φυσικη τους λαμψη, ηλπιζαν να συναντηθουν.
Καπου υπαρχει αυτος που θα μπορεσει να με κοιταξει στα ματια χωρις να δω τον τρομο και τη πεινα στα δικα του, σκεφτοταν η Κεντα.
Τι τειχος πελωριο της εβαζαν με την αδυναμια τους.
Μαυρα πελωρια γυαλια και καπελα με τα μπορ χαμηλα να την κρυβουν σε καθε της εξοδο. Ετσι προσπαθουσε να οικοδομησει μια αλλη αποσταση απο τους αλλους , διαφορετικη απ' αυτη που δημιουργουσε η σιχαμερη πλεον εκπληξη τους και λαγνεια τους.
Στο μπαρ τουλαχιστον, στο κεντρο του κυκλου, οντας απλησιαστη λογω του φυσικου τειχους της μπαρας, μπορουσε μονο ακουσιες ριπες της ομορφιας της να εκτοξευει, κι αυτες κομματιασμενες απο τα στρομπ λάιτς και τα φωτορυθμικα, που εκοβαν την ευεργετικη γι αυτη σκοτεινια, κι εκαναν τους ζαλισμενους αντρες να αναρωτιωνται αν ο αμφλισβητροειδης τους ειχε καει απο τα πρασινα λέιζερ ή απο ενα προσωπο που αστραψε ξαφνικα στο σκοταδι.
Ο Βινσεντ, πιο μονος απο ποτε, και εξ αιτιας αυτου πιο ομορφος απο ποτε, ακουμπησε πρωτα το κινητο με τις εκατονεικοσιοχτω αναπαντητες και τα εκατονταδες αδιαβαστα μηνυματα στη μπαρα, μετα τα τσιγαρα του, μετα τους αγκωνες του κουρασμενους και μυτερους.
Η τσιχλα στο στομα της ενιωσε μια μικρη επιβραδυνση στο ρυθμο του μαρτυριου της. Τα ματια της μισοκλεισαν και τα χειλη της εσφιξαν αδιορατα.
Ο Βινσεντ ειχε καρφωσει το βλεμμα του στα μπουκαλια ακριβως πισω της προσπαθωντας ν'αποφασισει τι γευση θα ειχε αποψε η απογνωση του οταν μια στιγμιαια ευνοια των στρομπ λάιτς τον εκαναν ν'αλλαξει την εστιαση του.
Εμεινε να την κοιταει διαβαζοντας πανω της τα ορια της ερημιας του.
Αυτη εγειρε το κεφαλι της δυο μοιρες αριστερα και αντιθετα στο μαγνητικο της Γης αξονα. Η ευθεια αναμεσα στα ματια τους εγινε μια τοσο στερεα κλωστη που καθε αξιος ακροβατης θα ηθελε να δοκιμασει την στιλπνη στερεοτητα της.
Ηταν απο την ιδια μητρα, ηταν απο τον ιδιο κομματιασμενο χαρτη, τα δυο ακρα του μονοπατιου που πανω του ταλαντωνωνταν ατερμονα οι ποθοι των γυρω τους.
Γυρισε μιση στροφη τη μεση της, επιασε ενα μπουκαλι χωρις να σταματησει να τον κοιταει και περπατησε σταθερα προς το μερος του τα τεσσερα βηματα που τους χωριζαν.
Ακουμπησε το μπουκαλι με δυο ποτηρια στη μπαρα.
Κοιταχτηκαν αρκετη ωρα, μιλωντας τη δικη τους γλωσσα, αφηνοντας να δει ο ενας στον αλλο αυτα που ηξερε, ολες οι ερωτησεις ηταν γνωστες αλλα μονο αυτη η περι εμπιστοσυνης αναπαντητη. Ενιωσαν το γνωστο κενο και τον τρομο να ειναι το αιωνιο θηραμα των αλλων, να κρατουν και να υπομενουν αυτο το ρολο του τροπαιου των πλουσιων, ματαιοδοξων, των τρελλων απο λαγνεια και σαδισμο.
Με το δεξι του χερι επιασε το καρπο της και εβαλε το δειχτη και τον αντιχειρα του αριστερου μεσα στο στομα της. Βρηκε την τσιχλα, την τραβηξε αργα εξω και τη κολλησε πανω στο πακετο του.
Οι χοροι στη πιστα ειχαν γινει πιο αργοι και οσοι απο τους θαμωνες δεν ειχαν πωρωθει απο ζηλεια ενιωθαν το προνομιο να ειναι κοντα σ' αυτο. Δεν ηταν πολλοι οι αλωβητοι απ΄τη ζηλεια αλλα και σ'αυτους ακομα ερχοταν κατα μαυρα κυματα που προσπαθουσαν να τα τιθασευσουν με το θαυμασμο.
Πηγαν στο δωματιο της στον εικοστοδευτερο κι εκαναν ερωτα με την πανσεληνο του Βεσακ να περναει απο το ανοιχτο μπαλκονι.
Ειχαν τα προσωπα τους ακινητα το ενα απεναντι του αλλου. Ο ενας λειτουργουσε σα φυσικος καθρεφτης για τον αλλο. Πρωτη φορα στη ζωη τους ειδαν στα ματια του αλλου το δικο τους θαυμασμο και τη δικια τους εκπληξη. Ο Βινσεντ μη θελοντας να χαλασει αυτη τη καινουρια γνωριμια με αυτο το αγνωστο του συναισθημα της εκανε ερωτα σαν ενας αψογα ρυθμισμενος μετρονομος που ηθελε μονο να της θυμιζει οτι υπηρχε σωμα και οχι μονο ματια. Αλλα ηταν μονο απο το προσωπο ο ενας του αλλου και απο τα αφοβα ματια που καταλαβαν και συγχωρεσαν το μαρτυριο των αλλων.
Ετσι και χωρις να το καταλαβει πως, τον αφησε να μπει σ'ενα σημειο μεχρις εκει που πριν δεν ηξερε να πει γιατι δεν ηξερε οτι υπηρχε.
Τελος 1. Ο Βινσεντ φευγει μολις η Κεντα αποκοιμιεται. Δεν θα ξανασυναντηθουν ποτε. Εχουν αλλαξει ηδη αρκετα, ηξερε οτι οι αλλοι δεν θα τους αφηναν ετσι οπως ηταν παντοτε τα θηραματα τους και οτι πολυτιμο εγινε και καταλαβαν θελει να το διαφυλαξουν.
Τελος 2. Φευγουν μαζι το πρωι της αλλης μερας με το αμαξι του Βινσεντ. Πρεπει να διασχισουν την ερημο για να φτασουν στο σπιτι του Βινσεντ οπου θα ζησουν. Το αμαξι του Βινσεντ εχει διαρροη καυσιμου και οταν η Κεντα στο μεσο της διαδρομης αναβει τσιγαρο, το αμαξι εκρηγνυται στη μεση της ερημου ενω τρεχει με εκατονεικοσι. Ο θανατος τους ειναι ακαριαιος. Τα κομμάτια τους υπακουοντας στην απο πριν ταχυτητα συνεχιζουν για λιγο το πεταγμα τους στον ουρανο και μετα διασκορπιζονται στην ασφαλτο και στη καυτη αμμο. Ενα δευτερολεπτο πριν το μοιραιο σπινθηρα κοιταζει με λατρεια το γαληνιο προφιλ του ενω αυτος σιγοτραγουδαει το τραγουδι που ακουγεται απο το ραδιοφωνο χτυπωντας τα δαχτυλα του στο τιμονι. Γυριζει και την κοιταζει κι αυτος.
Recent Comments