Ξυπνησα μεσα σε μια συγχυση γιατι δεν μπορουσα να καταλαβω που ημουν. Κι αυτο μετα εγινε ενας συντομος πανικος. Και ηταν στη διαρκεια αυτου του πανικου που διηρκησε λιγοτερο απο μισο λεπτο που την θυμηθηκα.
Ειχα κοιμηθει στο αμαξι, στο υπογειο του εμπορικου κεντρου. Ειχα διαλεξει την πιο απομακρυσμενη γωνια και ειχα βαλει το αυτοκινητο να κοιταει προς τον τοιχο. Μονο ενα μικρο φωτακι προσανατολισμου πισω αριστερα στην οροφη του γκαραζ υπηρχε. Ή κάηκε ή το εσβησαν για οικονομια ή δεν ξερω μπορει να μην υπηρξε και ποτε γιατι εγω ξυπνησα μεσα στο απολυτο σκοταδι. Εβαλα τις φωνες καθως το μαυρο κυμα του πανικου ειχε γεμισει το κεφαλι μου. Χτυπησα το γονατο μου στο τιμονι και αυτος ο πονος μαζι με την αισθηση του τιμονιου που ασυναισθητα επιασα και μου θυμισε κατι γνωριμο και οικειο ηταν που με επανεφεραν.Σε αυτο το τρομερο κλασμα του λεπτου ηταν που περασε απ’ τη μνημη του η σκεψη της, σαν μια πολυ γρηγορη εικονα που ομως ηρθε για να μεινει.
Τι να εκανε τωρα?
Να ηταν ακομα εκεί?
Και ποσο να ειχε αντεξει?
Εκεινο το βραδυ, χειμωνας του δυοχιλιαδεςδύο, ημουνα στο μικρο μπαρ της Μιγιόκο, σ’εναν ημιοροφο σ’ενα στενο της Νάρα. Ημουνα πολυ στεναχωρημενος γιατι η Σουμίρε η μονη κοπελα που μπορουσα να συζητησω μαζι της ελειπε γιατι απ’ οτι καταλαβα μεσα απο τα μισολογα της Μιγιόκο ειχε χτυπηθει ασχημα απο τον φιλο της. Κι ετσι καθομουνα σε μιαν ακρη κι επινα το νερωμενο μου Σαντόρι περιμενοντας να νιωσω κατι που να μοιαζει με νυστα, μονο ετσι θα μπορουσα να γυρισω σπιτι.
Ο Γιαπωνεζος ανοιξε τη πορτα και μπηκε μεσα τρεκλιζοντας.
Η Μιγιοκο ετρεξε να τον προ’υ’παντησει ολο υποκλισεις. Αυτος την εκανε περα με το χερι του και ηρθε και καθισε δυο θεσεις δεξια μου. Εκανε ενα νευμα να του φερουν ενα μπουκαλι χωρις να κοιταει τα αλλα δυο κοριτσια πισω απ’ το μπαρ. Ηπιε δυο ποτηρια σχεδον μονορουφι κι εγειρε το κεφαλι του πανω στα χερια του στη μπαρα. Θα εμεινε ετσι ακινητος κανα δεκαλεπτο, μετα σηκωσε αργα το κεφαλι του γυρισε και με ειδε. Αναρωτηθηκα πως βρηκε τη δυναμη και καρφωσε τα ματια του κατ’ευθειαν στα δικα μου μεσα στη ζαλη του. Μετακινηθηκε και καθισε ακριβως διπλα μου. Με ρωτησε το ονομα μου και μολις του ειπα ενα, το πρωτο που μου ηρθε στο μυαλο, απαντησε οτι ειναι καλυτερα να του πω το αληθινο και μαλιστα στη προφορα της γλωσσας μου. Δεν θα μου στοιχιζε και τιποτα, ειπε με κατι σα θλιμμενο χαμογελο. Κι εγω του το ειπα. Και μου συστηθηκε κι αυτος αλλα τωρα το ονομα του το εχω ξεχασει. Ετσι πρεπει να γινει, μου ειπε και μετα αφου εμεινε για λιγο σιωπηλος με ρωτησε αν θα κατσω πολυ καιρο εκει και ποιος θα ηταν ο επομενος προορισμος μου.
Θα εμενα εκει για λιγους μηνες ακομα και μετα θα γυρνουσα στην Ευρωπη.
Αν μπορεσεις και κρατησεις αυτο που θα σου πω μεχρι την Ευρωπη θα ειναι καλυτερα, μου ειπε.
Πηρε το ποτηρι μου, εβαλε απο το μπουκαλι του, εβαλε και στο δικο του.
Ειχαμε μεινει οι δυο μας στο μπαρ, τα κοριτσια ειχαν αποτραβηχτει στην αλλη ακρη. Δεν ηθελαν να μπλεξουν με τον μυστηριο αυτο πελατη, και το περιστατικο με τη Σουμίρε της ειχε κανει πιο φοβισμενες και πιο προσεχτικες.
Ειχε να μου διηγηθει, λεει, μια ιστορια. Ενα μυστικο που δεν μπορουσε να το κρατησει αλλο μεσα του γιατι θα τρελαινοταν. Δεν εφταιγε αυτος, ετσι επρεπε να γινει. Με ρωτησε αν δεχομουνα να την ακουσω. Δεν μπορω να πω οτι ηταν μονο περιεργεια, νοσηρη ή οχι, αυτο που μ’εκανε να δεχτω. Ισως ηταν οτι μιλαγε με ενα περιεργο τονο ειλικρινειας, ισως ηταν αυτη η απογνωση που ειχαν τα ματια του. Δεν σκεφτηκα τιποτ’ αλλο απο το οτι θα ακουγα μια ιστορια, ισως ενδιαφερουσα. Και δεχτηκα.
Και αρχισε να μιλαει και να μου λεει οτι ειχε δει ολη τη σκηνη απο περιπου πεντακόσια με εφτακοσια μετρα μακρια. Ηταν παθιασμενος εκεινο το καιρο με την παρατηρηση πουλιων. Ειχε παρει κατι πολυ ακριβα κυάλια και φωτογραφικη μηχανη και καθε Σαββατοκυριακο πηγαινε στα δαση, διαλεγε ενα σημειο που ειχε καλη θεα απο ψηλα και παρατηρουσε τα πουλια. Ξεκινουσε νωρις το πρωι πριν φεξει, ηθελε να βρει τη θεση του πριν ξυπνησουν, ηθελε να παρακολουθει ολη τη μερα τους.
Καθοταν μεχρι να βραδυασει. Εβλεπε το ξυπνημα τους, την αναζητηση τροφης, το τάισμα των μικρων τους, τα φλερτ τους, τις μαχες τους, το πεταγμα τους και το καμουφλαζ απο τους εχθρους τους.
Εκεινη τη Κυριακη, υπηρχε διαφανεια και μπορουσε να δει πολυ καλα και μακρια. Ειδε το αμαξι που σταματησε στην ακρη του δασους. Ειδε τον αδηγο που ανοιξε τη πορτα κι ετρεξε γρηγορα και ανοιξε του συνοδηγου, και τον ειδε που τραβαγε μια γυναικα εξω με βια. Αυτη αντιστεκοταν και τον χτυπουσε αλλα της επιασε τα χερια και τα εστριψε πισω απο την πλατη. Την τραβηξε μεσα στο δασος. Που και που τους εβλεπε μεσα απο τα δενδρα αλλα στο τελος τους εχασε.
Καθοταν παγωμενος στη θεση του μην ξεροντας τι να κανει. Αυτο που σκεφτηκε ειναι οτι αν ετρεχε να βοηθησει θα εφτανε πολυ κουρασμενος εκει περα, ηδη δεν ηταν κανενας αθλητης. Επισης δεν ηξερε αν ο ανδρας ειχε καποιο οπλο, δεν ηξερε καν την κατασταση του, τους σκοπους του. Μαζευτηκε και ελεγε στον εαυτο του οτι δεν ηταν δειλια αλλα λογικη αυτο που τον εκανε να καρφωθει εκει στη θεση του.
Πρεπει να περασε καπου μια ωρα, μαζωμενος στη θεση του γεματος αμφιβολιες και φοβο για το τι γινοταν εκει περα, γεματος αμφιβολιες και για τον εαυτο του. Για την αξια του, για ενα πολυ κεντρικο σημειο μεσα του που αφορουσε την αξια του αυτη καθ’ αυτη.
Ειδε τον ανδρα να βγαινει απο το δασος μονος του. Σα να παραπαταγε του φανηκε. Μπηκε στο αμαξι και του πηρε καποια ωρα να ξεκινησει και να φυγει. Το ειδε με τα κυαλια να στριβει και να χανεται πισω απο ενα λοφο. Περιμενε ακομα λιγο να σιγουρευτει οτι δεν θα γυριζε και κατεβηκε αργα απο το δενδρο που ειχε ανεβει. Κινηθηκε προς το δασος με ενα αργο βηματισμο που παραξενεψε και τον ιδιο. Μαλλον πηγαινε ετσι γιατι ηταν ακομα παγωμενος απο αυτο που ειχε δει και απο αυτο που φοβοταν οτι τον περιμενε. Σταματησε για λιγο στο σημειο που σταματουσαν και τα σημαδια απο τις ροδες. Κοιταξε γυρω μην ξεροντας προς ποια κατευθυνση να κινησει. Κατευθυνθηκε προς τα εκει που τα δενδρα εκαναν ανοιγμα και ακολουθησε ευθεια. Αρχισε να τρεχει τοτε. Αρχισε να φωναζει δυνατα "ειναι κανείς εδω? που εισαι?" αλλα δεν ακουγε τιποτα σαν απαντηση. Ακολουθουσε μια διαδρομη που εβλεπε οτι τα χορτα ηταν πατημενα αλλα μεσα στην ταραχη του δεν ηταν σιγουρος.
Καποια στιγμη κατι ακουσε. Σαν βογγητο ή σαν κλαμμα. Εμεινε ακινητος και εστριψε το αυτι του προς τη μια και την αλλη κατευθυνση να δει απο που ερχοταν ο ηχος. Κινηθηκε προς μια κατευθυνση και μετα απο λιγο ακουσε καθαροτερα. Πλησιασε. Σταματησε στο χειλος σαν απο ενστικτο. Αυτη ηταν μεσα στο λακο. Ή πηγαδι. Περιπου τεσσερα μετρα μεσα στη γη. Γονατισε κι εσκυψε προσεκτικα στο στομιο. Την ειδε κουλουριασμενη στο πλάι. Εκλαιγε σιγανα. Της φωναξε, κι αυτη γυρισε το κεφαλι της προς τα πανω. Το προσωπο της ειχε αιμα. Τον ικετευσε για βοηθεια. Το μυαλο του επιτελους αρχισε να δουλευει. Θα μπορουσε να κατεβασει μια σκαλα. Αυτη που ειχε για ν' ανεβαινει στα δεντρα ισως και να εκανε. Τουλαχιστον θα της πηγαινε νερο και φαγητο μεχρι να καλεσει βοηθεια.
Της φωναξε να κανει κουραγιο. Θα γυρναγε να τη βοηθησει.
Αρχισε να τρεχει προς τα πισω. Σκονταψε και σηκωθηκε πολλες φορες. Βγηκε απο αλλη πλευρα του δασους. Προσπαθησε να βρει προς τα που ηταν το μερος που ειχε αφησει τα πραγματα του και κυριως τη σκαλα, την πολυτιμη σκαλα. Ελαφρια, αλουμινενια, σιγουρα ητανε τεσσερα μετρα. Εφερνε γυρους στη περιφερεια του δασους. Εξαντληθηκε. Το φως λιγοστευε. Σκεφτηκε να παει προς το δρομο τοτε να προσανατολιστει. Πηγε. Μπορεσε να βρει και το αυτοκινητο του. Αλλα ειχε σουρουπωσει για τα καλα. Μεχρι να βρει τη σκαλα, μεχρι να γυρισει στο δασος θα ειχε ηδη νυχτωσει. Δεν θα μπορουσε να κανει τιποτα. Και ηταν τοσο μα τοσο κουρασμενος. Καθισε και κοιμηθηκε μεσα στο αμαξι. Καποια στιγμη μεσα στη νυχτα ξυπνησε στη σκεψη της και μετα δε μπορουσε να κοιμηθει. Αναψε μια φωτια διπλα στο αυτοκινητο, εφτιαξε καφε κι εκανε αμετρητα τσιγαρα κι εμεινε να την σκεφτεται και να της λεει να κανει κουραγιο με τη σκεψη του. Με το πρωτο φως ξεκινησε. Μ' ενα παγουρι νερο και τη σκαλα. Στο δρομο προσευχοταν. Δεν ηξερε απο μια πλευρα του δασους να μπει. Ολη την ημερα εψαχνε. Ο ηλιος τον ζαλισε, ηπιε ολο το νερο. Αφησε τη σκαλα καπου κι εκανε γυρους μεσα στο δασος να τη βρει. Δεν βρηκε το πηγαδι. Αυτος ξερει οτι τα εδωσε ολα. Και την τελευταια αντοχη του. Την τελευταια σταγονα της αντοχης του. Μολις σουρουπωσε γυρισε πισω στο αυτοκινητο σερνοντας τα ποδια του. Εβαλε μπρος το αυτοκινητο κι εφυγε. Θα επεστρεφε αυριο να ψαξει. Πιο δυνατος, ανανεωμενος.
Αλλα δεν επεστρεψε.
Ειχαμε τελειωσει το Σαντόρι προ πολλου. Εγω ειχα μεινει ακινητος. Αυτος εκλαιγε. Ζηταγε συγνωμη, ειπε οτι εκανε οτι μπορουσε. Αλλα το πρωι που ξυπνησε ειχε σκεφτει οτι ολα ειχαν τελειωσει. Αποκλειεται η γυναικα να επιβιωνε δυο νυχτες εκει περα. Και αν πηγαινε παλι και δεν την εβρισκε? Και οσο το γυροφερνε στο μυαλο του, του μπηκε και η αλλη σκεψη. Αν ολα αυτα τα ειχε φανταστει? Αν τον ειχε παρει ο υπνος στο δενδρο ή στο αυτοκινητο και ειχε δει ονειρο? Καποιο πολυ εντονο ονειρο. Που τον υποβαλλε. Και ποιος ξερει αν δεν ηταν μονο το ονειρο της χτεσινης νυχτας? το πρωί που ξυπνησε ηταν στο κρεβατι του. Αυτο ηταν το μονο σιγουρο απ' όσα ηξερε. Με τις πυτζαμες του. Καθαρος. Αναστατωμενος μεν αλλα ισως μονο απ' το ονειρο. Αυτο ηταν. Οσο το σκεφτοταν, οσο το παλευε προς αυτη την εξηγηση εκλινε. Ηταν ονειρο. Δεν ειχε γινει τιποτα. Δεν υπηρχε γυναικα. Δεν υπηρχε πηγαδι. Δεν υπηρχε δασος. Δεν ηταν εκει εκεινη την ημερα. Ηταν ονειρο.
Κι εκλαιγε συνεχεια, και τρανταζοταν. Ηταν ονειρο, ελεγε με τρεμουλιαστη φωνη.
Και μετα το αλλαξε.
Οχι, δεν ηταν ονειρο. Εγω δειλιασα. Εγω ημουνα εκει. Εγω. Εγω την ειδα στο πατο του πηγαδιου. Με τα αιματα στο προσωπο. Με το πανικο στα ματια. Την ειδα. Εχω αυτη την εικονα χαραγμενη με κοφτερη λεπιδα μεσα στο μυαλο μου. Εγω ημουνα. Εγω. Ο μονος που μπορουσε να βοηθησει.
Μετα δεν καταλαβαινα τι ελεγε.
Ειχα υποβληθει πολυ αλλα ειχα πιει και πολυ. Δεν ηξερα να ξεχωρισω την αληθεια απο τη υπερβολη. Την εξομολογηση απο τα μεθυσμενα λογια.
Αυτος ειχε γειρει στη μπαρα κι εκλαιγε σιγανα κι επιμονα.
Ζαλιζομουνα.
Σηκωθηκα κι εφυγα.
Τα κοριτσια με χαιρετησαν αλλα χωρις τα συνηθισμενα χαμογελα. Μαλλον απολογουμενες που ενας μεθυσμενος μου χαλασε το βραδυ.
Δεν πειραζει ειπα. Αυτα γινονται καθε μερα.
Στο σπιτι ηπια κι αλλο. Ειχα κατι πολυ φοβερες εικονες που μου ερχονταν στο μυαλο κι επινα να τις σταματησω να ερχονται, να τις σκεπασω.
Ξυπνησα την αλλη μερα το απογευμα. Δυνατος πονοκεφαλος που απαιτουσε ολη τη προσοχη και τη φροντιδα μου. Καποιες σκορπιες εικονες και κουβεντες απο τα χτεσινα ερχονταν αργα αλλα δεν ειχαν βαρος. Λογια μεθυσμενων. Ασε που μπορει να μην υπηρχε καν αυτος ο μεθυσμενος Γιαπωνεζος. Να ηταν ενας εφιαλτης που ειχα μετα το χτεσινο βαρυ μεθυσι μου. Που να ξερεις?
Τωρα ξυπνωντας μεσα σε αυτο το σκοταδι μετα εξι χρονια τη σκεφτηκα. Ηταν το πρωτο πραγμα που σκεφτηκα. Καπου σ'ενα πηγαδι του δικου μου μυαλου ειχε μεινει αυτο το πηγαδι σ'εκεινο το αγνωστο στον αγνωστο τοπο δασος. Με μιαν αγνωστη γυναικα μεσα.
Ηταν εκει ποτε?
Ηταν εκει τωρα?
Τη Σουμίρε δεν την ξανάδα.
Πότε πότε βρισκω σκορπιες αναμεσα σε χαρτια και βιβλια φωτογραφιες πουλιων που δεν αναγνωριζω.
καλό!
Posted by: νατάσα ζαχαροπούλου | March 23, 2009 at 11:45 PM
Δε νομιζω οτι θα εφτανες να πεις ψεμματα.
Αστειευομαι φυσικα.
Αλλα εδω τοση ησυχια ρε παιδι μου, σα να επεσα εγω στο πηγαδι.
Βεβαια καλο για αυτοσυγκεντρωση.
Αλλα η αληθεια ειναι οτι μεχρι να διαβασεις καποιο σχολιο απο αυτους που θεωρεις ως ιδανικους αναγνωστες (ο ορος δεν ειναι δικος μου, υπαρχει και ως συλληψη και ως αναγκη) δεν ξερεις καλα καλα αν και ποσο πατάτα εχεις γραψει.
Posted by: yannis | March 24, 2009 at 03:43 AM
αυτό που γράφεις είναι αλήθεια, αλλά, γενικώς, και η αλήθεια είναι δύσκολη. Από την άλλη, αν δεχτούμε πως οι γνώμες που εκφράζονται είναι αληθινές, έχει να κάνει με το πόσο, γενικώς, διαβάζει κάποιος, τι διαβάζει, πόσο εμβαθύνει, πόσα, ποιά και τι είδους ακριβώς κριτήρια διαθέτει, πόσες απαιτήσεις έχει και πολλά ακόμη.
Στο φινάλε πάντως, έχει σημασία και τι ακριβώς εννοείς κανείς με τον κάθε χαρακτηρισμό. Τι εννοεί, ας πούμε, με το "καλό". Καλό=μέτριο; καλό=να πούμε κάτι να τελειώνουμε; καλό=αφού δεν μ' ενόχλησε κάτι, άρα καλό θά 'ναι, καλό=πρωτότυπο, καλό=ενδιαφέρουσα σύλληψη ιδέας, δεν πέτυχε την ανατροπή, αλλά πού να το εξηγώ τώρα όλο αυτό, καλό=καλό με τα δικά μου μέτρα που είναι δύσκολα ή καλό=αφού διαβάζω αστυνομικά και βίπερ, σαν λογοτεχνία μου φαίνεται, έ, καλό είναι... κ.ο.κ.
Φαντάζομαι τώρα, ότι θα θέλεις να σου προσδιορίσω το δικό μου "καλό". Λοιπόν, συγκρίνω αυτό το κείμενο με άλλα δικά σου, κι αυτές τις φωτεινές στιγμές που έχω εισπράξει από σένα. Δεν το θεωρώ ως μία από αυτές τις στιγμές (πχ "η άλλη"), που, παρεμπιπτόντως, ακόμη την έχω πολύ δυνατά μέσα μου, σαν να τη διάβασα μόλις πριν ένα λεπτό.
Είναι ένα κείμενο, κατά τη δική μου γνώμη πάντα, με "δυνατό" στόρυ, που σε κρατάει να δεις που το πάει ο γράφων, δεν έχει δυνατές στιγμές, αλλά σε κάποια σημεία μοιάζουν "επινοημένες" και όχι δυνατές από τη ροή της πλοκής, και, παρ' όλο το συνειδησιακό παιγνίδι του γιαπωνέζου, το κείμενο δέν έχει τελική κορύφωση και λύτρωση. Μου φαίνεται "επίπεδο". Γι' αυτό και σου είπα καλό. Είχα την αίσθηση πως ήθελε να βγει από μέσα σου, αλλά ήθελε λίγο χρόνο ακόμη για να γίνει όπως κάποια άλλα σου, καταλυτικά.
Φυσικά και δεν θα σου έλεγα ψέματα. Δεν έχω λόγο κατ' αρχήν, και, κατά δεύτερον, αν δεν μου άρεσε δεν θα έγραφα τίποτα.
Καλή σου μέρα εκεί!
Posted by: νατάσα ζαχαροπούλου | March 24, 2009 at 10:48 PM
Ουφ λυτρωση.
Συμφωνω απολυτα μαζι σου, και απο το κειμενο σου φαινεται ποσο καλα εννοεις αυτο που λες.
Επισης μια τιμιοτητα στη σταση σου και μια ψυχικη συμμετοχη δινει αλλη αξια στη κριτικη σου.
Ασε με τωρα, μιας και ειμαστε οι δυο μας να σου πω λιγο για την ιστορια.
Κατ' αρχην ειναι κατι σαν φορος τιμης (ας πουμε) ή ασκηση υφους στο Χαρούκι Μουρακάμι.
Το συμβολο με το πηγαδι που ειναι κρυμμενο μεσα στο δασος ειναι δικο του (Νορβηγικο δασος) και με εχει υποβαλλει πολυ και ετσι και το δανειστηκα. Το ονομα Σουμίρε ειναι η ηρωίδα στο βιβλιο τοτ "Σπούτνικ αγαπημενη". Εβαλα αυτην επειδη δεν μπορουσα να βρω το "Νορβηγικο δασος", μολις το βρω θα της αλλαξω ονομα.
Τωρα, τι ηθελα εγω?
Ηθελα να παιξω ενα παιχνιδι με τρεις χαρακτηρες που ο ενας ειναι κρυμμενος μεσα στον αλλον σαν σε κρεμυδι. Ξερω οτι δεν τα καταφερα στο βαθμο που θα ηθελα κι εγω αλλα η αληθεια ειναι οτι με τα μπλογκς γινεσαι καπως βιαστικος και πετας τις ιστοριες γρηγορα στον αερα χωρις να τις δουλεψεις πολυ.
Ποιοι ειναι αυτοι οι τρεις χαρακτηρες?
Ο Ελληνας (ας πουμε εγω), ο Γιαπωνεζος και ο θυτης της γυναικας.
Γνωμη μου ειναι οτι μια ιστορια ειναι καλη οταν αφηνει μονο υποννοουμενα δυσδιακριτα. Η ανταμοιβη πρεπει να ειναι μονο για τον απαιτητικο αναγνωστη. Ο μη απαιτητικος πρεπει απλα να αρκεστει στην "ατμοσφαιρα μυστηριου" και στο ιντριγκαρισμα.
Βεβαια πρεπει να εισαι μαστορας για να μιλας μεσα απο το ιδιο προσωπο για τρεις και να αφηνεις μονο λεπτες υπονοιες για το ποιος ειναι ποιος.
Ας δουμε τι υπονοιες αφηνω εγω.
Ο Γιαπωνεζος κανει καποια λαθη στην προσπαθεια διασωσης της γυναικας. Δεν φαινονται μονο και μονο γιατι σεβομαστε την αγωνια του ή τη ζαλαη του. Αλλα: το πιο τρανταχτο, γιατι δεν τρεχει να φωναξει αλλους ή την αστυνομια να σωσουν την κοπελα? Εχει αυτοκινητο, μολις εντοπισε το πηγαδι τι επρεπε να κανει? Απλα, να τρεξει να φωναξει βοηθεια. Και γιατι να τη βγαλει ολη νυχτα στο αμαξι. Τι κερδισε? Γιατι δεν απομακρυνεται απο το τοπο του εγκληματος? Και γιατι δεν επιστρεφει την μεθεπομενη μερα?
Το ερωτημα που τον βασανιζει δεν ειναι λοιπον αν ειδε ή αν δεν ειδε αλλα αν το εκανε ή δεν το εκανε αυτος. Αφηνω και μια υπονοια στην αρχη οταν μου ζηταει να κρατησω την ιστορια μεχρι να φτασω στην Ευρωπη. Γιατι? Γιατι φοβαται ακομα για την τιμωρια του.
Αυτο κατα τη γνωμη μου ειναι ευκολο μερος του κρεμυδιου, ας πουμε το δευτερο προς το τριτο στρωμα.
Απο το πρωτο προς το δευτερο στρωμα ειναι πιο δυσκολα τα πραγματα και προφανως στην αποτυχια μου να το αποδωσω να οφειλεται και η επιπεδοτητα της ιστοριας.
Και αν εγω ειμαι ο Γιαπωνεζος?
Αλλωστε στο τελος περναω κι εγω ενα τετοιο διλλημα σα το δικο του: τον ειδα ή δεν τον ειδα? μου τα ειπε ή τα φανταστηκα? Ονειρο ή αληθεια.
Αφηνω καποια σημαδια αλλα ξερω οτι δεν ειναι αρκετα.
Εαν τον φανταστηκα γιατι τα κοριτσια του μπαρ καθισαν στην αλλη ακρη, ημουνα μονος μου, ημουνα ο φιλος της Σουμίρε που χτυπηθηκε. Μηπως τη χτυπησα εγω? Και ποσο πολυ?
Το αφηνω και στη τελευταια τελευταια φραση να αιωρειται.
Θα ηθελα να ειναι ενα ταξιδι στο βαθος του μυαλου οπου καθως προχωρας σε αλλαζει και ταυτοτητα γιατι πας σε περιοχες αγνωστες αρα κι εσυ γινεσαι ενας αγνωστος.
Αλλαζω λιγο το τελος και αν θες πες μου εαν κατι ζωηρευει ή καλυτερευει.
Ολα τα παραπανω ομως δεν αλλαζουν και τη δικη μου γνωμη, οτι δηλαδη μπορεις να εχεις τη πιο θαυμαστη ιδεα απ' ολες να αποδωσεις αλλα αν σου λειπει η τεχνικη (τεχνη) και το βαθος (γνωση) δεν θα τα καταφερεις.
Posted by: yannis | March 25, 2009 at 04:12 AM
"...Λόγια μεθυσμένων... Κι ο Γιαπωνέζος; Υπήρξε; Ο ίδιος εφιάλτης πάλι...
Και τώρα, ξυπνώντας μέσα σ' αυτό το σκοτάδι, μετά έξι χρόνια, τη σκέφτηκα πάλι. Τό πηγάδι, η γυναίκα, το άγνωστο δάσος. Η Σουμίρε...
Δεν την ξανάδα τη Σουμίρε από τότε. Πότε-πότε όμως, βρίσκω φωτογραφίες πουλιών σκόρπιες ανάμεσα σε χαρτιά και βιβλία, που δεν τ' αναγνωρίζω..."
Το παραπάνω είναι μιά εκδοχή της αλλαγής σου, που αφήνει υπαινιγμούς, χωρίς να φαίνεται στημένο για να αφήνει υπαινιγμούς.
Το έγραψα σαν ένα παράδειγμα. Όχι ότι θα πρέπει να το ακολουθήσεις. Εννοείται. Αλλα κι αν θές να το ακολουθήσεις, δικό σου θέμα, δεν έχω πρόβλημα.
Εννοώ ότι στην προσπάθεια να κάνεις τον υπαινιγμό αισθητό, τον παραέκανες εγκεφαλικό, δηλαδή "στημένο".
Κατά τα λοιπά της συζήτησης:
Συμφωνώ κι εγώ πως ο επαρκής αναγνώστης πρέπει να τέρπεται. Δέν είναι άλλωστε τυχαίο, ό,τι και να θέλουμε να λέμε, ποιοί συγγραφείς μένουν κλασικοί όσο κι αν αλλάξουν οι εποχές, τα ζητούμενα, οι απαιτήσεις, οι φόρμες.
Σχετικά με όσα γράφεις για την υπόθεση, πράγματι, γεννιούνται όλες αυτές οι απορίες στον αναγνώστη και πράγματι κάποιες στιγμές οι ρόλοι των ηρώων (έλληνα-γιαπωνέζου-"δολοφόνου") (άγνωστη-σουμίρε) μπερδεύονται.
Το καλό σ' αυτήν την περίπτωση είναι ότι, αν και γράφεις το κομμάτι, διατηρείς και την αίσθηση του αναγνώστη. Αυτό είναι πάρα πολύ καλό σημείο και απαραίτητο για κάθε έναν που γράφει. Αλλά και δύσκολο, γιατί παρασυρόμαστε απ' όσα έχουμε μέσα μας και, οι περισσότεροι, χάνουμε κάπου στο "δρόμο" αυτόν τον συνδετικό κρίκο, γι' αυτό και πολλά γραπτά αποτυγχάνουν, παρ' όλες τις καλές προθέσεις και τις καλές ιδέες.
Και γι' αυτό και δεν είναι μόνο θέμα μαστοριάς, ή ταλέντου, αλλά είναι θέμα πόσο βαθιά έχει κανείς βιώσει ό,τι τον έχει ιντριγκάρει, κινητοποιήσει, ερεθίσει, εξιτάρει, παθιάσει, πληγώσει κ.λ.π. πριν γράψει κάτι.
Φυσικά, το "μπλοκάκι" είναι και καλό (ως προς την έκθεση και το μοίρασμα) και κακό (ως προς την ταχύτητα). Γιατί πάντοτε δεν "βγαίνει" ένα πράγμα γρήγορα και καλά, αλλά θέλει δουλειά.
Πώς το ξέρουμε οι ίδιοι;
Όταν δεν έχει τελειώσει μέσα μας, είμαστε ακόμη εκεί. Το μυαλό, οι αισθήσεις, γυρνούν σ' αυτό το κομμάτι. Είτε πεζό είτε ποίημα.
Και ο χρόνος. Λίγος καιρός στο συρτάρι, δίνει και στον γράφοντα την απαραίτητη απόσταση από το γράφημά του. Αν μάλιστα δεν έχει χάσει και τον συνδετικό κρίκο που λέγαμε παραπάνω (της αίσθησης του αναγνώστη ως γράφων-αναγνώστης) τότε, οι όποιες επεμβάσεις, βοηθούν το ένστικτο να κάνει τις κατάλληλες επεμβάσεις ώστε να αναδυθεί αυτό που υπάρχει βαθιά μέσα μας και μας κινητοποίησε να γράψουμε το συγκεκριμένο κομμάτι.
Και κάτι άλλο. Η στίξη είναι πολύ βασική παράμετρος στη γραφή. Ιδιαίτερα μάλιστα στον πεζό λόγο. Κι εσύ έχεις θέμα με τη στίξη, γιατί λείπει από τα γραπτά σου. Σκέφτομαι όμως μήπως και δεν βοηθάει το πληκτρολόγιό σου, επειδή μένεις και ζεις εκεί που ζεις, κι ίσως οι κινέζοι δεν χρησιμοποιούν στίξη και λείπουν τα σημάδια από τα πληκτρολόγιά τους.
Με τη στίξη λοιπόν ο γράφων μπορεί να πει ή προσθέσει ή να αφαιρέσει, να υπαινιχθεί, να συμπληρώσει, όσα δεν μπορεί ή δεν χρειάζεται να πει με λέξεις. Και, κατά τη γνώμη μου πάλι, δεν νοείται γράφων που να μη ξέρει τη στίξη και τους κανόνες της. Νοείται να τους υπερβαίνει, αλλά δεν νοείται να μη τους γνωρίζει.
Για παράδειγμα, δεν μπορεί να παραδίδει κάποιος μυθιστορήματα, νουβέλες ή διηγήματα προς έκδοση και να περιμένει από έναν διορθωτή να του βάλει στίξη στο γραπτό του. Το κείμενο ανασαίνει όπως ανασαίνει ο κάθε γράφων. Θέλει να φανερώσει ή να κρύψει αυτό που θέλει αυτός που το γράφει, κι όχι αυτός που το διορθώνει. Η στίξη βοηθάει την αλήθεια ή το ψέμα του βιώματος να σταθεί ή να πέσει σαν οικοδόμημα. Η στίξη, όταν γίνεται από τον γράφοντα, μεταφέρει τις δικές του ανάσες, τα δικά του κομπιάσματα, τους δικούς του φόβους, το δικό του συναίσθημα, τα δικά του αδιέξοδα. Και ποιός καλλίτερος από τον ίδιο τον γράφοντα, κάθε φορά, να ξέρει πού και πώς και γιατί και έως πού έφτασε η εξερεύνηση του εαυτού του, το πάθος του (πόνος) και η γιατρειά του;
Κι αυτή η "ανάσα"-στίξη, γίνεται ανάσα του κάθε αναγνώστη, ανάσα μου, πάθος μου, μνήμη μου, βίωμά μου, γιατρειά μου.
Και η στίξη δεν φοβίζει ποτέ τον επαρκή αναγνώστη, αντίθετα, κουράζει τον αναγνώστη της παραλίας.
Γιατί ο αναγνώστης της παραλίας, αν και κάνει νούμερα στις πωλήσεις, δεν ενδιαφέρεται να φτάσει στην καρδιά του κρεμυδιού, καταναλώνει γι' άλλους λόγους. Δεν υποτιμώ αυτόν τον αναγνώστη, ούτε τον κριτικάρω με τη γνώμη μου, απλά κάνω τον διαχωρισμό.
Άλλωστε, στη ζωή δεν μπορούμε όλοι όλα, ακόμα κι αν έτσι θέλουν να μας πουν μερικοί. Ή, δεν μπορούμε όλοι όλα την ίδια στιγμή. Ας το θέσω έτσι.
Στην εκδοχή λοιπόν που σου έγραψα παραπάνω, σαν παράδειγμα, κάνω ακριβώς αυτό. Αντικαθιστώ τις λέξεις που πρόσθεσες ώστε να φανεί αυτό που θές να δώσεις, με τη στίξη.
Το νόημα δεν αποδυναμώνεται, αντίθετα γίνεται το παιγνίδι μέσα στο μυαλό του αναγνώστη: είναι ο ίδιος ο "έλληνας" και γιαπωνέζος και φονιάς ή είναι άλλος; είναι η ίδια γυναίκα η άγνωστη με τη σουμίρε; ήταν όλο αυτό η διήγηση ενός τρίτου ή πραγματικά ήταν βίωμα του "έλληνα"; και τελικά, μήπως είναι ένα παιγνίδι του μυαλού του συγγραφέα, σαν αυτά τα παιγνίδια που το υπόσυνείδητό μας παίζει σ' όλους μας κάποιες στιγμές και μας τρελαίνει;
Χαίρομαι για την κουβέντα μας, και χαίρομαι πιό πολύ γιατί στα κείμενά σου έχω ήδη "δει" τις απόψεις σου (σαν αναγνώστη) που ήδη έχω διαπιστώσει στα κείμενά σου.
Αυτός ήταν και ο λόγος που σ' εκείνο το κείμενό σου (δεν θυμάμαι τώρα τον τίτλο) στο μπλόγκ της λάϊφο, έγραφα πως αυτή τη "συγχώρηση" την πετυχαίνει ο Ντοστογιέφκσι κι ο δικός μας Παπαδιαμάντης.
Και τότε δεν σου το έγραψα για να σου κάνω κομπλιμάν, αλλά γιατί ένιωθα πως θα καταλάβαινες αυτό που εννοούσα. Σαν αναγνώστης και γράφων προς αναγνώστη και γράφοντα με απαιτήσεις.
Posted by: νατάσα ζαχαροπούλου | March 25, 2009 at 05:00 PM
Η στιξη ειναι ενα θεμα.
ειναι ο ρυθμος της ανασας αυτου που γραφει.
θελω, ισως ματαιοδοξα, να το δωσω μεσα απο τις ιδιες τις λεξεις και τη σχεση τους. το να βαλω θαυμαστικα το θεωρω καταντια, αν δεν μπορω να το δωσω μεσα απο το δικο μου θαυμασμο και λαχανιασμα. Τα ερωτηματικα μπαινουν απο αναγκη και μονο. Υπαρχει ενα θεμα με τις τελειες και τα κομματα.
Η σκεψη ομως και η ομιλια λαχανιαζει εκει που δεν υπαρχει ή δε μπορει να μπει κομμα.
Η εκδοχη που παρεθεσες ειναι καλυτερη,πολυ καλυτερη. Προσθεσα μονο μια προταση στο τελος να δειξω εστω και εκ των υστερων πως κατι λιγο ποσο μπορει να ανεβασει τον ιλιγγο του αναγνωστη και να τον κανει μεγαλοκαρδο ωστε να παραβλεψει αλλες ατελειες του κειμενου.
Κοιτα να δεις τι γινεται, μ' εχει σωσει και μ' εχει φαει το να γραφω βιαστικα. Αναλογα αν με διακατεχει συγκινηση ή βιασυνη στο να το αποδωσω. Τι υπερτερει εκεινη τη στιγμη.
"Η Αλλη" γραφτηκε μεσα σε μια ωρα και ενα τεταρτο, σα νερακι. Αλλα το ενιωθα. Ημουνα στη παραλια του Τσινγκντάο και μου 'ρθε πρωτα η αναμνηση ενος βιωματος τοσο δυνατη που με συνταραξε. Εγραψα μια γραμμη στα γρηγορα, ετσι για να τη κρατησω κι εφυγα τρεχοντας για το διαμερισμα. Υπηρχε ενα πολυ δυνατο βιωμα. Οι εφιαλτες μιας μεγαλης περιοδου. Τα ξυπνηματα μεσα στη νυχτα, το πως ετριζε το ξυλινο σπιτι. Αυτα καπου ειχαν κατακαθισει και βγηκαν ξαφνικα ενω περπαταγα μια μερα με ομιχλη στην παραλια. Τυχερος.
Και η αληθεια ειναι οτι η βιωση του γραψιματος αυτης της ιστοριας με κυνηγαει. Γι αυτο και αυτες οι αποσπασματικες προσπαθειες.
Αυτη εδω η ιστορια, οπως και η προηγουμενη (Jericho) ειναι αρκετα φιλοδοξες αλλα κι εγω θεωρω οτι τις προδωσα με τη βιασυνη μου.
Το συνδρομο του μπλογκ θελει να βγαλεις μια ιστορια για να επικοινωνησεις τωρα, τωρα, Τωρα. Ειδικα εγω που δεν εχω αλλο τροπο να μιλησω με ανθρωπους τη γλωσσα μου. Γιατι με ενδιαφερει τι εχεις να μου πεις εσυ και οι αλλοι που ειδα οτι ξερετε να διαβαζετε. Αν τις δουλευα τουλαχιστον ακομα πεντε μερες οπως τους αρμοζε θα λειαινα και θα λεπταινα κι αλλο. Το ψαξιμο μεσα σε μια προταση μιας λεξης ιδιαιτερης αλλα σωστης, που προκαλει με το ποσο καιρια ειναι ενα ολοκληρο κυμα συναισθηματων και κατανοησης.
Το κειμενο που αναφερεσαι στο τελος (Τα καινουρια της ρουχα) ηταν μια αλλη δυνατη στιγμη συγκινησης. Ημουνα τυχερος, παλι.
Κοιταω πισω καποια κειμενα, που τοτε τα φοβομουνα και τωρα αισθανομαι τυχερος που πονουσα τοσο πολυ και ειχα την ευκαιρια να το γραψω. Οξυμωρο? Καθολου. Φαντασου καποιον που εχει τη τυχει να κανει ενα ταξιδι μεσα σε μια βαθεια λυπη κι εχει και τη τυχη να εχει ενα στυλό στο χερι του και να καταγραφει. Μυαλο και χερι να μην αλλοιωνουν τιποτα. Μονο καρδια και ματι να υπαρχουν.
Χαιρομαι να μιλω μαζι σου γιατι ειδα οτι βλεπεις κι εσυ τη γραφη σαν ενα εσωτερικο ταξιδι. Που ξερουμε πλεον οτι ειναι και το μονο που αξιζει.
Posted by: yannis | March 25, 2009 at 05:54 PM
εστω και μέσα από τον "κομμένο" χρόνο, (σου έγραψα στις πέντε, μου απάντησες στις έξι) μια καλή συζήτηση έχει βγεί να πάρει αέρα ανοιξιάτικο και γεμίζει μυρωδιές τις εισπνοές της κι αφήνει ευωδιές στις εκπνοές της...
Μια αντιπρόταση: Επειδή έχεις ανάγκη να επικοινωνείς, αλλά, το βασικότερο, έχεις και πράγματα να πεις και ψυχή που πλαντάζει (γιατί αλλιώς, όσο και νά'θελες να επικοινωνήσεις δεν θά'λεγαν μιά τα κείμενά σου) γράφε τα, ανάρτησέ τα. οκ. Αλλά όσα έχουν θησαυρούς μέσα τους (και τα περισσότερα έχουν) γυρνα πίσω κάποια στιγμή, άφησέ τα να σου μιλήσουν σάν να είσαι τελείως απέξω, αφουγκράσου τα, αφουγράσου τον εαυτό σου μέσα τους και δουλεψέ τα. Και ξαναποστάρησέ τα. Και η επανάληψη είναι επικοινωνία. Άλλωστε, πού ξέρεις ότι σε διαβάζουν πάντα οι ίδιοι; Αλλά κι οι ίδιοι, που μπορεί να'χαν μιάν απορία, ένα κενό, κάτι λειψό, τέλος πάντων, ίσως τα δουν πιά, με την καινούριγα εκδοχή τους και τα νιώσουν διαφορετικά. Ίσως μπορέσουν να πάνε εκεί που είναι η εξαρχής πρόθεσή σου καί τότε-μπίνγκο!
Και κάτι άλλο, επίσης, από τη σκοπιά του αναγνώστη. Όταν ένα κείμενο δεν έχει στίξη, ο αναγνώστης δεν μπορεί να το διαβάσει όπως είναι η πρόθεση του γράφοντα. Αναγκαστικά θα το διαβάσει με το δικό του ρυθμό. Ακόμα και σιωπηλά. Ο ρυθμός είναι εκεί. Παρών. Αλλά και πάλι δεν είναι ο ρυθμός του γράφοντας.
παράδειγμα: Ας πούμε ότι το γραπτό είναι ένα καράβι, ο συγγραφέας του ο καπετάνιος, και οι αναγνώστες-οι επιβάτες. Για σκέψου, ο καπετάνιος να πει στους επιβάτες, πάρτε το τιμόνι, να δω αν μπορείτε να μανουβράρετε το καράβι όπως θέλω να το μανουβράρω εγώ. Σκέψου ότι ο καθένας θα κάνει τα δικά του (αναγκαστικά) αφού ο καθένας έχει τα δικά του βιώματα, τις δικές αντοχές και τη δική του αντίληψη των πραγμάτων.
Κι άμα δεν έχει ξέρα εκεί κοντά, άντε και σωθήκανε... αλλιώς...
δεν το λέω για να αποδεχτείς τη γνώμη μου, απλά για να το σκεφτείς κι από μιάν άλλη οπτική.
Και, ναι, τις ξέρω αυτές τις "πετυχημένες "στιγμές, τις έχω νιώσει αρκετές φορές. Κι είναι πράγματι ευλογία!
Posted by: νατάσα ζαχαροπούλου | March 25, 2009 at 06:13 PM
θα ηθελα να σου πω πως ενιωσα οταν εγραψα την πρωτη πρωτη ιστορια.
Αυτην εδω:
http://radionowhere.capitalblogs.gr/showArticle.asp?id=1986&blid=91
ειναι τοσο απλη, χωρις φτιασιδια, ατεχνη. αλλα αφησα πισω απο απλες και αδουλευτες λεξεις ενα αληθινο και βαθυ συναισθημα.
Μ' αρεσει αυτο. Εχοντας παιδευτει με τα χαικου εχεις δει απο πρωτο χερι τη δυσκολια του θες να μεταδωσεις γραφοντας απλα. Και δεν θελω με τιποτα τον εκβιασμο. Του αναγνωστη εννοω. Δεν θελω να του φωναξω "ποναω φιλε". Θελω να το καταλαβει αυτος απο τον τροπο που θα με φανταστει να κραταω το ποτηρι μου, να κοιταω κλεφτα τα κοριτσια, να λεω ενα "οχι" που ισοδυναμει με εκατο "ναι".
Τα αισθηματα ειναι πυκνα γιατι μπλεκονται μεταξυ τους. Δεν υπαρχει μονο αγαπη ή μονο λυπη ή μονο λαγνεια. Ολα υπαρχουν σε ενα συνδυασμο τριπτυχων, πενταπτυχων (π.χ. αγαπη+αμφιβολια+απαιτηση+υποκρισια+αγωνια να εισαι το πανω χερι) αυτο αν προσπαθησεις να το αποδωσεις με λεξεις θα το ευνουχισεις κι εδω κι εκει (εκτος αν εισαι Προυστ, αλλα ελα που δεν εισαι). Πρεπει να το περασεις σαν ακεραιο συναισθημα μεσα απο λεξεις που αποκαλυπτουν ενω κρυβουν, φαντασου ενα ακινητο προσωπο που ομως διακατεχεται απο αγωνια, προσπαθησε να εκφρασεις την αγωνια μεσα απο την ακινησια του ...
Δεν θα πω με λογια οτι ο Ελληναρας μου ειναι εκτος του στοιχειου του αφηνοντας τον να μιλαει γι αυτο ακριβως το αισθημα αλλα θα π οτι το ασπρο βαμβακερο του φανελλακι που εβαλε γιατι βολευεται ειναι ενα σημαδι που το κατδεικνυει, επικεντρωνω τον προβολεα σε αυτο το ασπρο τριγωνο που κναει κατω απο το λαιμο του μεσα στο σκοταδι.
Αυτο ειναι ενα πυκνο συναισθημα που θα ηθελα δεκα σελιδες να το περιγραψω και παλι δεν θα τα καταφερνα. Αν σου το επρασω ομως σαν μια αστραπιαια εικονα τοτε μαλιστα, κατι καταφερα.
Αυτο θελω τωρα.
Εχω εδω και μερες μια ιστορια σχεδον ετοιμη. Δηλαδη τι ετοιμη? Μονο την πρωτη προταση εχω: "μασαγε την τσιχλα καλυτερα απ' ολες στη πολη". Υπαρχει μια ιστορια σα ποταμι που ακολουθει απο πισω. Η εικονα αυτου του κοριτσιου χτιζεται μεσα μου σιγα σιγα και παιρνει υποσταση. Και το κοριτσι καπαια στιγμη θα γινει πραγματικο. Θα εχει δικη του σκεψη και θεληση. Αυτη η η προταση ειναι αρκετη να του δωσει ψυχη.
Η Ζακελιν (αλλο παραδειγμα) εχει τεραστια ψυχη. Η βιασυνη μου ομως δεν της εδωσε χωρο να τη στηριξει. Επειδη την ξερω ομως καλα, ξερω οτι θα μου δωσει κι αλλη ευκαρια.
Posted by: yannis | March 25, 2009 at 06:52 PM
αναγνωρίζω όλα αυτά που λές κι έτσι όπως τα λές.
για τη ζακελίν συμφωνώ, ότι θέλει την ευκαιρία της. Εδώ όμως θά 'μαστε και θα τη δούμε πάλι μόλις σου τη δώσει ή της τήν δώσεις.
για το κείμενο που μου γράφεις, θα μπώ να το διαβάσω. αν όχι απόψε ίσως αύριο.
σόρυ για την "απομάκρυνση", αλλά ήρθε κόσμος και μόλις έφυγε.
Posted by: νατάσα ζαχαροπούλου | March 25, 2009 at 11:04 PM
φυσικά, δεν κρατιόμουν μέχρι αύριο. Τη διάβασα μόλις τώρα. Ναί, καταλαβαίνω, ακριβώς, τι λές. Έτσι κι αλλιώς, βέβαια, το κατάλαβα και χωρίς το παράδειγμα.
Και σέ 'κείνο το κείμενο, όταν έσπασε η κάμερα, οι απλές λέξεις άφησαν αυτό που ήθελες να φανεί, να ξεχειλίσει από μέσα τους.
Καθώς απολάμβανα τη φωτογραφία κάτω από εκείνο το κείμενο, παρατήρησα στη λίστα της αριστερής πλευράς του μπλόγκ σου, που έχεις σαν σύνδεσμο το "βακχικόν".
Στο τελευταίο τεύχος του βακχικού λοιπόν, έχει δημοσιευτεί ένα ανέκδοτο κείμενό μου, κομμάτι μιας συλλογής με τίτλο "ο κινέζικος κήπος" (η συλλογή θα λέγεται έτσι και το κείμενο αυτό δεν έχει γραφεί ακόμα, αλλά το έχω μέσα μου) η οποία θα κυκλοφορήσει τό 2010.
θα ήθελα να σε παρακαλέσω να του ρίξεις μιά ματιά. Και θα περιμένω τη γνώμη σου. Με ενδιαφέρει πολύ.
Posted by: νατάσα ζαχαροπούλου | March 25, 2009 at 11:22 PM
Νατασα δεν μπορω να βρω το κειμενο σου στο Βακχικον.
Μπορεις να μου δωσεις καποιο λινκ?
Posted by: yannis | March 26, 2009 at 05:56 AM
http://www.vakxikon.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=209&Itemid=1&ed=5
καλημέρα. αυτό είναι το λίνκ του κειμένου, αν πάλι υπάρχει πρόβλημα, η δ/νση του περιοδικού είναι www.vakxikon.gr
τεύχος 5
στη σελίδα φαίνονται και τα περιεχόμενα.
ευχαριστώ για την προσπάθεια.
Posted by: νατάσα ζαχαροπούλου | March 26, 2009 at 09:38 AM
http://www.vakxikon.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=209&Itemid=1&ed=5
καλημέρα.
αυτή είναι η δ/νση, αλλά αν πάλι υπάρχει πρόβλημα, τότε εναλλακτική είναι και το www.vakxikon.gr
ευχαριστώ για την προσπάθεια
Posted by: νατάσα ζαχαροπούλου | March 26, 2009 at 09:42 AM
βρηκα το Νορβηγικο δασος. το ονομα της κοπελας ειναι Ναόκο. οταν αυτη η ιστορια ξαννδουλευτει (αν) ισως να εχω το κουραγιο να της δωσω αυτο το ονομα.
Κοιτα τωρα μια ειρωνεια: το βιβλιο το ειχα διαβασει ακριβως πριν 2 χρονια στο Μπουσάν. Την ημερα που ειχα την πρωτη εντυπωση (το μονο αληθινο (φυσικα) στην ιστορια ειναι το περιεργο ξυπνημα μου μεσα στο αμαξι, οπου ειχα και μια πρωτη φευγαλεα εικονα ενος παγιδευμενου κοριτσιου) ηταν ακριβως την ημερα που τελειωσα αυτο το βιβλιο 18 Μαρτίου 2007, το ξερω γιατι ειχα γραψει την ημερομηνια στην πρωτη σελιδα.
Φυσικα ειναι μονο μια συμπτωση αλλα αξια να αναφερθει. Η ισως να ειναι και τα ισχυρα της "Αλλης", ποιος ξερει?
Σκεφτηκα να το ξαναδιαβασω αυτο το Σαββατοκυριακο. Η αληθεια ειναι οτι οταν μπαινω στο κλιμα ενος βιβλιου μπορω να γραψω καλυτερα, φυσικα πρεπει να ειναι ενα κλιμα που μου ταιριαζει. Ποσο υλικο μου εχει δωσει το "Ταξιδι στην ακρη της νυχτας", το "Μαγισσα τεχνη", το "Κουρδιστο πουλι" κ.α. Μου φαινεται απλο να εξηγησω το γιατι. Ενα εξαιρετικο βιβλιο μου ανοιγει ενα δικο μου εσωτερικο δρομο.
Τωρα θα ηθελα ομως και να αρχισω το "πως ο Προυστ μπορει να αλλαξει τη ζωη σου" διαβασα καποιες προτασεις και κολλησα. Οχι δεν εχω διαβασει ολο τον "Χρονο". Μονο τους τεσσερις πρωτους τομους.
Θα δω.
Posted by: yannis | March 27, 2009 at 08:27 AM
Αλήθεια είναι αυτό. Όταν ένα βιβλίο είναι καλό, το κλίμα του σε κρατάει μέσα για καιρό. Και πράγματι ανοίγει καινούργιους ή βαθύτερους εσωτερικούς δρόμους στον αναγνώστη. Πολύ πολύ σωστά τό λές.
Καλές αναγνώσεις
Posted by: νατάσα ζαχαροπούλου | March 27, 2009 at 04:02 PM
Νατασα, διαβασα την ιστορια σου.
Ειναι γεματη αγαπη προς την γυναικα αυτη αλλα και καθε κακοποιημενη γυναικα.
Αυτο βγαινει απο αυτον που γραφει σα χειμαρος αλλα ετσι οπως μπλεκονται πολλες ιστοριες μαζι, σα να θες να συμπυκνωσεις μια ή δυο ή τρεις ζωες αποδυναμωνεται κατα τι καθως οι ιστοριες μπλεκονται η μια μεσα στην αλλη, μην αφηνοντας τον απαραιτητο χωρο για την γυναικα που κοιταει απο το παραθυρο και το τι νιωθει αυτη τη στιγμη.
Αυτο θες να το συνοψισεις μεσα απο την τραγικη της ιστορια, εγω στεκομαι στη σκεψη της οταν μαζευει τα ψιχουλα απο το τραπεζι ή οταν στηλωνει το κουρασμενο της βλεμμα στο απεναντι παραθυρο.
Καποιες στιγμες θα ελεγα οτι ειναι τοσο δυνατες που δεν χωρουν μεσα σε δυο-τρεις προτασεις και ασφυκτιουν (μπροστα στο ταφο π.χ.) Αυτη η ασφυξια εχει παραμεινει σαν αισθημα και μετα καθως δεν εχει πληρωθει μεσα στον αναγνωστη.
Θελησες να χωρεσεις τοσα πολλα σε τρεις σελιδες.
Μ' αρεσει πολυ το τελος ετσι οπως συνοψιζει μια ζωη μετρωντας τα χρηματα της αφηνοντας (?) πισω τις πληγες της. Ακουγεται και σαν ειρωνια, σαν μια ματαιη ελπιδα οτι αρκει τουλαχιστον αυτο οπως αυτο το φωτακι στο σκοταδι που ομως οσο ελπιδα και αν της δινει δεν την αφορα.
Posted by: yannis | March 28, 2009 at 02:27 PM
ω, έκανες τον κόπο... και σ' ευχαριστώ πολύ για τη γνώμη σου. Ήθελα νά είναι ένα μικρό κείμενο, συμπυκνωμένο. Η ζωή της μέσα σε τρεις σελίδες. Κανονικά είναι οκτώ σελίδες βιβλίου. Φαίνεται όμως το παρασυμπύκνωσα... χαχαχα Θα το ξαναδώ. Έτσι κι αλλιώς δεν θα βγούν ακόμη, θα γίνουν αρκετές διορθώσεις...
Σ' ευχαριστώ πολύ πάντως για τη γνώμη σου.
Posted by: νατάσα ζαχαροπούλου | March 28, 2009 at 10:32 PM