Η στιγμη που η ερωτηση εαν ειναι ομορφη θα ταλαιπωρησει μια γυναικα και η επομενη απαντηση που μπορει να καθορισει και ολη την υπολοιπη σταση της απεναντι στο κοσμο φαινεται οτι σε αυτη δεν κρατησε πανω απο λιγα δευτερολεπτα. Εμενα βεβαια αν με ρωτουσες θα ελεγα οτι ειναι πολυ ομορφη και ευχαριστως θα εδινα σπιτια και χωραφια να τη κανω δικη μου.
Δεν μου δοθηκε καν η ευκαιρια ομως και το να ματωνω πανω στα καγκελα που ειχε υψωσει μεταξυ της και των αρσενικων δεν θα ηταν οτι πιο φρονιμο εκ μερους μου. Και οπωσδηποτε ασκοπο.
Αυτο που την απασχολουσε ηταν να φιλοτεχνησει τον εαυτο της μεσα στο κοσμο. Οι σκεψεις της ηταν ολες συγκλινουσες προς κατι ιδανικο στη μορφη και στη δραση του χαρακτηρα. Ανεπνεε μεσα απο τη λογοτεχνια, ονειρευοταν μεσα απο τη μουσικη και τεμπελιαζε μεσα απο το σινεμα στριφογυριζοντας στο μυαλο της ηρωες βιβλιων, ηθικες στασεις, μαχες που δοθηκαν ανεξαρτητως αποτελεσματος. Δεν ειχε τεθει μεσα της το ερωτημα οποιασδηποτε επιτυχιας και καμια συγκαταβαση δεν τη γεφυρωνε με καμια απολαβη. Ζουσε μεσα της ζωγραφιζοντας παθη και διαφυγες χωρις να λερωνεται απο την ηχω τους. Αυτο εγινε στα τεσσερα χρονια που τη γνωρισα και δεν ειχε αλλαξει. Μετα τι εγινε δεν το ηξερα αλλα κρυφα ερωτευμενος φανταζομουνα οτι ηταν αυτη πισω απο υπογραφες σε εκλεκτες επιφυλλιδες ή καποιο απο τα ονοματα που γραφονταν στους συντελεστες μιας ταινιας, αυτους με τους περιεργους ρολους που δεν ηξερα τη χρησιμοτητα τους και το ποσο πραγματικα απαραιτητοι ηταν.
Σ' ενα ταξιδι μου σ' ενα νησι ενιωσα απολυτως σιγουρος οτι ηταν αυτη στη βεραντα του σπιτιου που κοιταζα απο κατω. Κατι στη κινηση του λευκου φορεματος, κατι στη σταση του ανασηκωμενου κεφαλιου μου εστειλε μια σκοτοδινη και μια μεταλλικη γευση που δεν με αφησε ολη μερα. Γιατι δεν της μιλησα?
Οποτε εβλεπε τα ματια μου να σκιαζονται παλι απο αυτη την ανεξοδη λατρεια ειτε κατεβαζε το κεφαλι και το εκρυβε πισω απο τα μαλλια της που επεφταν μπροστα σα να ηταν η ασπιδα της στην επιθυμια μου ειτε σηκωνοταν κι εφευγε χωρις να πει κουβεντα ή να χαιρετησει. Μετα απο τετοια επεισοδια ισως να εκανα και μερες να την δω και παντα το να ξαναρθει ηταν δικη της και μονο αποφαση. Καποια στιγμη της μερας ή της νυχτας ανοιγα τα ματια και αυτη ηταν εκει, καθοταν στη καρεκλα και με κοιταζε. Με ειχε συγχωρησει.
Ετσι με εκπαιδευσε στο σεβασμο της και στην αποσταση και ετσι εκανε την αγαπη μου μια σιωπηλη αποδοχη χωρις καμια επιδιωξη.
Αρχισα να παιζω το «παιχνιδι» σαν ενα αντιβαρο στη αφορητη λυπη που μου εφερνε η απουσια της. Η ιδεα μου μπηκε απο μια περιεργη αγγελια που διαβασα, απο καποιον που ισως ειχε αρχισει ενα παρομοιο «παιχνιδι».
Εβαλα λοιπον σε αγγελια ενα μηνυμα που της απευθυνοταν, το κρατησα για μηνες και εβαλα μια ταχυδρομικη θυριδα που θα μπορουσαν να απαντησουν. Επισης το εγραψα σε μικρα χαρτακια και το αφησα χωρις να με καταλαβουν μεσα σε βιβλια σε ραφια βιβλιοπωλειων απο αυτα που πιστευα οτι θα ηθελε να διαβασει το Κουρδιστο Πουλι για παραδειγμα ή Στις Μονες του Ειρηνικου. Εκανα και κατι πιο ακομψο οταν εφτιαξα για μερικες βδομαδες ενα σάιτ με το ονομα της και καποια ποιηματα απο κατω. Το κατεβασα ομως γιατικαποια στιγμη το βρηκα χονδροειδες αλλα αυτο δεν με εμποδισε να το ανεβαζω και να το κατεβαζω κατα βουληση τις φορες που η σκεψη της με καρφωνε σε μια ερημο που δεν υπηρχε δρομος.
Η ελπιδα μου ηταν οτι καποια στιγμη θα εμπαινε σε καποιου ειδους αναποφευκτη ενηλικιωση, θα δεχοταν τη φυση της, θα δεχοταν κι εμενα. Τα ιχνη που την εβαζα να ακολουθησει ηταν τα σωστα το ηξερα. Αυτο που δεν ηξερα ηταν αν η ελπιδα μου αυτη για την πορεια της θα γινοταν ποτε αληθεια.
Καποια αλλη φορα σκεφτηκα να βαδισω στα χναρια της και εκοψα το ποτο, το καπνισμα και καποιο σεξ αναγκαστικα αγοραιο μιας και η σκεψη της δεν μου εδινε καμια δυνατοτητα να συγκεντρωθω στη προσπαθεια να κερδισω καποιαν αλλη. Αυτη η ενεργεια αναμφιβολα εφερε μια γενικη βελτιωση στην υγεια μου αλλά ενα βραδυ σε πελαγη απελπισιας τα εκανα και τα τρια απο τα κομμενα μετανιωνοντας και σιχτιριζοντας τον εαυτο μου και την αδυναμια μου. Μοιραια δεν αφησα να με ερωτευτουν και οταν και αν εγινε εγω ουτε που το καταλαβα. Δεν με ενδιεφερε. Ολος απορια καταλαβα ξαφνικα οτι κατα καποιο τροπο ειχα γινει σαν και αυτη. Ετσι ταμενος οπως της ημουνα ακολουθουσα το δικο της δρομο.
Στη θυριδα ελαβα καποιες δεκαδες γραμματα, αλλα ειρωνικα και αλλα απο κοπελες που ηθελαν να με γνωρισουν. Μου ηταν ομως ολαφανερο οτι δεν ηταν κανενα δικο της.
Μια μερα ελαβα ενα γραμμα που ειχε κι αυτο γραμμενη απ' εξω μια ταχυδρομικη θυριδα και μεσα στο φακελλο ηταν μονο μια λευκη σελιδα. Αυτο επαναληφθηκε και ηταν την τριτη φορα που αποφασισα να γραψω καποια πραγματα στη λευκη σελιδα και να τη στειλω στη θυριδα που μου υποδειχνε. Κυριως εγραφα για μια στιγμη μας και το συγκλονισμο που μου εφερνε μια θεα του προσωπου της απο μια λιγο χαμηλη αριστερη γωνια. Μετα δεκα μερες ελαβα ακομα μια λευκη σελιδα και της εγραψα για τη γυναικα με το λευκο φορεμα στο σπιτι στο νησι.
Τοτε ηταν που σταματησαν να ερχονται οι λευκες σελιδες για εναμιση μηνα. Αλλα την πρωτη Μαρτιου ελαβα μια εξπρες σταλμενη την ιδια μερα. Καθισα κι εγραψα μια ιστορια που διαδραματιζοταν μια μερα πριν και μια μερα μετα την ιδιοτυπη νηστεια μου και κατα τη γνωμη μου μιμηση της στασης της γυναικας που εψαχνα. Τελειωνα λεγοντας της πως θα μπορουσα να εξακολουθησω αυτη την ασκητικη για παντα εαν επροκειτο να την ξαναδω.
Η επομενη λευκη σελιδα ηρθε γρηγορα.
Εγραψα λιγες γραμμες για μια βολτα μου σ' ενα βουνο, αποκαμωμενος οντας απο το προηγουμενο γραψιμο.
Τοτε οι σελιδες εγιναν τακτικες. Μια καθε τρεις μερες. Εγω τις γεμιζα και τις εστελνα πισω. Και αυτο εξακολουθησε.
Ηταν μια Κυριακη πρωι, ξυπνησα απο τον υπνο μου στο αμαξι. Ειχε συννεφια και μυριζε απο μια βροχη που θα ερχοταν σε λιγο. Ημουνα σε μια επαρχιακη πολη μ'ενα πολυ κλειστο λιμανι οπου κολυμπουσαν παπιες κι εγω τους πεταγα κομματια ψωμι οταν μου περασε σαν αστραπη η σκεψη οτι ηταν πραγματι αυτη και οτι ηταν ηδη δικια μου.
Comments