ΟΙ σεισμοι ηταν συχνοι, πεντ'εξι καθε μερα.
Τους ειχε συνηθισει και περισσοτερο νευριαζε για το οτι τον ξυπνουσαν παρα γιατι φοβοταν. Tοσο ειχε εξοικειωθει που ειχε φτασει να σκεφτεται οτι δεν θα τον πειραζε να παει απο σεισμο.
Τωρα η Ζακελίν.
Ειχε ενα μαυρο Χοντακι που το οδηγαγε σα το κακο διαολο μες στη πολη. Καπνιζε ασταματητα, με τη σταχτη να πεφτει πανω της ενω οδηγουσε, κι εβριζε ολους τους σκεφτικους και με παγωμενα προσωπα Γιαπωνεζους που της κλεινανε το δρομο. Δεν υπηρχε και τιποτα που να μπορουσε να τη σταματησει απ' αυτο το τρεχαλητο της καθε μερας. Γιατι και μονο οταν ετρεχε ξεχνιοταν.
Κι αυτος δεν χρειαστηκε να κανει κατι ιδιαιτερο τοτε, τη πρωτη φορα εννοώ, για να τη πεισει.
Μην ξεροντας και πολλα απο τα προσωπα των Δυτικων νομιζε οτι βρηκε στο δικο του κατι. Αυτος χωρις να καταλαβει ουτε την επιρροη του ουτε την εμπιστοσυνη της βρεθηκε να ειναι μ' ενα αγριο αλογο που ενω δεν ηξερε πως να το φερει βολτα αυτο τον λατρευε.
Στην αρχη δεν δεχοταν ουτε να την ακουμπησει. Αν και πολλες φορες κυκλοφορουσε ημιγυμνη στο σπιτι, απομακρυνοταν τρεχοντας μολις πηγαινε να την πλησιασει κανοντας επικλησεις στη Παναγία και τελικα κλειδωνοταν σε καποιο δωματιο κι εμενε κει για ωρες. Την πιεσε αρκετα κι οταν τελικα ενεδωσε ηταν με τα ματια κλειστα και ολο το κορμι σφιγμενο σαν οστρακο κλειστο. Η αλλαγη της απο οστρακο στο κοριτσι που του ερχοταν οποιαδηποτε στιγμη της μερας ή της νυχτας για να κοιμηθουν μαζι ηταν αργη.
Ειχε μονο δυο φιλους στη πολη. Εναν ακομα Βραζιλιανο κι ενα Γιαπωνεζο. Τον ζηλευαν και τους ζηλευε. Μαζευονταν οι τρεις τους καποιες Κυριακες και τους μαγειρευε κι αυτος εμενε μονος του να τους φανταζεται στην αλλη ακρη της πολης να λενε τα δικα τους αστεια απο τα οποια αυτος ηταν αποκλεισμενος. Και μεταξυ τους ζηλευονταν αυτοι οι δυο. Σε μια μονιμη διελκυστινδα για τον ποιον απο τους δυο θα διαλεξει τους φανταζόταν να κλωτσαει ο ενας το καλαμι του αλλου κατω απο το κυριακατικο τραπεζι. Αυτον δεν ηθελαν ουτε να τον δουν και μονο μια φορα που βρεθηκε προσωπο μα προσωπο με τον ενα απο τους δυο μνηστηρες αυτος κοιτωντας τον καταματα του ειπε οτι η Ζακελιν μπορει και να σωθει τωρα. «Να σωθει? Γιατι? Απο τι?» Του ειπε μονο να την προσεχει οπως τωρα, τιποτ’ αλλο.
Και παρέμενε το απροκαλυπτο αντικειμενο του ποθου της πολης.
Ενα βραδυ ο ιδιοκτητης της αλυσιδας Μαρουγιάσου εχοντας κατεβασει σχεδον ενα μπουκαλι Σαντόρι της ειπε οτι θα της εδινε το χρυσο του Ρολεξ εαν και μονο τον αφηνε να δει το στηθος της. Μαλιστα το εβγαλε και το ακουμπησε στον παγκο του μπαρ. Η Ζακελιν το επιασε και ενω το στριφογυριζε στο δεικτη της του ειπε "Δις πουτ ιν γιορ κούλο" σε αψογα αγγλοβραζιλιανικα.
Ο τυπος που ειχε ολα τα Μαρουγιασου το βουλωσε και η Ζακελιν εχασε τη δουλεια της. Του ειχε πει αυτη την ιστορια απολυτα σοβαρη αλλα αυτος τη σκεφτοταν και γελαγε για μερες.
"Μίο πουτσαρέντο" τον ελεγε και τον εκανε αλλο τοσο. Δεν υπαρχει μεγαλυτερη ευτυχια για εναν αντρα απο το να τον λατρευει μια επιθυμητη απ' ολους γυναικα, και του το εδωσε αυτο με ενα τροπο τοσο απολυτο που δεν μπορουσε να τον κρυψει μεσα στη μερα και ετσι δεν ηξερε και πως να κανει με τη ζηλεια των αλλων. Να κρυφτεί και να χαιρεται μονάχος ή να καμαρωνει?
Ποια ομως ηταν αυτη?
Για τη ζωη της λιγα λιγα του τα ελεγε. Οταν με το ζορι την επειθε να πιει λιγο κρασι για να χαλαρωσει αυτη την απιστευτη κινητικοτητα της. Που του αρεσε και που τον αναστατωνε.
Εφευγε, του εφευγε, ξανα και ξανα και μετα επεστρεφε.
"Μη φοβάσαι" του ελεγε αλλα αυτος ενιωθε άλλα γιατι τον κραταγε σφιχτα αγκαλια ολη τη νυχτα, ακομα και κοιμισμενη, μην παει αλλου, μη χαθει σαν ολα τα περαστικα ονειρα της. Αυτος την ενιωθε πως τιναζοταν τη νυχτα απο τους εφιαλτες της, και πως μερικες φορες εκλαιγε και διαμαρτυροταν με μια φωνη πολυ ψιλη, αλλη, παιδικη, σα να ερχοταν απο τα παλια της.
Της πηρε καιρο να ησυχασει και να κοιμαται ησυχα. Οχι οτι τα επεισοδια του υπνου της επαψαν οριστικα αλλα δεν ηταν τοσο συχνα οπως πριν.
Και μετα μια μερα του ειπε "παμε στη πολη μου".
Αν και της το ειχε ζητησει αρκετες φορες του αρνιοταν χωρις δευτερη κουβεντα, μερικες φορες μαλιστα ηταν λογος να φυγει χτυπωντας πισω της τη πορτα και να κανει να ξαναπατησει σπιτι του για μερες.
Ενταξει, της ειπε απορημενος και μαζι ανησυχος και κατι σαν ικανοποιημενος. Σαν κατι που επρεπε να γινει.
Τον εβαλε στο μαυρο Χοντακι, αναψε ενα μαρλμπορο, του τόδωσε.
Του ηρθε και ηθελε να της πει για το ποσο αμαζονα ηταν, αλλα το αφησε μεσα του.
Αυτη στο τιμονι. Εβαλε την αγαπημενη της μουσικη, του εκλεισε το ματι και πατησε γκαζι.
Σταματησε να τη κοιταει κλεφτα καθως εβγαιναν απο την πολη και γυρισε τα ματια του εξω στους πλατιους ορυζωνες και στον γκριζο ουρανο. Που και που εβλεπε κατι κορακια μονο να σηκωνονται απο το νερο και να χανονται στο γκριζο.
Του ‘πιασε το χερι χωρις να παρει τα ματια της απο το δρομο. Δεν τραγουδουσε πλεον και το προσωπο της ηταν σφιγμενο. Αναψε ενα τσιγαρο κι ετριψε με δυναμη τα ματια και το μετωπο του. Σκεφτηκε οτι ηθελε να την παρει σ’ ενα μικρο χωριο ή μικρο νησι, αδιαφορο. Καπου που να εχει ησυχια και θεα σε κατι πλατυ και ανοιχτο.
Εφτασαν σε μια μικρη πολη. Ειχε νυχτωσει για τα καλα και γυρω υπηρχαν μονο φωτα του δρομου. Των σπιτιων ηταν ολα σβηστα εκτος απο μια μεγαλη πινακιδα απο φωτα νεον που αλλαζαν χρωματα. Στην ακρη της πολης εκει που φαινοταν να ειναι και το μονο ζωντανο αυτη την ωρα σημειο.
«Εκει παμε» του ειπε με ενα τροπο που εμοιαζε με σφιγμενο χαμογελο. Σα να ηθελα να κρατησει κατι που δεν επρεπε να ξοδευτει ουτε καν σ' αυτον.
Σταματησε ακριβως μπροστα στην πορτα με τη μουρη του αμαξιου σαν ετοιμη να φερμαρει. Με χειροφρενο κι ενα πεισμα.
«Ελα» του εκανε παιρνοντας τα μαρλμπορο και τη τσαντα της.
Μια μακρια μπαρα ξυλινη.
Πολλα τραπεζια.
Ο χωρος ηταν γεματος φωτα.
Γεματος κεφι απο αγορια και κοριτσια που καπου ηθελαν να φτασουν σημερα.
Τον κραταγε απο το χερι.
Η μουσικη ξαφνικα ακουγοταν μονη της, σα παραταιρη. Η σιωπη ολων ηταν εκκωφαντικη στα ματια του. Η γυναικα πισω απο το μπαρ, με το βλεμμα καταπληκτο εκανε να βγει εξω να την αγκαλιασει. Η Ζακελιν πρωτα σταθηκε αναποφασιστη αλλα μετα αφεθηκε στην αγκαλια της και αυτος ειδε τα δαχτυλα και των δυο τους καθως γραπωνονταν στην πλατη η μια της αλλης.
Η σιωπη του χωρου λυγισε αλλα οχι σε αυτο που ηταν πριν.
Περναγαν ενας ενας και ειτε την αγκαλλιαζαν ειτε της εσφιγγαν το χερι. Αυτη αναλογα με το προσωπο απεναντι της ειτε φωτιζε το δικο της ειτε το σκοτεινιαζε κατα ξαφνικα ασυνειδητα κυματα. Εσφιγγαν και αυτου το χερι, καποιοι τον χτυπουσαν στη πλατη, καποιοι του χαμογελουσαν μ’ενα τροπο που πολυ του αρεσε, σαν να τον ηξεραν και να τον περιμεναν χρονια. Τους κερναγαν ποτα απο παντου. Αυτος τα ηπιε σχεδον ολα, η Ζακελιν ουτε που τα αγγιξε. Απλως σηκωνε το ποτηρι και χαιρετουσε αυτον που κερναγε. Μιλησε με διαφορους αλλα για λιγο με τον καθενα. Μονο με την γυναικα του μπαρ μιλαγε περισσοτερο, μονο σε αυτην εγερνε το σωμα της προς τη πλευρα της οταν της μιλουσε. Καποια στιγμη κατι της ζητησε και η γυναικα εμεινε σκεφτικη και ακινητη. Η Ζακελιν επεμενε και τελικα της εδωσε ενα μικροφωνο. Και η Ζακελιν αρχισε να τραγουδαει.
Και ολα σταματησαν.
Οι κινησεις, τα φλερτ, οι εκφρασεις, οι συσπασεις, οι σκεψεις, οι επιθυμιες, οι ερωτησεις που πριν κρεμονταν σαν ταινιες στον αερα.
Ειχε κλειστα τα ματια της και τραγουδουσε με μια φωνη τοσο δυνατη που νομιζες οτι την ακουγε ολο το βουνο και ολη η επαρχια απο κατω. Ισως ολο το νησι. Αυτος ο μεγαλος βραχος που ηταν σιωπηλος τοσα χρονια.
Τελειωσε και η γυναικα με υγρα ματια εβαλε γρηγορα αλλη μουσικη σαν για ν’ αντεξει.
Ειχε ηδη μεθυσει και ο χρονος δεν ηξερε πως περνουσε. Αν καν περνουσε. Καποια στιγμη καποιος ανοιξε τη πορτα του μπαρ και ηταν ανησυχος πολυ. Ολοι σηκωθηκαν και βγηκαν εξω. Η Ζακελιν του κρατησε το χερι.
«πιες το να φυγουμε» του ειπε.
Βγηκαν εξω. Ολα τα σπιτια γυρω ηταν ερειπια. Σαν ενα γιγαντιο χερι να ειχε περασει και να τα ειχε κανει ολα κομματια.
Τον τραβηξε ετσι οπως ειχε μεινει καταπληκτος να κοιταει.
«Ελα παμε» του ειπε «εχεις παρασυνηθισει τους σεισμους και δεν τους καταλαβαινεις πια».
Ο κοσμος ετρεχε γυρω φωναζοντας.
Αρχισε να χιονιζει.
Ξεκινησαν προς τα κατω.
Οδηγουσε αργα.
Το χιονι εφερνε κυκλους μπροστα στα φωτα του αυτοκινητου.
Το μαυρο Χοντάκι παταγε το ασπρο κι εσκιζε το μαυρο σα να μη το αφορουσε τιποτα. Σιγουρο.
Πολυ ζαλισμενος πριν τον παρει ο υπνος προλαβε μονο να φανταστει τι ωραια που θα φαινονταν τα ερειπια κατω απο το φρεσκο χιονι.
γειά σου μάγκα μου!
Posted by: Giorgos T. | March 21, 2009 at 11:11 PM