Η πολη Αρτέντα 5 ηταν η τελευταια πριν τον Οικισμο 77 και το ταξιδι διαρκουσε εξι ωρες.
Το λεωφορειο ηταν παμπαλαιο κι ετριζε και τραμπαλιζοταν ακομα και στη πιο μικρη λακουβα.
Στη πορεια εβλεπε μονο χαμηλους θαμνους και καποιους λοφους μακρια. Η σκονη ηταν τοση πολλη που αναγκαστηκε να κλεισει το παραθυρο. Λιγο πριν, λιγο μετα το ιδιο εκαναν και οι αλλοι επιβατες. Ετσι το λεωφορειο εγινε γρηγορα ενας καυτος θαλαμος. Καποιος ανοιγε το παραθυρο για λιγο και η σκονη ορμουσε μεσα και κολλαγε στους λαιμους, τα μετωπα και τα χερια και ηταν χειροτερα απο πριν. Ετσι κι αλλιως ο αερας που εμπαινε ηταν καυτος. Οποτε κι αυτοι αφεθηκαν στη ζεστη, και οσο περνουσε η ωρα η μυρωδιες των αλλων επαψαν να ενοχλουν.
Και οι επιβατες δεν ηταν απο αυτους που το παραπονο ηταν η πρωτη τους σκεψη. Το παραπονο προ'υ'ποθετει κι ελπιδα.
Εαν στις πρωτες ωρες του ταξιδιου εμπαινε ποτε η ερωτηση θα σου ελεγαν οτι δεν θα τους πειραζε αν το ταξιδι με αυτο το καμινι απο λαμαρινα διαρκουσε ακομα και βδομαδες.
Σε χειροτερη απ' ολους μοιρα ηταν αυτοι που δεν ειχαν ακομα τελειοποιησει την τεχνη να αγνοουν τελειως τα στιγμιοτυπα απο τη ζωη τους που αναβαν συνεχως σαν περαστικα αστρα μεσα στο κεφαλι τους. Το να αγνοουν περιειχε την ελαφρυνση απο το συναισθηματικο τους βαρος. Θα ηταν για το καλο τους αν γινονταν μονο εικονες, αν δεν ειχαν καμια αλλη επιδραση. Αυτο ηταν το βασικο πριν το οριστικο τους σβησιμο.
Ναι, αυτοι ηταν ακομα σε δυσκολη θεση. Οταν τους δινοταν το χαρτι της αιτησης, περισσοτερο απο τους νομικους ορους που τους εξηγηθηκαν και αποδεχτηκαν, στο μυαλο τους χαραχτηκε η φραση που θα γεμιζε τη σκεψη τους ολη την μερα και τις πρωτες μερες στον οικισμο. “να ξερετε οτι θα πρεπει ν'αφησετε ολη τη προηγουμενη ζωη σας πισω”. Αυτη η προταση εκτος απο αναληψη ευθυνης σημαινε και προτροπη αλλα και προειδοποιηση. Αν ειχαν την καταλληλη ευστροφια θα σκεφτονταν να εκμεταλευτουν αυτες τις εξι ωρες, και τη ζεστη, και τη σκονη και ν' αφησουν να βγει μεσα απο το μυαλο τους καθε εικονα απο το παρελθον τους ετσι οπως εβγαινε ο ιδρωτας βρωμικος απο μεσα τους.
Για οσο καιρο το θυμοντουσαν ελεγαν πως εφταιγε η εντονη ζεστη που εκανε το μυαλο τους να βραζει, ο αποπνιχτικος αερας που ανεπνεαν τοσες ωρες σε συνδυασμο με την κατα διαστηματα εισπνοη της αμμου, τα δυνατα και συνεχη τρανταγματα του λεωφορειου. Πολλοι εβαζαν σε αυτο και την οθονη τηλεορασης πανω στο θαλαμο του οδηγου που επαιζε ασταματητα εικονες ασχετες και ασυναρτητες και φρασεις, "εξοντωσε το παρελθον και το χαος θα μπει σε ταξη", και που οι πολλοι ευφανταστοι - αυτοι που ειχαν μιλησει και για καποιο συνεχη βομβο μεσα στο λεωφορειο - εβλεπαν αναμεσα σε αυτες τις εικονες και τα δικα τους προσωπα.
Το αποτελεσμα ηταν οτι ο αερας στο μακροστενο αυτο θαλαμο γεμιζε απο σκεψεις που θα τρομαζαν ή λυπουσαν βαθεια καθε ανθρωπο που θα μπορουσε να σκεφτει ενας ανθρωπος του καιρου σου. Και γινοταν βαρυς σαν ατμος ο αερας μεσα κει, κι αυτοι αφημενοι, αλλος με κλειστα ματια, αλλος ορθανοιχτα, γυαλινα, ανεπνεε τους εφιαλτες τους δικους του και των αλλων και επρεπε να ασκησει και να τελοιοποιησει την πιο χρησιμη τωρα γι αυτους τεχνη. Κλεισε τα ματια, κλεισε τα αυτια, αδιαφορησε. Τιποτα να μη μπορει να περασει μεσα. Μονο βγαζε, οτι μπορεις βγαλτο και πετα το εξω, κατω, μακρια τελος παντων. Κι ετσι οσο το ταξιδι συνεχιζοταν ακουγες μυτες να φυσανε, φτυσιες και οτι αλλο σημαινε εξοδο και απορριψη.
Σαραντα κατακοκκινα προσωπα πανω σε μουδιασμενα ή τρεμοντα κορμια, αποχαυνωμενα απο το τρομο της αδυναμιας τους, αγκομαχουσαν να τελειωσουν ειτε ετσι ειτε αλλιως με αυτο τον βαρυ αερα που εστεκε απο πανω τους κι αναδευοταν και πυκνωνε με καθε σκεψη τους .
Ο οδηγος μεσα στο θαλαμο απο πλεξιγκλας μπορουσε κι εβλεπε αυτο τον ατμο μεσα απο το καθρεφτη. Εκανε αυτο το ταξιδι καθε δυο μερες. Μια μερα προς τον Οικισμο και την αλλη μερα επιστροφη στην Αρτεντα.
Ηταν απο τους εμπειρους. Ηξερε ποτε επρεπε να κοιταξει στον καθρεφτη. Ειχε αποκτησει σιγα σιγα αυτη την πολυτιμη οικονομια. Απο τη μεση του ταξιδιου και μεχρι την πεμπτη ωρα ηταν που οι αδυναμοι παρεδιδαν. Απο την πεμπτη ωρα και μετα, αυτοι που ειχαν επιβιωσει, ειχαν σμιλεψει κι αλλο την τεχνικη τους και ηταν ηδη πιο σκληροι απ' οτι στο ξεκινημα.
Οι αλλοι, οι αδυναμοι, ηταν αυτοι που δεν απερριπταν αρκετες απο τις σκεψεις τους. Ή αυτοι που δεν καταφερναν να κλεισουν τα σημεια εισοδου των σκεψεων των αλλων και τους εδιναν διοδο. Που δεν καταλαβαιναν ποσο θα τους στοιχιζε αυτο. Ο Τιόλ τους εβλεπε πως αρχιζαν σιγα να πρηζονται, πρωτα το προσωπο και μετα σιγα ολο το σωμα πως δεν χωραγε μεσα στα ρουχα τους.
Ενας οδηγος ηταν καλος, οπως ελεγαν στο σιναφι τους διατυπωνοντας τα στανταρντς της δουλειας τους, οταν πεταγε εξω αυτον που ετοιμαζοταν να σκασει την καταλληλη στιγμη. Το τελειο ηταν , το τελευταιο που θα ενιωθε αυτος που ειχε αποτυχει να αυτοπροστετευτει να ηταν η αισθηση της σπρωξιας του οδηγου στη πλατη του. Οταν το φουσκωμενο του προσωπο ακουμπουσε την καυτη αμμο να μην το ενιωθε. Αλλα αυτο ηταν το τελειο. Μεσολαβουσε κι ενας χρονος. Μεταξυ της ματιας στο καθρεφτη και της μοιραιας σπρωξιας. Το φρεναρισμα, το τραβηγμα, το ανοιγμα της πορτας. Καμια φορα οι εκπληκτοι συνεπιβατες που του εκλειναν το δρομο μη αντιλαμβανομενοι το συμφερον τους, την επιβιωση τους. Μην παιρνοντας αυτο το πολυτιμο μαθημα.
Κι ετσι πολλοι εσκαγαν πριν προλαβει να τους βγαλει εξω. Κι αυτο ηταν πολυ δυσαρεστο. Επρεπε να εχουν ανοιχτα τα παραθυρα για ωρα μετα. Ο χωρος γεμιζε αμμο. Που περναγε μετα στα πνευμονια τους, που επρεπε να μενουν δυνατα οσο γινεται ν' αντεχουν τον βαρυ αερα, που ηδη ειχε επιβαρυνθει πολυ απο το θεαμα του .
Ετσι κατι τετοιες αργες αντιδρασεις ειχαν με τον καιρο κανει τους οδηγους πολυ νευρικους.
Δεν ηθελαν να τους τυχαινουν τετοια.
Καλο ταξιδι γι αυτους ηταν αυτο που καθενας δεν ειχε σκασει μεσα στη καμπινα. Δεν πα να γυριζαν και με το λεωφορειο αδειο στον οικισμο. Εαν η καμερα δεν ειχε καταγραψει κανενα σκασιμο στο εσωτερικο, το ταξιδι ηταν καλο. Ο οδηγος ηταν καλος. Αρκουσαν οχτω καλα ταξιδια για να γινει καποιος οδηγος σταθμαρχης. Σε καποιος επαιρνε ολοκληρη ζωη. Σε καποιους λιγους μηνες. Αυτοι που τα καταφερναν γρηγορα, ειναι βεβαια κατανοητο, οτι ηταν οι πιο βαρβαροι ή οι πιο κυνικοι. Αυτοι που εβγαζαν και πεταγαν βιαστικα τον επιβατη εξω με τα σημαδια του πρωτου πρηξιματος. Ο ατυχος εμενε μεσα στη καυτη ερημο για καποιες ωρες πριν παραδωσει το πνευμα. Και η μεγαλη ειρωνια ηταν (αυτο απο καποιες λιγες μαρτυριες καποιων που ειχαν πεταχτει εξω ενω κοντευαν να φτασουν στον οικισμο και μπορεσαν και τον βρηκαν περπατωντας) οτι καθως εβγαιναν στον καθαρο αν και καυτο αερα, σταματουσε η συνεχης δηλητηριαση τους απο τις σκεψεις τις δικες τους και των αλλων. Ο θανατος τους ερχοταν μονο εξαιτιας θερμοπληξιας ή αφυδατωσης.
Αλλα οι επιβλεποντες των οδηγων δεν μπορουσαν να κανουν και πολλα γι αυτη την σκληρη βιασυνη καποιων.
Η δουλεια του οδηγου ηταν ηδη μια δυσκολη δουλεια. Και σε πολλα σημεια συγκρινομενη με αυτη των φυλακων, των εργατων ή ακομα και των πορνων ηταν χειροτερη.
Οι εθελοντες ολο και λιγοστευαν.
Ολοι ηξεραν οτι το πλεξιγκλας δεν ηταν το καταλληλο μονωτικο για τη καμπινα του οδηγου.
Ηταν κι αυτοι υποκειμενα μιας αργης δηλητηριασης.
Την ταξη των οδηγων την ξεχωριζες απο αυτο το ομοιομορφο απαλο πρηξιμο στο προσωπο και στο λαιμο. Οχι πολυ εντονο. Ισα ισα ικανο να χαλασει μια συμμετρια που υπαρχει σε καθε ανθρωπο οποιουδηποτε σχηματος και ογκου.
Και οι περισσοτεροι πιστευαν οτι το περιστατικο με τον οδηγο που ειχε σκασει ενω οδηγουσε ηταν μυθος. Ειπαμε το καλο ηταν οτι ολοι μαθαιναν να ξεχνανε γρηγορα, αυτο ηταν το αλφα της επιβιωσης. Και αυτοι, που τη σκεψη τους στοιχειωνε ενα λεωφορειο ακυβερνητο στη μεση της ερημου, δεν ειχαν καλο τελος. Αυτοι κυριως πηγαιναν απο ελλειψη υπνου.
Ο Τιολ, μαλλον γιατι ειχε αφησει καθε ελπιδα πισω οταν εκανε την αιτηση, δεν ειχε ουτως ή αλλως καμια προθεση να βασιστει πανω σε αυτες τις σκεψεις. Εφοσον δεν ειχε κατι να περιμενει απο το μελλον μπορεσε και πηρε και απο το παρελθον το σιδερενιο γαντι του.
Διαλεξε να εχει τα ματια ανοιχτα σε ολο το ταξιδι.
Ή οταν ξεκινησε η δοκιμασια παγωσαν κι εμειναν ξεχασμενα ανοιχτα.
Δεν ειναι σιγουρο οτι τα ειδε ολα αλλα ειδε πολλα.
Οταν ειδε το τελος του κοριτσιου μια θεση μπροστα και δεξια του, θυμηθηκε το προσωπο και την αγωνια στα ματια της οταν περιμενοντας να μπουν ειχαν σχηματισει μια μακρια ουρα. Καταλαβε οτι δεν θα μπορουσε να το αποφυγει. Ηταν σα ταινια που μαντευες τη καταληξη. Στο τελος του ταξιδιου - κι αυτη ηταν απο τις λιγες σκεψεις που του ειχαν απομεινει - την σκεφτηκε και απορησε γιατι στην ευχη ειχαν κανει δεκτη την αιτηση της αφου καποιος που ηξερε τα στοιχειωδη για το ταξιδι ευκολα θα διαπιστωνε οτι δεν θα αντεχε. Αν ελεγε αυτη την απορια του σε οποιοδηποτε σταθμο υποδοχης θα του ελεγαν -απαντουσαν σε ολες τις ερωτησεις - οτι δεν ηξεραν να εκτιμησουν την πορεια κανενος. Μετα απο καιρο μονο θα μαθαινε οτι η αληθεια ειναι οτι δεν απερριπταν καμια αιτηση. Ολες γινονταν δεκτες και μαλιστα για τη θεση που ζητουσες.
Ειδε και πως το γεγονος με το κοριτσι επηρεασε τη συμπεριφορα του οδηγου.
Πεταξε εξω στην αμμο ενα περιπου εικοσαχρονο αγορι απλως και μονο γιατι ετρεμε κι εναν αλλο που εβγαλε μια φωνη. Και στις δυο περιπτωσεις κοκκαλωσε το λεωφορειο και ετρεξε κατα πανω τους. Τους τραβηξε με ορμη που ηταν αρκετη γιατι κανενας στη κατασταση τους δεν θα μπορουσε να φερει σοβαρη αντισταση. Αυτη ειναι και η απαντηση στην ερωτηση γιατι οι οδηγοι δεν ηταν απαραιτητα σωματωδεις ή με καμια σχετικη εκπαιδευση σε παλη.Οι επιβατες ηταν σταθερα σ'ενα σχεδον εσχατο σημειο εσωτερικης καταρρευσης. Αθορυβοι και σιγουρα ηττημενοι ετσι που η αντισταση δεν θα μπορουσε να ειναι ουτε στις επιλογες ουτε στις δυνατοτητες τους.
Ειδε τρια περιστατικα και ειχε μια αχνη εντυπωση οτι ειχε δει αλλα δυο στις μπροστινες θεσεις και οτι αυτα ηταν ολα. Εκανε λαθος. Ο ακριβης αριθμος ολων των περιστατικων ηταν δεκατεσσερα, ακριβως στον μεσο ορο απωλειων για καθε ταξιδι και τα σκασιματα μεσα στη καμπινα ηταν συνολικα δυο, λιγο καλυτερα απο το μεσο ορο αυτα.
Ηταν ενα συνηθισμενο ταξιδι και δεκατεσσερα προσωπα στις ακρες του δρομου να κοιτουν με πρησμενα ματια εναν ηλιο που ολο και μεγαλωνε μεσα στο κεφαλι τους κι επιανε ολο τον ουρανο - δεν υπηρχε πια ουρανος, μονο αυτος ο ηλιος - ηταν μια συνηθισμενη στατιστικη.
Εξαιρετικό. Προτείνω να το ξαναγράψεις. Με πίστη.
Posted by: Vassiliki | May 30, 2009 at 01:43 AM
Γεια σου Βασιλικη.
Στη δικη μου σκήτη(ουτε καν μοναστηρι) μιλαω μονος μου. Καλο για να γραφεις, κακο για τη πιστη. Οξυμωρο αλλα η πιστη ειναι το βασικοτερο. Μου ειναι εντυπωσιακο το ποσο μεσα επεσες αναφεροντας αυτη τη λεξη (οικειο παλιροιακο φαινομενο του γραφια που πλεον ευκολα αναγνωριζεται και στους αλλους;). Εχει ανεβει δυο μερες το παρον και εικοσι φορες εχω σκεφτει να το κατεβασω. Το σωνει που σε καποια ξαναδιαβασματα του κατι βρισκω και που η πολη πρεπει να χτιστει κι αυτη.
Διαβαζεις ουσιαστικα οποτε βρισκεις και το πολυ ψιλα γραμματα.
Και με το ξαναγραψιμο συμφωνω.
Posted by: yannis | May 30, 2009 at 06:53 AM
Μην το κατεβάσεις!
Posted by: Dana_Semitecolo | June 02, 2009 at 11:36 AM
Γεια σου Ντάνα.
Θα βαλω τα δυνατά μου γι αυτο :)
Posted by: yannis | June 02, 2009 at 12:46 PM