Καθε βραδυ βγαζω το τραπεζακι εξω απο το μπαρ, ανοιγω το βιβλιαρακι μου και διαβαζω με τα φωτα νεον απο τις πινακιδες των μπατερφλάι μπαρ. Καμια φορα ενισχυω το φως τους μ'ενα μικρο φακο. Με το ενα χερι το βιβλιο με το αλλο το φακο. Βολευει μονο για μικρα βιβλια.
Χαμογελασαν στην αρχη, ο περιεργος Σιλά, που δε μας μιλαει πια και σταματησε να πειραζει τα κοριτσια.
Παιζουν μπαμπιγκτον διπλα μου μεσα στην υγρη νυχτα, που και που σηκωνω τα ματια, η επιθυμια ερχεται και φευγει και δεν εχω καμια διαθεση να τη κυνηγησω. Δεν μου κρυβει καμια εκπληξη.
Απο τα απεναντι εστιατορια βγαινουν φωναζοντας την πιο κακοηχη γλωσσα του κοσμου, ξερνανε στα δεντρα, τρεκλιζουν διαλυμενοι απο το ρυζοκρασο και τις ζεστες τους μπυρες. Κατουρανε σε γωνιες και στη μεση του δρομου. Κανουν να ξεφυγουν ενα βραδακι απο τη τιποτενια ζωη τους και βυθιζονται ακομα πιο πολυ μεσα της.
Η κριση εδιωξε πολλους ξενους και στεναχωρησε πολλα κοριτσια που εχασαν καποια ευκολα λεφτα και καποια ευκολα γελια που τους εφερναν οι αστειες γλωσσες τους. Πολλα εφυγαν στη μεγαλη πολη ή κλειστηκαν σε ενα τονο πιο σκοτεινα δωματια. Στο χωριο με τιποτα. Μερικα ουτε την Πρωτοχρονια. Οσα εχουν γινει αυτο το χρονο κανουν τη νοσταλγια κακογουστο αστειο.
Δεν υπαρχει ουτε κατι απο την ευθυμια του περυσινου καλοκαιριου. Τοτε που για λιγο εβαλαν τα καλα τους καθως ολος ο κοσμος τους κοιταζε. Δεν ηταν καν τα κυριακατικα, κυριακες βλεπεις δεν υπαρχουν, μιας χρησης πλαστικα ηταν.
Απο μπροστα περνουν δυο ναυτικοι, πενηνταρηδες και. Κανουνε μπαμ. Ελληναρες. Γυαλια με κορδονι, να μη πεφτουν ετσι οπως σκυβουν ν'ανοιξουν τα βαλβς ή να διαβασουν τα γραδα, ξεβαμμενα τζην, φαρδεια απο το πολυ φορεμα, ψαρρα μαλλια ακουρευτα για μηνες. Η πρωτη τους δουλεια στα λιμανια θα επρεπε να ειναι το κουρεμα αλλα ειναι τα κοριτσια. Απο καταβολης. Ειναι οι μονοι που κρατανε λουλουδια σε αυτη τη πολη, ο ενας ανθοδεσμη ο αλλος ολοκληρο καλαθι. Το σεναριο το ξερω. Εχτες το βραδυ θα γνωρισαν δυο κοντουλες, που τους κρατησαν το χερι και γελουσαν με οτι κι αν ελεγαν. Κατεβασαν ενα Τσιβας και τα κοριτσια ατελειωτα τσαγια με το ιδιο χρωμα. Τους εδωσαν τηλεφωνα κι αυτοι αρχισαν να τους στελνουν μηνυματα απο τις οχτω το πρωι. Τα κοριτσια θα ξυπναγαν στις δωδεκα και θα εβελεπαν τα κινητα τους γεματα "άι μις γιου" και "άι θινκ οφ γιού". Νικος. Μιχάλης. Οτι δεν θα ειχαν απαντησεις θα τους εκανε λιγο νευρικους και ανυπομονους, μια φορα που θα συναντιοντουσαν στους αλουέδες θα κανανε τους αδιαφορους παρόλο που η η θεα του ενος στον αλλο δεν θα του θυμιζε τιποτα αλλο παρα αυτες. Οταν θα λαβαιναν το πρωτο μηνυμα κατα τις εξι το απογευμα , λιγο πριν ανοιξει το μπαρ, κι ενω θα το ειχαν παρει αποφαση θα ξαναερωτευοντουσαν αυτοματα. Τωρα κρατανε απο δυο κιλα λουλουδια ο καθενας, γελανε και πειραζονται. Θα τους ξανασυναντησω αργα το βραδυ οταν θα περνανε τρεκλιζοντας το δρομο με μια νεα ελπιδα περιεργη, να μη χασουν το δρομο για το ξενοδοχειο που εκλεισαν για σημερα και θα κοιμηθουν μονοι τους.
Χαμηλωνω τα ματια κι αλλο στο βιβλιο. Θελω να τη κοψω την ιστορια τους στο μυαλο μου. Και τη σκεψη απο τα γελια τους οταν αγοραζαν τα λουλουδια που θα σαπισουν γρηγορα - σε δυο μερες - μεσα στο μισοσκοταδο του μπαρ, και τη μαλακια τους στα καθαρα σεντονια, και στο πως θα ξαναπουν την ιδια ιστορια παραλλαγμενη στη δεσπετζα σε ενα αλλο μπαρκο 'η κατω απο τη μουρια του καφενειου στο χωριο. Εκει που τα κοριτσια θα εχουν ψηλωσει, θα τους παιρνουν συνεχεια τηλεφωνο και δεν θα τους αφηναν να κοιμηθουν τα βραδυα. Το δερμα τους που θα μυριζει γιασεμι και θα φιλουν αλλιωτικα.
Το μπαλακι με τα πλαστικα φτερα προσγειωνεται στα ποδια μου.
Οπως το παταω και το αφηνω σηκωνεται λιγο οποτε μπορω και του δινω μια γερη κλωτσια που το προσγειωνει στη μεση του δρομου.
Ακουω τη φωνη απο τα λευκα ποδια να μου φωναζει θυμωμενα.
"Να πας" της λεω.
Δεν εχω κανενα θυμο κι ολη μου η λυπη ειναι για το Γιώργο Δεληκάρη.
Recent Comments