Το καπετανιο τον εβλεπα πρωτη φορα και το καραβι θα εβγαινε για το πρωτο του ταξιδι.
Η δουλεια μου ηταν να παρακολουθησω πως θα πηγαινε το καραβι τις πρωτες μερες και να λυσω τα προβληματα που θα παρουσιαζονταν. Επρεπε να παραμεινω εν πλω μεχρι το πρωτο λιμανι.
Θα ημουνα συνεχεια στο ποδι, μερα νυχτα, ολες αυτες τις μερες. Θα επρεπε να ανεβοκατεβαινω συνεχεια απο το μηχανοστασιο στη γεφυρα και η σκεψη μου θα επρεπε να γινει ενα με τη συμπεριφορα του καραβιου. Ο καφες παντα στο χερι, ο υπνος λιγος, κι αυτος κλεφτος, με τα ρουχα. Αν ολα πηγαιναν καλα στην αρχη μπορει να χαλαρωνα.
Οπως σε καθε ταξιδι, οπως σε καθε περισταση που αναμεσα σε δυο δρασεις η αναμονη θα ηταν πανω απο μερικα λεπτα, ειχα φροντισει να εχω μαζι μου ενα βιβλιο, η ξεκουραση που ηθελα, η φυγη μεσα σε μια αλλη ιστορια απο την κουρασμενη δικη μου, ηξερα οτι η προσμονη να βρεθω στη καμπινα θα μου εδινε δυναμη, η σκεψη να το ανοιξω με την ησυχια μου, να βυθιστω μεσα του και ν'αφησω ολο τον αλλο κοσμο στη δικη του πορεια.
Ετσι πηρα μαζι μου την Λολίτα, δεν την ειχα ανοιξει καν ακομα, θα διαβαζα τις πρωτες σελιδες στη πρωτη ευκαιρια που θα ξελασκαρα.
Ολη η μερα περασε μεσα σε ενα ασταματητο τρεξιμο, μια συνεχη προσπαθεια να κατανοησω πως πηγαινε το καινουριο καραβι, αν υπηρχαν σημεια που χρειαζονταν ιδιαιτερη φροντιδα και προσοχη, καποιες αλλες ρυθμισεις. Ηταν σαν ενα παιδι που τωρα μαθαινε να περπαταει, επρεπε να νιωσουμε και να καταλαβουμε καλα το παραμικρο του τρεκλισμα και ανασφαλεια.
Με τον καπετανιο ειχαμε καποιες κουβεντες στη τραπεζαρια. Ητανε κι αυτος πολυ αγχωμενος και νευρικος, και πολλες απο τις εντολες που εδινε κατεληγαν στο κενο καθως το πληρωμα δεν ηξερε ακομα πως επρεπε να κινηθει. Το καραβι πηγαινε το δρομο του κι εμεις μεσα στα σπλαχνα του προσπαθουσαμε να καταλαβουμε το σφυγμο και τη περπατησιά του.
Αργα το βραδυ, με ποδια που ετρεμαν απο τη κουραση και με το μυαλο μου σα μια ζεστη σουπα, αποσυρθηκα για λιγο στη καμπινα κι αφου εκανα ενα ζεστο μπανιο καθισα σε ενα μικρο στενο καναπε και πηρα τη Λολίτα στα χερια μου. Το καραβι επλεε σε μια αδιαπεραστη σκοτεινια, σ'ενα μερος ξενο κι απροσδιοριστο και οι πρωτες λεξεις της αναψαν μια φωτια μεσα στο μυαλο μου εκατονείκοσι μιλια απο την πιο κοντινη γη
"Λολίτα φως της ζωης μου, φλογα των λαγονων μου. Αμαρτία μου, ψυχη μου. Λο-λί-τα. Της γλώσσας η ακρη τρεχει τρεις φορες στον ουρανισκο, για να χτυπησει με την τριτη απαλά πανω στα δοντια. Λο. Λι. Τα."
Ο αδιακοπος ηχος της μηχανης, των γεννητριων, του καζανιου, των αντλιων, των εξαεριστικων χαθηκαν. Και η σκοτεινια πανω, κατω και γυρω διαλυθηκε μεσα στο χρυσο ποταμι των λεξεων, στα μαλλια της Λολιτας.
"Ομως στη δικη μου αγκαλια ηταν παντα, καθε φορα. Λολίτα."
Σηκωσα το κεφαλι μου στον απεναντι γυμνο τοιχο. Γυρω μου υπηρχε ενα καραβι. Απο κατω του η μαυρη θαλασσα. Σαν υπενθυμιση στον εαυτο μου λιγο πριν γυρισω παλι τα ματια μου στο βιβλιο, κι ο κοσμος αλλαξει.
Ημουνα προσηλωμενος για καμια ωρα όταν ο ηχος ενος αλάρμ μ'εκανε να πεταχτω μηχανικα και χωρις καμια σκεψη να τρεξω προς το μηχανοστασιο. Κατεβαινοντας τις σκαλες το μυαλο μου εψαχνε και αναγνωριζε τους τοιχους της παλιας διαστασης, καραβι, μηχανες, αντλιες, ατμος ...
Μας πηρε κανα διωρο να εντοπισουμε το προβλημα, αλλαξαμε καπως τη ροη των ζεστων νερων, οι σωληνες ηρεμησαν, το νεαρο καραβι συνεχιζε το δρομο του μεσα στη νυχτα.
Γυριζοντας στη καμπινα, καθιδρος και γεματος βρωμα, βρηκα την πορτα της ανοιχτη. Δεν θυμομουνα αν την ειχα κλεισει ή οχι αλλα πολυ γρηγορα αυτη η ερωτηση δεν ειχε σημασια γιατι μπαινοντας ειδα τον καπετανιο να καθεται στη καρεκλα του γραφειου εχοντας στα χερια του τη Λολίτα.
Καπως ξαφνιασμενος, σηκωσε τα ματια του μολις με ακουσε.
- Τι ηταν αυτο το αλαρμ; τιποτα σοβαρο;
- Το φτιαξαμε, δεν πιστευω να ξαναχτυπησει.
Δεν υπηρχε κατι το ιδιαιτερα περιεργο εκεινη τη στιγμη παρα μονο μια ασυμμετρια που μου δημιουργησε η σκεψη οτι κανονικα μολις με ειδε ή αρχιζοντας να μιλαμε για τη δουλεια επρεπε να ακουμπησει το βιβλιο στο γραφειο.
Πηγα και καθισα στη θεση μου και μ'ενα βρωμικο μαντηλι σκουπισα τον ιδρωτα μου.
- Λες να καταφερουμε να κοιμηθουμε σημερα; ειμαι πτωμα , του ειπα.
- Α να δουμε, παντως ειναι καλυτερα απο τη πρωτη εξαωρια.
- Α, αυτο σιγουρα.
Και μετα δεν ηξερα τι να πω. Κι αυτος το ιδιο. Στις προηγουμενες κουβεντες μας στη τραπεζαρια δεν ειχαμε βρεθει μπροστα σε καποια παρομοια σιωπη. Κατι μεσα μου ελεγε να μην προσπαθησω να τη σπασω, να μην προσπαθησω να φανω ευχαριστος και φιλικος. Και μειναμε εκει για λιγη ωρα, εγω να νιωθω τον ιδρωτα μου να στεγνωνει γρηγορα απο το δυνατο αιρκοντισιον κοιτωντας τον τοιχο, κι αυτος να στεκεται λιγο λοξα απεναντι μου, παιζοντας με τη κλειστη Λολίτα και στριφογυριζοντας την αναμεσα στα χερια του. Αρχισα κι εβγαζα αναστεναγμους κουρασης και καποια στιγμη σηκωθηκε.
- Παω, αντε να δουμε πως θα τη βγαλουμε τη νυχτα.
Τα ματια μου ειχαν καρφωθει πανω στα χερια του και του απαντησα μολις ακουμπησε τη Λολίτα πανω στο γραφειο.
- Ε, ησυχα πιστευω. Καλα παμε.
Και μετα καπως βιαστικα.
- Καληνυχτα.
- Καληνυχτα.
Βγηκε κλεινοντας τη πορτα κι εγω πεταχτηκα, πηρα τη Λολιτα στα χερια μου και την ανοιξα
"Η καρδια μου φουσκωσε με τοση δυναμη που λιγο ελειψε να λιγοθυμησω. Ανοιξα διαπλατα τη πορτα και ταυτοχρονως εφτανε η Λολίτα, με το κυριακατικο φορεμα της, ποδοκροτωντας, αγκομαχωντας, και ριχτηκε μεσα στην αγκαλια μου, με το αδολο στομα της να λιωνει κατω απο τη θηριωδη πιεση του σκοτεινου αρρενωπου μου σαγονιου, η παλλομενη λατρεια μου!"
Διαβαζα και διαβαζα και με πηρε ο υπνος με τη Λολίτα στα χερια, στραβοκαθισμενος στο μικρο καναπε με το καφε πλαστικο καλλυμα. Του καραβιου η καθορισμενη πορεια συνεχιζε, το ονειρο μου το πηρε η κουραση.
Οταν ο ηχος του αλαρμ με ξυπνησε, μου χρειαστηκε λιγη ωρα να συνειδητοποιησω ποιος και που ειμαι.
Κινηθηκα αργα καθως ενιωσα το δεξι μου ποδι βαρεια μουδιασμενο. Οπως εσκυψα να δεσω τα παπουτσια μου ειδα τη Λολίτα πεσμενη στο πατωμα, με τη ραχη της προς τα πανω. Τη μαζεψα και την ακουμπησα στο κρεβατι. Χτυπησε το τηλεφωνο "ερχομαι" φωναξα με ενα ααναπαντεχα σκληρο τονο και κατεβηκα παλι στη κοιλια του καραβιου, εκει που χωνευε τα πετρελαια και τα εκανε δρομο πανω στο ταραγμενο και σκοτεινο νερο.
Λειτουργουσα σαν υπνωτισμενος, μας πηρε ωρα να εντοπισουμε μια διαρροη που εκανε τις φλεβες του πιο αδυναμες. Σφιξαμε, βαλαμε τεφλον, συνηλθε, ηρεμησε. Επιασα λιγο την κουβεντα με το πληρωμα, τα ματια ολων καταμαυρα απο την αυπνια και την αγωνια.
Γυρισα στην καμπινα και ηταν παλι εκει.
Η ενοχληση μου ηρθε πριν απο την πρωτη σκεψη μου. Ητανε στην ιδια θεση ακριβως, στην ιδια σταση και την ειχε ανοιξει και ειχε σκυψει επανω της.
- Τι εγινε; με ρωτησε χωρις να σηκωσει το κεφαλι.
- Ενταξει, ολα καλα.
Επεσα βαρυς στο κρεβατι. Με περισσοτερη ορμη απ΄οση υπολογιζα κι εμεινα μπρουμυτα εκει. Κανενας ηχος περα απο το γνωστο της μηχανης και του αιρκοντισιον. Προσπαθησα να συγκεντρωθω αναμεσα σε αυτους τους δυο ηχους για να πιασω τους δικους του. Στην αρχη τιποτα. Μετα ακουσα ενα φυλλο να γυριζει. Μετα τρια λεπτα αλλο. Μετα τρια λεπτα αλλο. Τα δαχτυλα μου εσφιξαν με δυναμη τα σεντονια.
Αρχισα το προηγουμενο κολπο με τους αναστεναγμους. Αναταραχτηκε λιγο πανω στη καρεκλα του, αλλα αυτο μονο. Δεν την αφηνε απο τα χερια του. Ενας εκνευρισμος απλωνοταν ανεξελεγκτα απο μεσα μου προς ολο το δωματιο. Πεταχτηκα απο το κρεβατι και αρχισα να βγαζω τη βρωμικη φορμα μου.
- Λεω να κανω ενα μπανιο. Σκυλοβρωμαω, δε μπορω να κοιμηθω ετσι.
- Ναι ναι, μου ειπε. Βεβαια.
Περασα απο μπροστα του φορωντας μονο τα εσωρουχα και μπηκα στη τουαλετα.
Ανοιξα το ζεστο νερο και το αφησα για ωρα να τρεχει πανω μου να καταπαυσει τη ταραχη μου. Καποια στιγμη το εκλεισα και αφουγκραστηκα προς το δωματιο. Δεν ακουσα τιποτα. Εβαλα τη μεγαλη πετσετα γυρω μου και ανοιξα τη πορτα αργα. Βγαινοντας εξω μολις που ειδα τη πορτα της καμπινας να κλεινει. Εστριψα γρηγορα το κεφαλι προς το γραφειο. Η Λολιτα ηταν εκει. Κλειστη.
Την πηρα και ξαπλωσα στο κρεβατι.
"... βυθιστηκα σ'ενα σωρο αντικειμενα που την ειχαν αγγιξει. Ηταν ειδικα ενα ροζ υφασμα, λερωμενο, σκισμενο, με μια αμυδρως στυφη μυρωδια στη ραφη. Τυλιξα σ' αυτο την τεραστια, καταβροχθισμενη καρδια μου"
Η κουραση και η νυστα μου ερχονταν σαν ενα βαρυ κυμα και τα ματια μου εκλεισαν μονα τους.
Ο υπνος με πηρε με τη Λολίτα πανω στο στηθος και τη πετσετα βρεγμενη και τυλιγμενη γυρω μου.
Η επομενη μερα δεν ειχε προβληματα. Το καραβι συνηθιζε τα υγρα του, μαθαινε γρηγορα να υπακουει στο καπετανιο του, να μην παρεκλινει απο τις βουλες του, η όποια εφυία του ειχαμε μεταδωσει ηταν αυτη ακριβως η υπακοη.
Καθε που γυριζα απο τη δουλεια στη καμπινα μου αυτος ηταν εκει. Δεν ηταν σωστο και αυτο βεβαια το ηξερε. Αλλα η επιμονη του ηταν αδυσωπητη, ακαμπτη. Οτι υποννοουμενο και να αφηνα, οσο ενοχληση και να εδειχνα, το πολυ που καταφερνα ηταν μια αναβολη σε καποια επισκεψη του. Αλλα και παλι δεν ημουνα σιγουρος αν αυτο οφειλοταν στην αποστροφη που απροκαλυπτα πλεον του εδειχνα οτι μου προκαλουσε η εισβολη του στη καμπινα μου και η εικονα του να κραταει τη Λολίτα μου ή σε καποια δουλεια που ειχε εκεινη τη ωρα και δεν μπορεσε να ερθει ή παλι τιποτα απο αυτα αλλα ισως απλως να ειχε ερθει και να ειχε φυγει πριν λιγη ωρα.
Δεν μπορουσα να καταλαβω και ποσο ειχε προχωρησει μεσα στη Λολίτα μου καθως φροντιζαμε και οι δυο να την κραταμε με τα φυλλα της ατσαλακωτα.
Ενα βραδυ ομως μη μπορωντας να κρυψω την ταραχη μου που τον εβρισκα παλι εκει ,με τη Λολιτα μπροστα του, να την κραταει ανοιχτη με τα χοντρα τριχωτα χερια του, γυρισα και βγηκα ορμητικα απο τη καμπινα μου.
Ανεβηκα στο τελευταιο καταστρωμα,πανω απο τη γεφυρα, και αναψα τσιγαρο. Ο αερας ηταν δυνατος και καπου μακρυα μπροστα μας φαινονταν κατι δυνατες αστραπες που εκαναν το μαυρο ουρανο κιτρινο, μετα μωβ και μετα παλι μαυρο. Το καραβι ειχε πορεια προς τα κει και ηταν οι πρωτες σταγονες της βροχης που συναντουσαμε αυτες που εσβησαν το τσιγαρο μου. Σε λιγο ειχα γινει μουσκεμα και τρεμοντας απο το κρυο κατεβηκα στη γεφυρα.
Γυρω μονο τα κοκκινα και πρασινα φωτα της κονσολας, μπροστα το σκοταδι, απο κατω και πανω και παντου γυρω.
Οι αστραπες διαρκουσαν ολο και περισσοτερο, δυναμωναν οσο πλησιαζαμε, τις κοιτουσα με δεος.
Η φωνη του ακουστηκε ξαφνικα απο πισω μου
- Τα καραβια δεν παθαινουν τιποτα απο τις αστραπες. Δεν παιρνουν χαμπαρι. Να το ξερεις.
Το ηξερα μαλλον αλλα το ειχα ξεχασει.
Ενω πριν ειχα σκεφτει να του μιλησω καθαρα για την ενοχληση που μου προκαλουσε η παρουσια του στη καμπινα μου και η περιδιαβαση του στη Λολιτα μου, τωρα κατι με σταματησε.
Ειχε σταθει στην αλλη ακρη της γεφυρας, ενας σκοτεινος ογκος μεσα στη νυχτα. Κοιτουσε μπροστα και δεν ηξερα τι εβλεπε. Μειναμε ετσι χωρις να μιλαμε κοιτωντας σε μια μακρινη ευθεια τις ματαιες αστραπες.
Κατεβηκα μετα στη καμπινα μου και ενω μπαιναμε μεσα στη καταιγιδα που μας κουνησε και μας ταλαιπωρησε αγρια ολη τη νυχτα, εγω τελειωσα τη Λολίτα.
Η επομενη μερα ηταν ηρεμη απο συμβαντα. Εξω εκανε πολυ κρυο κι εριχνε χιονονερο.
Κανενα αλαρμ δεν χτυπησε, κανενα τηλεφωνο κι ετσι εβγαλα ολη τη μερα στο κρεβατι με αυτην διπλα μου κλειστη αλλα οχι αγνωστη.
Την αλλη πιασαμε λιμανι και κατεβηκα.
Την ειχα αφησει μισανοιχτη πανω στο κρεβατι.
Σαν ξεχασμενη, ταχα μου.
Σαν βιαστικα ξεχασμενη.
Στις ατελειωτες διαδρομες του καραβιου μεσα στο υγρο χάος.
Recent Comments