Ανοιγοντας την πορτα το πρωι διαπιστωσα μια μικρη αντισταση και εναν ηχο σαν οξυ συρσιμο στο κατωφλι.
Τεντωνοντας το κεφαλι μου να δω πισω απο την πορτα αντικρυσα ενα σκοτεινο μικροσκοπικο ογκο. Εσκυψα απο πανω του μην εχοντας καταλαβει τι ηταν. Ηταν και λιγο σκοτεινο και το ελαφρυ σκουντημα με το παπουτσι μου δεν βοηθησε. Πηγα παλι μεσα κι εφερα εναν μικρο φακο που του εριξα πανω του υπο διαφορες γωνιες για να καταλαβω. Ηταν σα μια μπαλα σε αρκετα περιεργο σχημα και καπως βαρεια ετσι οπως την ενιωθα στο παπουτσι μου που ξαναανελαβε δραση. Επρεπε να σκυψω ομως πολυ κοντα του για να το δω καλα, επρεπε να το ακουμπησω για πολυ λιγο και να νιωσω το τσιμπημα που με ξαφνιασε και με τιναξε πισω για να ερθει στο μυαλο μου η λεξη απο αυτο το πραγμα που μεχρι τοτε μονο σε φωτογραφια ειχα δει. Σκατζοχοιρος. Και σα να καταλαβε την κατανοηση μου γιατι εκεινη ακριβως τη στιγμη εβγαλε το μυτερο του μουσουδακι μυριζοντας ισως το χωρο.
Ηταν ενα μυστηριο το πως ειχε βρεθει εκει. Στη μικρη μου αυλη δουλευα συχνα, σκαλιζοντας γυρω απο τις τριανταφυλλιες ή μαζευοντας τα ξερα φυλλα απο την λευκα. Δεν το ειχα δει. Ο τοιχος της αυλης ηταν μεν χαμηλος αλλα γι αυτο το δημιουργημα ηταν ενα απροσπελαστο φυσικο φαινομενο, ο δε χωρος εξω απο αυτο το τοιχο ηταν μια αρκετα μεγαλη, ειδικα για τα μετρα του, ερημια. Εκτεινοταν καποια χιλιομετρα και το μονο που υπηρχε ηταν λιγοστο χορταρι κατα τοπους, κιτρινο αυτη την εποχη και, δεν το αποκλειω, καποιοι θαμνοι. Πως εκανε αυτο το ταξιδι; Πως καλυψε αυτη την ανυδρη αποσταση;
Με το ποδι μου το εσπρωξα προς την αυλη. Φανταστηκα πως θα ηταν πιο ανετα εκει παρα στη τσιμεντενια και στενη βεραντα. Σηκωσα το γιακα της καμπαρντινας μου γιατι ενας δυνατος, παγωμενος αερας που ξαφνικα σηκωθηκε μου ξυρισε τ’ αυτια.
Ανοιγοντας την αυλοπορτα γυρισα και του εριξα μια ματια. Ειχε ηδη προωθηθει κατω απο τη λευκα και μου εδωσε την εντυπωση οτι με κοιτουσε. Χαζα του σηκωσα το χερι και τον χαιρετησα. Μετα κατευθυνθηκα προς το αμαξι.
Επεστρεψα πολυ αργα το απογευμα, λιγο φως απομενε κι αυτο εσβηνε σιγα σιγα πισω απο τον γυμνο λοφο βορειοδυτικα. Ανοιγοντας την πορτα ακουσα αυτο το συρσιμο σαν μεταλλικη βουρτσα και η ξεχασμενη πρωινη σκηνη επεστρεψε παλι στη μνημη μου. Καθισα απο πανω του παρατηρωντας το. Μετα γυρισα και κοιταξα τη λευκα που τον ειχα «αποχαιρετησει» το πρωι.
Διανυοντας με το βλεμμα μου αυτη τη διαδρομη ως την βεραντα, σταθηκα σ’ενα καινουριο ερωτημα που περιεργως δεν ειχε εμφανιστει το πρωι ισως γιατι ηδη το μυαλο μου ηταν μουδιασμενο απο την εκπληξη της πρωτης μας συναντησης.
Πως ειχε καταφερει και ειχε ανεβει τα τρια σκαλια που οδηγουσαν απο την χωματινη αυλη στην τσιμεντενια μου βεραντα; Δεν ειχα σαφη ιδεα ποσο μεγαλα ηταν τα ποδια του, αυτη τη στιγμη παντως δεν με επειθαν οτι θα μπορουσαν να δρασκελισουν τα τρια σκαλια. Τον αφησα στην βεραντα, μια μπαλα απο βελονες, ζωντανες που συσπειρωνονταν μολις τις πλησιαζες.
Στο καναπε, μπροστα στο τζακι μου, ανοιξα μια παλια εγκυκλοπαιδια, ειδα σε φωτογραφιες τα κοντα αδυναμα ποδια του, νοερα υπολογισα οτι θα του χρειαζοταν εφτα με οχτω μερες ασταματητο μπουσουλημα για να ερθει απο το κοντινοτερο δασος εδω. Δεν μπορουσα να φανταστω οτι επεσε απο τον ουρανο ή οτι γεννηθηκε μεσα στην ερημια που με χωριζε απο τον αλλο κοσμο.
Οατν με πηρε ο υπνος δεν ηξερα αν αυτο το τριξιμο που ακουγα σαν μεσα σε ονειρο ηταν απο τα ξυλα στο τζακι, απο τα φυλλα της λευκας στον νυχτερινο αερα ή απο μακριες βελονες ετσι οπως σερνονταν στο ξυλο της πορτας.
Το επομενο πρωι ηταν παλι εκει, κολλημενος στην πορτα,και συρθηκε πειθηνια οπως την ανοιξα. Λουφαξε, συσπαστηκε, εγινε μπαλα. Γυρισα πισω και πηρα τρια μικρα ντοματακια απο το ψυγειο. Σπρωχνοντας τον μεχρι τη λευκα, του τα αφησα μπροστα σε αυτο που εκεινη τη στιγμη μου φανηκε οτι ηταν η πλευρα απο οπου εβγαινε το κεφαλι του.
Ειχα μπει στο αυτοκινητο αλλα μια σκεψη με εκανε να γυρισω παλι στον επισκεπτη μου. Τα ντοματακια ειχαν ηδη εξαφανιστει. «Να μασας αργα» του ειπα.
Το απογευμα που γυρισα ενιωσα την ιδια εκπληξη με τη χτεσινη που τον ειδα στη βεραντα και μαζι μου ηρθε ενα ανεξελεγκτο κυμα θυμου. Αγνωστο απο που και γιατι. Ισως γιατι ενιωθα οτι του ειχα δωσει εντολη να καθεται στην αυλη, κατω απ' τη λευκα. Ισως η εικονα του, η σχεδον αδιορατη κινηση των βελονιων του ετσι οπως συσποταν καθως προχωρουσε αργα, ισως η κουραση μου που τον εκανε να φαινεται σαν ενας εισβολεας στην ησυχια μου εκεινη τη στιγμη. Τον κοιταζα πολυ ωρα απο ψηλα με σφιγμενα χειλη. Ο θυμος μεσα μου μεγαλωνε, η αηδια για την υπαρξη του, η ακατανοητη και αποτροπαια αισθηση οτι δεν ημουν πλεον μονος μου.
Τη στιγμη που η μυτη του παπουτσιου μου τον βρηκε με δυναμη στη κοιλια εκλεισα τα ματια. Ηταν απροσμενα βαρυτερος απο οσο περιμενα, τον ακουσα που επεφτε απο τη βεραντα και συρθηκε αλλα δεν τον εβλεπα. Πηγα τρεμοντας - απο οργη που σιγα εσβηνε παραχωρωντας τη θεση της σε εκπληξη απο την αντιδραση μου - ως την ακρη και κοιταξα. Δεν τον ειδα. Ηταν ηδη σχεδον σκοταδι, ισως συρθηκε ως τις τριανταφυλλιες.
Τη νυχτα αυτη δεν ακουγα παρα τον ηχο του αερα. Η λευκα ειχε σταθει ακινητη, σκεφτηκα, λιγο πριν με παρει ενας ταραγμενος υπνος σ’ενα χωρο οπου μαλακά ζώα με παραξενες πανοπλιες σχεδιαζαν την επομενη τους κινηση.
Το πρωι και τις επομενες μερες δεν τον ειδα. Μια φορα μαλιστα εκανα προσεχτικα αλλα ματαια το γυρο της αυλης. Τα πρωινα αφηνα ντοματακια σε διαφορα σημεια που τα εβρισκα αθικτα τα απογευματα.
Τον φανταστηκα να παιρνει παλι το δρομο για το εφτα οχτω ημερων ταξιδι του ως το δασος. Γυρισα στην προηγουμενη ρουτινα μου. Η ικανοποιηση απο τις λιγοστες ευθυνες της εκουσιας εξοριας μου απο τις πολεις επεστρεψε.
Τον ξεχασα. Και τον περιεργο ερχομο του και την αδιευκρινιστη ταχυτητα του. Περασε καποιος καιρος, ο χειμωνας ηρθε για τα καλα.
Γεμισα το ενα απο τα δυο δωματια με ξυλα, το εκανα αποθηκη. Ζουσα μονο στο αλλο, περιορισα ετσι δραστικα τις εξοδους μου στον κρυο αερα.
Απ’ εξω ακουγοταν δυνατη βροχη με πολλους κεραυνους.
Εκεινη την ημερα κοβοντας και τους τελευταιους δεσμους μου με τις πολεις ειχα παραιτηθει απο την βαρετη μου δουλεια. Δεν θα με αναζητουσε κανεις καθως σχολαστικα ειχα φροντισει να μην με πλησιασει κανεις περα απο τα τυπικα. Και κανεις δεν ηξερε που εμενα. Κανεις δεν με ειχε ποτε επισκεφθει, τα τεσσερα σταυροδρομια απο τις πολεις μεχρι την καλυβα μου δεν ειχαν κανενα ονομα και κανενα βελος πορειας δεν εδειχνε προς καμια κατευθυνση.
Η βροχη συνεχιζε να πεφτει ενω ενας πονος μου εσφιξε το στηθος. Ηπια λιγο απο το τσάι μου, εκλεισα τα ματια προσπαθωντας να τον ηρεμησω.
Ηπια πολυ βαλεριανα μεχρι να καταφερω να κοιμηθω ενα ταραγμενο υπνο που μεσα του ειδα την αυλη μου γεματη σκατζοχοιρους, που κοιτουσαν προς την πορτα μου και τα παραθυρα μου ολη τη νυχτα.
Με βαρυ κεφαλι το πρωι κοιτωντας εξω απο το παραθυρο ειδα τη λευκα σε κακη κατασταση. Η βροχη και ο αερας ειχε σπασει πολλα κλαδια της. Μετα δυο κουπες δυνατο καφε βγηκα να τα μαζεψω. Τα εκανα ενα μεγαλο σωρο κατω απο το υποστεγο. Τα στοιβαζα σε σωρο οταν ακουσα την πορτα να κλεινει. Νομισα οτι την ειχα ηδη κλειστη, δεν ηθελα η ζεστη που με συνεση αποταμιευα τοσες μερες να χαθει στον κρυο πρωινο αερα.
Τελειωσα με τα σπασμενα κλαδια, εσιαξα τις τριανταφυλλιες, καθαρισα το δρομακι.
Κρατουσα στα χερια λιγα απο τα κλαδια της λευκας με σκοπο να τα ξηρανω διπλα στο τζακι. Ετσι οταν η πορτα δεν ανοιξε στο σπρωξιμο που της εκανα τα ακουμπησα κατω και ξαναδοκιμασα. Γυρισα το πομολο. Δεν κουνιοταν.
Την εσπρωξα με τον ωμο μου με δυναμη. Ανοιξε πολυ λιγο, κατι την εμποδιζε. Και αυτο το κατι την εσπρωξε προς το μερος μου και την εκλεισε παλι. Πρωτα σκεφτηκα οτι ηταν καποιο δυνατο ρευμα αερα απο καποιο ανοιχτο παραθυρο στην πισω πλευρα. Πηγα διπλα στο παραθυρο και κοιταξα μεσα. Οχι δεν ηταν κανενα παραθυρο ανοιχτο στον απεναντι τοιχο. Γυριζοντας τα ματια μου στο δωματιο ειδα τον στρογγυλο ογκο περιπου μισο μετρο υψος πισω απο την πορτα. Δαικρινοταν σκουρος, με δυσδιακριτο περιγραμμα αναμεσα απο τη ραχη μιας καρεκλας. Στενεψα τα ματια προσπαθωντας να διακρινω καλυτερα. Εμεινα να το κοιταω, παγωνοντας σιγα σιγα, ενα παγωμα που δεν οφειλοταν στο τσουχτερο πρωινο κρυο, καθως απλωνοταν απο πολυ μεσα μου προς τα εξω και προς το μυαλο μου. Και εγινε η εκπληξη μου τρομος οπως ειδα αυτο τον ογκο να παλλεται πολυ αργα αλλα ρυθμικα με το τροπο μιας ζωικης ανασας. Και οι μακριες βελονες του σα να διαβαζαν τον αερα με μικρες ασσυμετρες αλλα κυματιστες κινησεις. Πηγα ως την ακρη της αυλης και κοιταξα την καλυβα μου απο μακρια. Τιποτα εξωτερικα δεν ειχε αλλαξει. Τιποτα δεν μαρτυρουσε οτι τωρα μεσα της στεγαζε ενα τερας που την ειχε σφετεριστει απο εμενα.
Πηρα φορα κι επεσα με δυναμη πανω στη πορτα. Τρανταχτηκε λιγο αλλα αυτο μονο. Παλι και παλι χωρις αποτελεσμα μεχρι που πονεσε ο ωμος μου. Αρχισα να ουρλιαζω προσπαθωντας να το τρομαξω. Και μετα εσπρωχνα. Τιποτα. Ισα ισα ενιωθα οτι με καθε προσπαθεια μου η αντισταση του στην αλλη πλευρα μεγαλωνε.
Καθισα στα σκαλια. Προσπαθουσα να σκεφτω οτι δεν ηταν τιποτα παραπανω απο ενα ζωο. Ενα ακακο ζωο, οπως ειχα διαβασει τοτε.
Σκεφτηκα το παραθυρο. Ετρεξα γρηγορα προς τα εκει. Σα να ειχε διαβασει τη σκεψη μου. Εβλεπα τον μαυρο του ογκο πισω απο το τζαμι. Σα να ειχε ψηλωσει μαλιστα, Ή ισως ειχε σηκωθει στα τεσσερα αδυνατα ποδια του για να μου κλεισει και αυτη τη διοδο. Πισω απο το τζαμι εβλεπα καθαρα τις βελονες του να συσπωνται. Ηταν καπως πιο μακρια η μια απ’ την αλλη. Ειχαν ανοιξει, ηταν σε θεση μαχης. Εκανα πισω. Το αθλιο δημιουργημα με πολεμουσε. Ηταν μεσα στο σπιτι μου. Ηταν πελωριο.
Εκανα γυρους το σπιτι προσπαθωντας να βρω τροπο να μπω. Η πισω πορτα ομως ειχε κλεισει απο τους σωρους τα ξυλα που ειχα στοιβαξει. Το τερας με τις βελονες ητανε σε καθε αλλο σημειο που προσπαθουσα. χανιασμενος, καθισα σταυροποδι κατω απο τη λευκα και κοιτουσα το σπιτι. Καποια στιγμη νομισα οτι ειδα πισω απο τα τζαμι ενα μυτερο μουσουδι και δυο κιτρινα μοχθηρα ματια.
Μεσημεριασε, εβρεξε παλι, σουρουπωσε. Η βροχη μ’εστειλε στο υποστεγο. Εκει εβγαλα και τη νυχτα. Πανω στα σπασμενα κλαδια της λευκας κοιμηθηκα και καθε λιγο ξυπνουσα απο το κρυο και απο τις βελονες του ετσι οπως εξυναν το πατωμα μεσα στη καλυβα μου. Στο σπιτι που δεν ηταν πια δικο μου.
Παγωνα, ετρεμα απο φοβο μεσα στις μερες και τις νυχτες που ακολουθησαν. Και απο μια τρομερη διψα για εκδικηση.
Σκεφτομουνα ξανα και ξανα την κλωτσια που του ειχα ριξει εκεινο το αποβραδο. Ηδονικα την εφερνα στη σκεψη μου και τη γευομουνα. Αχ αχ αχ γιατι να μην το λιωσω τοτε.
Μερα τη μερα η ιδεα της εκδικησης μου πηρε μορφη.
Επρεπε να περιμενω ομως.
Επρεπε να ζεστανει ο καιρος. Να βγει ο ηλιος για μερες πολλες. Επρεπε να στεγνωσει ο τοπος. Η καλυβα μου επρεπε να στεγνωσει. Τα χορτα γυρω και τα σπασμενα κλαδια της λευκας. Να ξεραθουν και να στεγνωσουν.
Κι εγινε. Πηρε καιρο αλλα εγινε. Συνεχεις λιακαδες ρουφηξαν ολη την υγρασια. Απο τη γη και απο τη ξυλινη καλυβα μου.
Εβγαλα τα κλαδια της λευκας στο κεντρο της αυλης.
Τα ελιαζα υπομονετικα.
Το τερας δεν ηξερε.
Αλλα και να ηξερε δεν θα μπορουσε να φυγει τωρα. Ειχε γινει τεραστιο εκει μεσα. Το εβλεπα απο το παραθυρο να μεγαλωνει καθε μερα.
Μαζεψα τα ξερα πλεον ξυλα και τα εκανα σωρο στο πισω μερος, στο τοιχο της αποθηκης.
Πηρα τον αναπτηρα απο το αμαξι και οταν ο ηλιος εδειξε το τελειο μεσημερι εβαλα φωτια. Που εγλειψε τους τοιχους και μετα τους εκαψε. Και απο το πισω μερος απλωθηκε σε ολο το σπιτι.
Απομακρυνθηκα και την κοιτουσα που το εκαιγε.
Ακουγα το τριξιμο της φωτιας και μεσα του ενα ηχο σα ενα οξυ συριστικο ουρλιαχτο.
Και η φωτια εκαιγε ολη μερα και ολη νυχτα.
Πρεπει να κοντευε να ξημερωσει οταν με πηρε ο υπνος ακουμπισμενο στη λευκα.
Οταν ξυπνησα ηταν παλι μεσημερι.
Μπροστα μου το σπιτι ηταν ενας σωρος αποκαίδια.
Πηγα προς τα εκει. Ακομα καπνιζαν. Τα σκαλισα λιγο, δεν ειδα τιποτα. Δεν ειχε μεινει τιποτα.
Γυρισα τη πλατη στο ερειπιο και τραβηξα το δρομο προς τι πολεις.
Περπατωντας αργα θα μου επαιρνε εφτα οχτω μερες να φτασω.
Προχωρωντας εξυσα αφηρημενα τη φαγουρα που ερχοταν απο τα μαλλια και τα γενια μου που ειχαν μεγαλωσει τοσες μερες και ηταν σα βελονες.
Recent Comments