Οταν την πρωτοειδα ηταν σκυμμενη πανω σ’ενα βιβλιο, και αυτο που μ’εκανε να σταματησω στη μεση της σαλας με την κουπα του καφε στο χερι και να την κοιταζω σα χαμενος, σα να εβλεπα ενα σπανιο ειδος να εμφανιζεται ξαφνικα μπροστα στα ματια μου, ηταν η προσηλωση που ανεδιδε το ξανθο κεφαλι, μια κοριτσιστικη αφελεια που της εδινε μια εικονα ευαλωτη αν και πεισμονα και , ισως κυριως, η λευκη καμπυλη ενος υπεροχου γονατου ετσι οπως ειχε διπλωθει το δεξι της ποδι κατω απο το αλλο, καθιστωντας αυτο το σημειο μαζι με το προσωπο της το κεντρο αυτης της αιθουσας με τροπο σαφη και αδιαβλητο απο ολα τα αλλα γεγονοτα ή παρουσιες εκει, κι εχω την εντυπωση οτι αυτο δεν αφορουσε μονο εμενα, αλλλα και καθε αλλον στο χωρο, παρ’ολο που ημουνα εγω αυτος που ορμωμενος απο ενα θαρρος εως λιγο πριν αδιανοητο και ενισχυμενο απο ενα ξαφνικο παθος που με εκανε να αδιαφορησω εντελως για τη γνωμη ολων των παρισταμενων που παρ’οτι αγνωστοι δε νομιζω οτι το βαρος της κριτικης τους θα με αφηνε αδιαφορο σε αλλες περιστασεις αν αποφασιζα οπως εκεινη τη στιγμη να προβω σε κατι τοσο εκτος μιας καθιερωμενης κοινωνικης συμβασης απεναντι σε μιαν αγνωστη και να αφησω εμπρος της, πανω στο τραπεζακι της ενα κοκκινο τριανταφυλλο, που ενω αυτη το δεχτηκε μονο με ενα στιγμιαιο παγωμα του κορμιου της και με μια ελαφρα κινηση του κεφαλιου χωρις ομως καν να με κοιταξει, ητανε καταλυτικο καταπως φανηκε αργοτερα στο να με βαλει στον κοσμο του κοριτσιου αν και εχοντας τοσο νωπο το βαρος αυτης της παρορμητικης κινησης και τη συστολη που μου προκαλεσε ακομα και την ωρα που την διεπραττα πηγα και καθισα σε ενα τραπεζι αρκετα μακρια της, εχοντας μονο μια ελαχιστη οπτικη επαφη μαζι της μεσω μιας δυσκολης γωνιας που οσες φορες παραβιασα δεν ειδα αλλο τι παρα το σκυμμενο στο βιβλιο κεφαλι, το εκθαμβωτικο ασπρο γονατο και μπροστα της το μικρο μου κοκκινο τριανταφυλλο και οταν αυτο το τοσο εφημερο τριγωνο διασπαστηκε αυτο εγινε στο συνολο του γιατι ειδα οτι πηρε μαζι της το τριανταφυλλο αν και φυσικα δεν ωφειλε και χωρις τοτε να καταλαβω το μεγεθος αυτης της παραχωρησης στην παροδικη μου μεθη που εξατμιστηκε καποιες μερες αργοτερα, αποφασισα μιαν αποσταση απο αυτη ισως απορημενος κι ο ιδιος απο την αποκοτια αλλα και απο την εξουθενωτικη της επιδραση επανω μου κι ετσι οταν τις επομενες ημερες τη συναντουσα φροντιζα να μην κανω διακριτη την παρουσια μου προσποιουμενος οτι δεν την ειχα προσεξει λες και δεν αισθανομουνα οτι η προτερη κινηση μου ειχε αποθεσει τοσο επιπλεον βαρος και αμοιβαια συναισθηση στον μεταξυ μας χωρο που την ενιωθα και με ενιωθε ακομα και οταν τα βλεμματα μας αποφευγαν να συναντηθουν και γι αυτο κατα καποιο τροπο δεν ξαφνιαστηκα οσο λογικα θα επρεπε οταν ηρθε αυτη στο δικο μου τραπεζι να μ’ευχαριστησει ακριβως μια εβδομαδα αργοτερα, με σκυμμενο λιγο χαμηλα το κεφαλι και τα μαγουλα της ελαφρα κοκκινα αλλα θα ελεγα οτι ολοφανερα ενιωθα το θριαμβο της επανω μου και δεν ειχα βγαλει λεξη ολη αυτη την ωρα και οταν μου προτεινε μια βολτα στη προκυμαια διπλα στη θαλασσα απλως σηκωθηκα και περπατησα διπλα της, μουδιασμενος και με αδυναμο το μυαλο μου να βαλει δυο σκεψεις μαζι στη σειρα, γιατι ναι μου ηταν αδιανοητο οτι ημασταν πλεον τοσο κοντα παρολο που η εγγυτητα των σωματων δεν ηταν τιποτα εκεινη τη στιγμη μπροστα σε αυτη την αισθηση απολυτης ανικανοτητας και αφεσης απεναντι σε αυτη την ομορφια και αυτο το γεγονος, και η αδυναμια μου κατακλυζοταν απο μια παραλογη στην ενταση και στην απερισκεψια της επιθυμια να την αγγιξω εστω και λιγο, την ακρη του φορεματος της ή ακομα και του χεριου της και ηταν δυο φορες που το καταφερα και ειχα την αισθηση πως αυτο το λιγο δεν της ηταν τελειως απωθητικο, αν κι εγινε τοσο ανεπαισθητα ωστε να φανει σαν τυχαιο αλλα και που οι δυο ξεραμε οτι δεν ηταν γιατι ολη μου η σταση και η σκεψη ηταν προσανατολισμενη εκει, κι αυτο ηταν τοσο φανερο οσο και το ελαχιστο που ηταν το αγγιγμα μας, οσο και η αποδοχη του εκ μερους της, κι ενω υπηρχε αναμεσα μας το μεγαλο εμποδιο της γλωσσας, επρεπε βλεπεις να συναντηθουμε στο εδαφος μιας ξενης και για τους δυο μας γλωσσας, που αγνοουσαμε τις λεπτες αποχρωσεις που θα επρεπε να δωσουμε στις λεξεις ετσι ωστε το μηνυμα που θα περναγαμε ο ενας στον αλλο να ηταν δηλωμενο τοσο για το ποιοι ημασταν οσο και για το τι θελαμε, γιατι πως θα μπορουσες να δωσεις στον αλλο να καταλαβει το πνευμα σου οταν οι φρασεις χτιζονταν πανω σε συμβατικες λεξεις μονο, περιορισμενες στο καθημερινο λεξιλογιο των αναγκων και οντως ηταν αυτο ενα μεγαλο εμποδιο γιατι κυριως αυτη εκοβε στη μεση τις προτασεις της φοβουμενη μη πει κατι λαθος και ολη αυτη η μεικτη προσπαθεια, να φανερωθουμε και να κρυφτουμε, ηταν κατι το εξαντλητικο και δεν αφηνε πολλα περιθωρια ανοιγματος και ηταν αυτος ο λογος που η προσπαθεια μου γι αυτα τα φευγαλεα αγγιγματα ηταν και πιο εντονη αλλα συγχρονως και πιο παραλογη αλλα δεν ηταν κατι που μπορουσα να του αντισταθω εκεινη τη στιγμη παρα μονο σε ενα βαθμο ωστε να μη γινω αφορητος και αν και τα καταφερα η γευση απο αυτη τη βολτα μας ηταν πικρη και οσο και αν με εκαιγαν για καιρο το σημειο που τα δαχτυλα μου ειχαν αγγιξει το καρπο της εν τουτοις αυτη η βολτα ηταν σα να μην ειχε γινει ποτε, οπως και το τριανταφυλλο ηταν σα να μην ειχε δοθει ποτε και χαιρετωντας την , κι ενω ειχε ηδη βραδυασει, πηρα την αποφαση να μεινω μακρια της, μια προσπαθεια να προστατευτω γιατι ενιωθα ποσο η εξαντληση που ηταν το μονο που απομεινε απο αυτη μας τη βολτα ηταν πιο εντονη απο την οποια χαρα θα μπορουσα να περιμενω και δεν της τηλεφωνησα για καιρο μεχρι που ειχαν περασει πανω απο τεσσερις μηνες οταν με καλεσε για ακομα μια βολτα και αισθανομενος καπως απελευθερωμενος απο την τοτε επιρροη της δεχτηκα και οταν βρεθηκαμε μου ειπε, κρατωντας παντα ελαφρα χαμηλωμενο το κεφαλι της, οτι θα ηθελε πολυ μια βολτα με το αυτοκινητο, να απομακρυνθουμε λιγο απο αυτη την πολη, στο κεντρο της βλεπεις καθε μερα αδειαζαμε αστοχα επιθυμιες, και της προτεινα να κατευθυνθουμε νοτια και θα μας εβρισκε το σουρουπο και αν θελαμε και το βραδυ σ’εκεινο τον ωραιο ανατολικο κολπο οπου αν ημασταν τυχεροι και δεν ειχε συννεφα θα βλεπαμε μια ωραια γεματη σεληνη να αναδυεται απο τον ωκεανο και μου ειπε οτι ναι αυτο ηταν που ηθελε και ηταν αυτη η αμεριστη αποδοχη της προτασης μου που με εκανε να την πιασω πολυ ελαφρα απο το τον αγκωνα και να την κατευθυνω προς το αυτοκινητο, εχοντας την αισθηση οτι ξαφνικα σε αυτα τα τελευταια πεντε λεπτα ειχαμε κανει τοσα πολλα βηματα προσεγγισης και οτι ειχαμε καταφερει πολλα περισσοτερα απο οτι τις προηγουμενες φορες, οτι αυτη η απλη συμφωνια μας για το που θα κατευθυνθουμε και επισης αυτη η αοριστη υποσχεση που μας αφηνε η θεα της σεληνης στον ανατολικο κολπο ηταν μια προοδος τοσο ομαλη οσο και αναπαντεχη, πραγμα που μαλλον εδειχνε οτι η σκεψη μου ωριμαζε μεσα της ολο αυτο το καιρο που εγω θεωρουσα αχρηστο και χαμενο, οταν μαλιστα εβαλε μονη της μουσικη διαλεγοντας προσεχτικα απο τα σι ντι που ειχα σωριασμενα στο πισω καθισμα ενιωσα, σιγουρα ανοητα αλλα εν τουτοις βαθεια, οτι ημασταν ζευγαρι και αφησα αυτη την τοσο γεματη ευτυχια αισθηση να με κυριευσει, τελειως προσωπικα ομως, χωρις δηλαδη να της δειξω τιποτα, παρα οδηγωντας σταθερα το αμαξι, προσηλωμενος στο δρομο, λεγοντας που και που αδιαφορες κουβεντες και κρατωντας σαν κατι ευθραστο και πολυτιμο αυτη την ακριβη και αδυνατον να γνωριζω ποσο αβασιμη εντυπωση, αλλα την αφηνα, την αφηνα να κατακαθεται μεσα μου, σα να ηταν μια πραγματικοτητα χτισμενη πανω σε χρονια και κοινες εμπειριες, πως θα μπορουσε να ειναι δηλαδη αυτη η αισθηση μετα απο χρονια, την μαντευα στο μελλον και την τραβουσα μεσα μου τωρα, και νομιζω οτι και αυτη ενιωθε καπως το ιδιο, γιατι ειχε αφεθει στο καθισμα της, δεν υπηρχε καμια ενταση στο χωρο και οταν μου γεννηθηκε παλι αυτη η δυνατη επιθυμια να την αγγιξω, προσπαθησα και τα καταφερα να κυριαρχησω επανω της και τα καταφερα σε ολο το χρονο του ταξιδιου μας, οχι βεβαια χωρις σκαμπανεβασματα στην τοσο ευαλωτη απο τον ποθο διαθεση μου απεναντι της, και οταν φτασαμε στον κολπο, πεταχτηκα καπως γρηγορα εξω απο το αμαξι και αρχισα να τρεχω και να φωναζω στην μακρια παραλια θελοντας να καλυψω και να ξοδεψω αυτη την ενταση που λιγο λιγο ειχε μαζευτει μεσα μου, χωρις αυτη να καταλαβει οτι ηταν μονο η επιθυμια μου, μονο αυτη και οχι καποιου ειδους λατρεια της θαλασσας ή του φεγγαριου που με εκανε να χορευω ετσι, χωρις να ξερω κιολας αν αυτο ηταν κατι που με ανεβαζε στα ματια της αλλα αργοτερα γυρω απο τη φωτια που αναψαμε και καθησαμε πισω της, ενω μπροστα μας ηταν επισης ο απεραντος ωκεανος και η σεληνη που ανεβαινε αυτη εγειρε στον ωμο μου κι εμεινα με το χερι μου που κατι σχεδιαζε στην αμμο μετεωρο, μεχρι που αποφασισα να το φερω γυρω απο την πλατη της και να το αφησω εκει καπως σαν ξερο, σαν κατι εξω απο μενα, μην την τρομαξω, μην η αναγνωση του ποθου μου τη φοβισει, και δεν τη φιλησα εκεινο το βραδυ, και δεν υπηρχε καμια σεληνη στον ουρανο γιατι τα ματια μου δεν εβλεπαν ετσι τυφλα οπως ηταν απο τη θεαση του προσωπου της ετσι οπως τη φωτιζαν οι φλογες ειχαν χασει καθε αλλο εστιασμο και η επιστροφη μας με το αυτοκινητο ητανε τοσο οδυνηρη σα να ειχα χασει καποια τοσο μοναδικη ευκαιρια και οσο και να προσπαθουσα να πεισω τον εαυτο μου οτι ειχα σταθει στο υψος μου αναρωτιομουνα συγχρονως και ποσο δειλος ειχα φανει στα ματια της, κι ενα βαρος αρχισε σιγα σιγα να απλωνεται παλι αναμεσα μας, σα να ημασταν δυο απολυτα ξενοι που απο ενα απροσεκτο λαθος ειχαμε βρεθει εκει μαζι , να κανουμε αυτο το ταξιδι με το αυτοκινητο που εμοιαζε τοσο χωρις νοημα, αφου το μονο του κινητρο δεν ειχε ειπωθει, δεν ειχε συμφωνηθει με τιποτα περισσοτερο απο λογια αοριστα που τωρα εμοιαζαν του αερα και ισως και ανοητα και ασκοπα, και αυτη η βαρεια σιωπη, η γνωστη μας απο την πρωτη στιγμη, ηρθε παλι και μας κυριευσε, τα μελη μου εγιναν τοσο βαρεια, οδηγουσα το αυτοκινητο τελειως μηχανικα και θα ελεγα οτι ζουσα και μηχανικα εκεινες τις ανυποφορες στιγμες, που ειπα πρεπει πρεπει να κανω κατι αλλα πηγαιναμε και δεν εκανα τιποτα και παρακαλουσα να φτασουμε οπου αυτο το βαρος θα με αφηνε, αλλα δεν εγινε ετσι γιατι μεγαλωσε αυτο το βαρος οταν αυτη ανοιξε τη πορτα λεγοντας μια καληνυχτα πανω απο τη πλατη της και προσπαθησα να της πω κατι αλλα δεν σταθηκε να τ’ακουσει και ενω την εβλεπα να απομακρυνεται, ξεκινησα αργα το αμαξι, αργα οδηγουσα κι εφευγα μακρια της προσπαθωντας να καταλαβω απο που προερχοταν αυτη η αδυναμια να ερθω πιο κοντα της και μου φαινοταν τελειως ακατανοητο να προερχεται απο εμενα που καιγομουνα απο την επιθυμια της αλλα ηταν σιγουρα απο αυτη, σιγουρα ηταν απο αυτη με εναν απροσδιοριστο μα τοσο καιριο τροπο, τοσο απανθρωπα ως προς την δικια μου κατευθυνση των αισθηματων αποτελεσματικο.
Recent Comments