Οταν τον πρωτοειδα με δυσκολια επνιξα ενα γελιο τοσο αυθορμητο οσο το αερακι που κουνα τα απλωμενα σεντονια στη ταρατσα.
Τα απλωμενα σεντονια ηταν η φημη του που ειχε φτασει ως εδω πριν απ' αυτον.
Σαραντα χρονια καπετανιος φιλε μου. Οτι πιθανη πορεια στον ατλαντα την ειχε χαραξει πανω στα νερα. Ειχε φαει θαλασσες τοσο αγριες που αλλους τους ειχανε πνιξει και ειχε αγναντεψει απο τη γεφυρα αμετρητες ωρες τους αδειους οριζοντες που αλλους ειχε τρελλανει.
Ειχε παει με γυναικες απ' ολες τι φυλες της Γης, ειχε κουμανταρει ναυτες αβγαλτους αλλα και μαχαιροβγαλτες. Ισως καπου ειχε παιδια που δεν τα ηξερε, ισως καπου στον Ισημερινο καποια παιδια μιλουσαν τα Ινδιανικα ή τα Πορτουγκεζικα με Καρδιτσιωτικη προφορα. Ειχε δει χιονια στη κουβερτα και ειχε πεσει σε ομιχλες τοσο πυκνες που δε μπορουσε να δει ουτε τα παπουτσια του.
Ηταν κοντος, με μεγαλη πλακουτσωτη μυτη, πεταχτα μηλα, πυκνα ακαταστατα φρυδια και με ολα τα μαλλια του στο κεφαλι του. Κυριως ομως ειχε μια μεγαλη κοιλια. Μπυρες απο νερα απ' ολα τα ποταμια και τις πηγες του κοσμου ειχαν σιγα σιγα χτισει αυτον τον εντυπωσιακο, στρογγυλο βωμο τον αφιερωμενο στις βιαστικες αναμεσα σε δυο ταξιδια ηδονες και στη μοναξια.
Η φωνη του ηταν βροντερη απο τις χιλιαδες διαταγες που ειχε δωσει στη ζωη του, μια φωνη που επρεπε ν'ακουγεται πανω απο ολες τις αμφιβολιες και τους πανικους.
Και η ζωη του ειχε βρεθει σε κινδυνο τοσες φορες που για αυτο και δεν τη λογαριαζε. Ηταν αφοβος μα οχι θρασυς, επινε και καπνιζε σα μολις να βγηκε απο τη φυλακη, μια φυλακη που τον ειχε καταδιασκεδασει.
Μαλλον γιατι ειχε σκεδασει μεσα του τους φοβους και τις εγνοιες των αλλων σε κατι που μονο αυτος ειχε ανακαλυψει και δυστυχως σε κατι που δε μεταδιδοταν.
Τα λεφτα εφευγαν απο τα χερια, τις τσεπες και τους τραπεζικους του λογαριασμους σα νερο. Γινονταν ουισκια και μπυρες που μισογεμιζαν το βαρελακι που κουβαλουσε μαζι του σε ολα τα ταξιδια και στις σχολες του. Γινονταν γενναια φιλοδωρηματα στα κοριτσια που τυχαινε να βρεθουν διπλα του αδιαφορο αν του χαριζαν τη νυχτα τους ή οχι.
Χαιροταν να δινει, μονο ετσι το κεφι του ανεβαινε σε ιλιγγιωδη υψη, εκει που οι συμποτες του δεν μπορουσαν να φτασουν, γιατι οσο καλοι και να ηταν δεν μπορουσαν να σταματησουν αυτο το φοβο που μετρουσε κι εκοβε μεσα τους.
Ειχαμε ενα καλο κοινο φιλο, ετσι μολις με ειδε να μπαινω ανοιξε τα χερια του και με αγκαλιασε κανοντας με να νιωσω αυτο το περιεργο δεος να λυγιζει ολο το κορμι μου προς τα εμπρος πανω σε αυτο τον τυμβο στη κραιπαλη και στο εφημερο.
- Φερε εξι μπυρες μπυρες κουκλαρα μου, φωναξε στην ολοχαρη κοντουλα πισω απ' τη μπαρα.
- Γιατι εξι Καπεταν-Θοδωρα, του ειπα. Θα μας ζεσταθουνε.
- Εξι, και μετα εξι, και μετα παλι εξι. Αυτη θαναι σημερα η προσευχη μας, και γελασε τρανταχτα.
Στο ηχεια ακουγοταν Περπινιαδης, δικης του προμηθειας. Γυρω ηταν ενα σμαρι απο γελαστες Κινεζουλες ρουφουσαν τις μπυρες εξαυλωνοντας τες σε μικρες προμηθειες απο τη μαμα-σα. Μερικες ηδη παραπατουσαν. Μια ειχε ξαπλωσει τεζα στο διπλανο καναπε.
-Α κριμα, κι ηταν αυτη που μου αρεσε περισσοτερο. Δε πειραζει θα βρω αλλη να τη σκατζαρω.
- Δεν το βαζεις κατω με τιποτα ε;
- Αν το βαλεις κατω σε βαζει αυτο απο κατω. Μονο στο καφενειο δε θα με δεις να παιζω κομπολόι. Που' σαι κοπελα, πιασε αυτο χαλαστο, φαρε δυο πακετα Μαλμπουρο και κρατα τα ρεστα.
Της εδωσε ενα δεκαδολλαρο, τα τσιγαρα δεν θα εκαναν ουτε τρια.
Οι Κινεζουλες αρχισαν να τσακωνονται ποια θα παει να φερει τα τσιγαρα.
- Ρε τις μουρλες, εκανε και αρχισε να τους μοιραζει Κινεζικα στα χερια.
- Αλλα θα κατσεται δω να πιειτε μεχρι να φυγω, νταξει;
Και που να πηγαιναν; Σημερα απ΄οτι φαινεται θα εβγαζαν απο ενα μηνιατικο, αρκει μονο ν'αντεχε το στομαχι τους.
Τα ειπαμε, μαλλον τον ακουγα την περισσοτερη ωρα να μου λεει ιστοριες, να τραγουδαει και να παραγγελνει τις εξαδες τις μπυρες που δεν ηταν μονο τρεις, ειχε να ποτισει τοσα στοματα γυρω του.
- Καθε μερα κουβαλαω χρυσαφι. Τοχω δει να κυλαει ποταμι ασωστο μεσα στ'αμπαρια. Μονο γω ξερω την αξια του.
Χορεψε με τρεις αγκαλιαστα μπλουζ κατι σιγανα νησιωτικα και ηταν θεαμα περιεργο να τον βλεπεις με τα λυγερα κοριτσια που τον περνουσαν ενα κεφαλι.
Το προσωπο του ειχε παρει ενα κοκκινο, τα ματια του ειχαν στενεψει λες και προσπαθουσαν να δουν μεσα απο το πουσι του καπνου των τσιγαρων και ιδρωτας ειχε αρχισει να ποτισει το πουκαμισο του και να να κανει σταμπες εδω κι εκει πανω στη δικια του υδρογειο.
-Ποια θελει να 'ρθει μαζι μου; φωναξε δυνατα μολις ειδε οτι το γλεντι ειχε αρχισει να πεφτει αφου ο κυριος τροφοδοτης του ειχε αρχισει να κοβει στροφες.
Χερια τιναχτηκαν στον αερα, φωνες ψιλες και απαιτητικες και οι δυο κοπελες που ειχαν πεσει χωμα στους καναπεδες εκαναν να ανασηκωθουν κι αυτες.
Αγκαλιασε απ' τη μεση αυτη που ηταν πιο κοντα του.
- Εσυ που ηπιες το πιο πολυ. Εσυ περασες τα τράιαλς.
Ουτε που ακουσε το φουσκωμενο νουμερο που του ειπε η μαμα-σα.
Ακουμπησε ενα ματσο δολλαρια στο παγκο και μετα τις φιλησε ολες μια μια.
Μουδωσε το χερι, με τραβηξε και με ξαναγκαλιασε.
-Καλα κουραγια! και που'σαι; δω ειναι το χρυσαφι, δω!
Και χτυπησε με το πλατυ του χερι το κωλο της τυχερης που θα τον πηγαινε μια χαλαρη βαρκαδα στη λιμνη αυτης της νυχτας του.
Και πηγαινοντας προς τη πορτα γυρισε σα κατι να ειχε ξεχασει
- Α κι εδω! Κι εδω!
Και χτυπησε με το αλλο του χερι τη κοιλια του που ειδε ειχε παρει δρομο μεσ' απο τα κουμπια του πουκαμισου του.
Εφυγε, η μαμα-σα σταματησε τη μουσικη, τα κοριτσια εγειραν τα κεφαλια στο παγκο κι εκλεισαν τα ματια.
Αναψα ενα τσιγαρο και κοιταξα το σπαρμενο κορμια χωρο.
Μονο το αιρ-κοντισιον ακουγοταν που κουνουσε κατι κοκκινες και χρυσες κορδελες που κρεμονταν απο το ταβανι. Που και που καποιο βογγητο απο τους καναπεδες που θα ηθελα να ειχαν λιγο ακομα χωρο να μπορεσω να ξαπλωσω κι εγω λιγο.
Recent Comments