Δούλευε στο παραδιπλανο μπαρ απο αυτο των ασχημων που ειχε γινει κεινο το καιρο το στεκι μου. Οταν οι Γιαπωνεζοι αραιωνανε και ειχε αναδουλεια απο κει ερχοταν και παιζαμε ποδοσφαιρακι.
Ανασηκωνε τα μανικια του μεταξωτου κιμονο και αρχιζε να βαραει με μανια το μπαλακι δαγκωνοντας την ακρη της γλωσσας της.
«Ρούφα το» μου ελεγε οπως της ειχα μαθει. Μια τουφα της επεφτε στα ματια και τη φυσαγε καθως δεν αφηνε στιγμη τους ξυλινους παιχτες απο τον ελεγχο της. Μονο οταν εμπαινε καποιο γκολ εκανε λιγο αερα με το χερι της, το κιμονο ηταν βαρυ υφασμα και η εντονη κινηση την αναβε ολοκληρη.
Αν την εβλεπες τοτε δεν θα εβρισκες καμια σχεση σ’ αυτο το αγοροκοριτσο με το κιμονο και στην αιθερια υπαρξη που κρατωντας το χερι του Γιαπωνεζου μανατζερ και κοιτωντας τον με μια υπνωτικη ηδυπαθεια του αδειαζε σιγα σιγα και σταθερα τη μεσα τσεπη και το μυαλο.
Την ειχα δει σε τετοιες στιγμες και η λυγερη αυτοπεποιθηση της ομορφιας της γινοταν τοσο επωδυνη ειδικα αν δεν ηταν διπλα σου να σου χαριζει την ευνοια της εγγυτητας της. Οι μεγιστανες της κωμοπολης ηταν οι ταχτικοι της πελατες. Γι αυτους ηταν μια γυναικα που διαβαζόταν αργα, περιμενοντας απο στιγμη σε στιγμη να σου αποκαλυψει κατι, κατι που ποτε δεν γινοταν. Εβγαινε ενας μαγνητισμος μεσα απο τις κινησεις της, τις πιο απλες. Ηταν ο τροπος που κρατουσε το κεφαλι της, που το εστρεφε αργα για να σε κοιταξει, που εφερνε το χερι της μπροστα στο στομα της ταχα μου να κρυψει το γελιο της απο ενα αστειο ή ενα υποννοούμενο.
Δεν την ειχαν δει να φευγει με κανεναν, δεν την ειχαν δει στα καλα μερη με συντροφια. Ηταν ενα αινιγμα που ματαια οι καταπονημενοι απο την ομορφια της περιμεναν να τους δωσει την λυση. Εκεινη την φορα μολις τελειωσαμε το παιχνιδι ειχε και αλλο χρονο να πιει μια λεμοναδα, η κριση ειχε στειλει πολλους απο τους πελατες της πισω στο νησι τους.
Μου ειπε οτι αυτη τη χρονια που θα ερχοταν ηταν η χρονια της αγελαδας.
Και μετα,
Ξερεις,εμενα με εμαθε γραμματα μια αγελαδα.
Δηλαδη,τη ρωτησα.
Στο σπιτι ειχαμε μια αγελαδα. Το μονο ζωντανο που ειχαμε. Τη θυμαμαι απο τοτε που θυμαμαι τον εαυτο μου. Μεγαλωσαμε μαζι θα ελεγα. Αυτη ηταν η παρεα μου οταν ημουνα παιδακι γιατι αλλα παιδια της ηλικιας μου δεν υπηρχαν στο χωριο. Και οταν πεθανε η μανα μου πηγαινα για καιρο και κοιμομουνα στο σταύλο μαζι της. Αυτο που θυμαμαι ομως περισσοτερο ηταν οταν την κοιτουσα στα ματια. Ηταν τοσο μεγαλα τα ματια της και τοσο μαυρα που εβλεπα εκει μεσα ολο το προσωπο μου. Δοκιμαζα γκριματσες, χαμογελα, επιανα τα μαλλια μου με διαφορους τροπους. Αυτη να με κοιταει παντα εκει, ακινητη, σταθερα με αυτα τα πελωρια ματια. Γυριζα το προσωπο μου σε διαφορες γωνιες και το δοκιμαζα, για πολλες ωρες καθε μερα. Εγινε ο καθρεφτης μου. Εκει μεσα με ειδα να μεγαλωνω. Επρεπε να παω σχολειο. Ο πατερας μου τη πουλησε για να μπορεσει να με στειλει. Για βδομαδες δεν του μιλουσα. Μια σιωπη με ειχε κλεισει μεσα της και μια ασταθεια ακομα και στο βηματισμο μου. Μια μερα ο πατερας μου ηρθε κοντα και με κοιταξε τοσο σταθερα και λυπημενα ισια στα ματια που μπορεσα κι εβαλα τα κλαμματα και με πηρε αγκαλια.
Σταματησε να μιλαει κι επιασε το μαγουλο της. Ειχε κοκκινησει λιγο και ηξερα πως το χερι της ηταν πιο κρυο.
Η σιωπη ξαφνικα ηταν τοσο φυσικη. Το πιο φυσικο πραγμα στον κοσμο. Εσπασε μονο οταν χτυπησε το κινητο της.
Ερχομαι,απαντησε.
Εβγαλε μέικ απ απ΄τη τσαντα και σιγα σιγα εφτιαξε στο προσωπο το λευκο χρωμα που αρεσε στους πελατες της.
Με κοιταξε για λιγη ωρα σταθερα κι ετσι οπως τα ματια της εψαχναν στα δικα μου εφτιαξε μια ατιθαση τουφα απο το μαλλι της.
Recent Comments