Κατεβηκε στο μπαρ του ξενοδοχειου, στον πρωτο οροφο.
Ειχε ακουσει οτι υπηρχαν πολλες ευκαιριες και ακοπες δυνατοτητες εκει.
Καλοσιδερωμενος, με τα ριγε του, αρωματισμενος με τα αρμανι του, τσιγαρα στο ενα χερι, κομπολόι στο αλλο.
Αρματωμενος με υλικα που ηθελε να κρυβουν το μυστικο του, τη ντροπη του την εφτασφραγιστη, την φυσικη του δειλια. Με τις γυναικες.
Που γινοταν σαν ενα παγωμενο και ανικητο χερι που του εσφιγγε το λαιμο καθιστωντας αδυνατο το να πιασει αυτος πρωτος κουβεντα, δε πα να‘ταν και η τελευταια του λιμανιου.
Ουτε ενας απλος χαιρετισμος, μια ενδειξη που καλλιστα θα μπορουσε να καλυφτει κατω απο μια περαστικη αβροτητα, ουτε καν μια απλη προταση κερασματος δεν του εβγαινε και μαλιστα προς εκεινες που αυτο ηταν και το αντικειμενο της δουλειας τους.
Οταν τυχαινε με αλλους ακολουθουσε τη κουβεντα τους, πεταγοταν που και που να πει κατι, γελαγε. Διαλεγαν οι αλλοι αυτες που ηθελαν και οτι περισευε, και αν περισευε, επαιρνε.
Οταν ομως ηταν μονος του το πραγμα δυσκολευε.
Ηταν η δευτερη κρυφη του φυση, η σκεψη πισω απο καθετι που εκανε, ο βουβος πονος του.
Αυτος ο φοβος, η μεγαλη επιθυμια που τον τροφοδοτουσε, και αυτος με την σειρα του την ενισχυε και οσο το ενα μεγαλωνε τοσο το αλλο ακολουθουσε σαν ισκιος, σα φιδι που δαγκωνει την ουρα του, επιθυμια-φοβος, μαζι, παντα μαζι για καθε δευτερολευτο παντου, για καθε βραδυ.
Ηταν μπερδεμενο και για τον ιδιο να βρει ακριβως το λογο. Οταν το σκεφτοταν και προσπαθουσε να το αναλυσει ποτε κατεληγε οτι ηταν καποιες εφηβικες ατυχιες και ποτε οτι ηταν περηφανεια και εγωισμος, να μη δειχνει οτι εχει αναγκη, οτι παρακαλαει.
Το ποτο τον βοηθουσε να λυθει λιγο αλλα απο μονο του κι αυτο δεν εφτανε.
Αν η γυναικα δεν επαιρνε πρωτοβουλια, τη κατασταση στα χερια της, το πραγμα δεν προχωρουσε.
Αλλα αυτο απαιτουσε και μια ευφυία απο την πλευρα της γυναικας.
Αυτος μασκαρευε τον φοβο του σε αδιαφορια, αυτη επρεπε ειτε να τον δει οπως ηταν και να του επιβληθει διασκεδαζοντας τον, ειτε να πιστεψει στην αδιαφορια του και να προσπαθησει να την καμψει με αλλους τροπους, σκερτσα και περιπαθεια.
Ο πρωτος τροπος απαιτουσε καποια εξυπναδα στο να διαβαστει σωστα ο φοβος, ο δευτερος καποια αντιστοιχη αδιαφορια στην αδιαφορια, καποια ειτε αισθηματκη ειτε επαγγελματικη επιταγη που επινοουσε την παρακαμψη της.
Υπηρχε και ενας αλλος δρομος ομως, ενας δρομος που ποτε δεν ειχε ως τωρα φανταστει.
Βρηκε μια θεση στη γωνια της μπαρας και με μια καμουφλαρισμενη ανεση αρχισε να τσεκαρει το χωρο και τα προσωπα.
Την προσοχη του τραβηξε μια ψηλη κοπελα, με μακρια μαυρη κοτσιδα. Προσμονη τον κατελαβε να γυρισει ωστε να δει το προσωπο της, προσμονη και αντικρουομενες ελπιδες. Αν ηταν τοσο ομορφη οσο αφηνε αυτη η οψη της, αυτο το δυνατο και σιγουρο στησιμο του κορμιου τοτε ηξερε οτι οι δυναμεις του θα τον εγκατελειπαν, θα αρχιζε μεσα του αυτο το παραδοξο παιχνιδι διαβρωσης της ιδιας της επιθυμιας του, οτι δεν ηταν γι αυτον, οτι η παρτιδα ηταν χαμενη πριν καν αρχισει, θα το χωνευε αυτο σιγα σιγα και καλα, μοναδικη του ασπιδα στην απορριψη που ηταν σιγουρος οτι θα ερχοταν.
Ετσι περιμενε κι ευχοταν να ηταν μια συνηθισμενη, μια μετρια, στα μετρα του.
Οταν το κοριτσι γυρισε λιγο και ειδε το προφιλ της η αναπνοη του σταματησε και το βλεμμα του εμεινε ακινητο στην εικονα αυτη την τοσο σαγηνευτικη που εκανε τη καρδια του να πονεσει.
Εμεινε λιγο να την κοιταει, ολο του το σωμα ειχε τεντωθει απο ενα σημα που ερχοταν βαθεια απο μεσα του, απο την πικρη αντιληψη οτι αυτη ηταν η γυναικα που θα ηθελε τωρα και παντα, αυτη που θα την αλλαζε με ολες οσες ειχαν περασει με ολες οσες εμελε να ερθουν στη ζωη του.
Η κοπελα, σαν για να μεγαλωσει κι αλλο το μαρτυριο του, γυρισε τελειως το προσωπο της προς το μερος του και το βλεμμα της επεσε πανω του.
Αυτος ειχε σκυψει τελειως πανω στο ποτηρι του, να κρυψει τα ματια του απο αυτη την οδυνηρη και ανεφικτη γι αυτον ομορφια.
Μια φωνη ακουστηκε δυνατη, εκπληκτη και χαρουμενη.
- Ντιμιτρις, Ντιμιτρις γιου καμ μπακ!
Στην αρχη δεν καταλαβε ουτε τα λογια, ουτε τον προορισμο τους, και μετα με ενα αμηχανο χαμογελο και με μια κινηση του χεριου του με την παλαμη προς το μερος της προσπαθησε ν’ απολογηθει σαν το λαθος της να ηταν δικο του.
Ο κοριτσι εξελαβε την κινηση του σα χαιρετισμο και σχεδον τρεχοντας ηρθε προς το μερος του και τον επνιξε με ενα ασφιχτο αγκαλιασμα που κρατησε ωρα.
- Ι νιου γιου καμ εγκεν. Αχ, Ι γουέιτ φορ γιου σο λονγκ.
Το αγκαλιασμα του κορμιου που πριν λιγα λεπτα ηταν το απαγορευμενο του ονειρο τον ξαφνιασε τοσο που δεν προλαβε ν’αντιδρασει. Και δεν ηξερε αν ηταν ενστικτο, αμυνα ή απλη ευγενεια οτι απλωσε τα χερια του, πολυ χαλαρα ομως, γυρω απο την πλατη της.
Το κοριτσι τραβηξε λιγο πισω το προσωπο της και βαλθηκε να τον κοιταζει στα ματια
-Αχ γιου χαβ νοτ τσέιντζ νάθινγκ, ονλι γιου λουκ λιτλ μορ τάιρντ.
Τι να πει που δεν ειχε λογια, που και μονο το πλησιασμα αυτης της υπεροχης γυναικας τον ειχε αφοπλισει.
Δεν ηταν μονο η εκπληξη ομως, κατι πολυ βαθεια μεσα του, ως πριν ακινητο, εβγαλε εναν μικρο, ανεπαισθητο ηχο, σαν μολις τωρα να αρχισε να περιστρεφεται, εναν ηχο που μολις και μετα βιας εφτασε στο μυαλο του.
Ηταν αυτη η απλη επαφη, αυτη η διαχυση που εφτανε τα ορια της λατρειας που τον αλλαξε χωρις να το συνειδητοποιησει καν την ωρα που γινοταν, αλλα μετα η σκεψη εγινε ολο και πιο ξεκαθαρη αν και παρεμεινε φοβισμενη και στο σκοτεινο παρασκηνιο. Αν ηταν δυνατο να γινει αυτο, εστω και σαν παρεξηγηση, αν το τορνευτο αυτο κορμι, το προσωπο απο κρινο, ειχαν ηδη νιωσει κατι, ειχαν ηδη δωσει κατι σε καποιον, και μαλιστα σε καποιον που του εμοιαζε, τοτε δεν υπηρχε ο λογος του παντοδυναμου αυτου φοβου, δεν υπηρχε καν εδαφος να πατησει, γιατι αυτο που πατουσε πριν νατο που ηταν σαθρο, ιδου η αποδειξη, καποιος ομοιος του ειχε κανει ηδη δικη του αυτη την υπεροχη γυναικα.
Ετσι, ηταν αυτη η ελαχιστη ακομη στην υπαρξη της, συνειδητοποιηση που τον εκανε να ψελισει
-Γκλαντ του σίι γιου αγκαιν. Γουατ ντου γιου ντρινκ;
Κι ενιωσε μεσα του, αυτες τις σπασμωδικες λεξεις, σαν μικρες πετρες που ξεκιναγαν και κατρακυλουσαν απο ψηλα σε μια πλαγια και σε λιγο θα παρασερναν κι αλλες μαζι τους, αρχαιες κοτρωνες μεσα του.
- Αχ, ονλι γκλαντ; Ντιμιτρις, Ντιμιτρις... αζ, ολουιζ ταφ γουιδμι, αχ, γιου ντιντν’τ τσέιντζ ατ ολ.... Σιβας, οφ κορς, Σιβας.
Και εκανε μια κινηση προς το μπαρ και παραγγειλε και για τους δυο τους.
Αρχισε να τον ρωταει, τι εκανε ολο αυτο το καιρο, για τα ταξιδια του, για το αν του ειχε λειψει, γιατι δεν της ειχε γραψει ενω της ειχε υποσχεθει, γιατι δεν την ειχε ειδοποιησει οτι θα ερχοταν.
Το βρηκε πολυ φυσικο να της απανταει, τα Σιβας πηγαινοερχονταν αλλωστε, κανοντας το ολο και πιο ευκολο, στο να μιλαει, στο να επινοει ταξιδια, προβληματα και αυτοπεποιθηση.
Καθισε στα ποδια του, τον αγκαλιασε, τον φιλησε στα χειλη και στο λαιμο, του εδωσε μεσα σε ελαχιστη ωρα ενα ολοκληρο βασιλειο δικο του να το κυβερνησει, να το ληστεψει αν ηθελε.
Του τραγουδησε τραγουδια της γλωσσας του, που του ειπε οτι ηταν αυτα που του αρεσαν, του ειπε καποιες πολυ αστειες εκφρασεις στη γλωσσα του, χαριτωμενα παραποιημενες απο την προφορα της, απο αυτη τη δικη της παραξενη γλωσσα που ξεκιναγε παντα μ’ενα αχ και συνεχιζε με γλυκα παραπονα.
Παραπατουσαν και οι δυο οταν μετα την ερωτηση της για το δωματιο του τραβηξαν προς τα εκει.
Μεσα στο μισσοσκοταδο της αφεθηκε, παντα φοβουμενος μηπως καποια λεπτομερεια αποκαλυψει την απατη του, καποια ελια στο σωμα που επρεπε να ηταν ή να μην ηταν εκει, καποια κινηση του γυμνου σωματος που θα τον προδιδε, καποια επιδεξιοτητα του αντιζηλου και ευεργετη του που αυτος δεν κατειχε.
Ολα ηταν μαγικα ομως, οι λεπτομερειες ειχαν καλυφθει απο το σκοταδι, το ουισκυ, τον χρονο που ειχε περασει, την επιθυμια την παντοδυναμη.
Την γλεντησε, και μετα τη θαυμασε ετσι οπως αφεθηκε σ’ενα βαθυ υπνο, μεσα απο το φως μιας πινακιδας νεον που περνουσε τη μισανοιχτη κουρτινα.
Χαιδεψε το σα γλυπτο κοιμισμενο κορμι, το φιλησε εδω κι εκει σε μερη που δεν ειχε ποτε τολμησει να ελπισει, το εψαξε, το κατελαβε.
Παραδοθηκε μετα κι αυτος στον υπνο, αποκαμωμενος απο ευχαριστηση, ευτυχισμενος, αλλος.
Το ξυπνημα του ερχοταν σιγα, και σαν μεσα σε ονειρο την αγκαλιαζε ξανα και τρομαζε χαρουμενος στην ιδεα της.
Οταν ανοιξε για τα καλα τα ματια του ηταν μονος στο κρεβατι, μονος στο δωματιο.
Εβαλε τρια φακελακια καφε και τον ηπιε χωρις ζαχαρη, γυμνος μπροστα στο παραθυρο, η πεταχτη κοιλια του εκανε μια μικρη αντανακλαση στο τζαμι.
Το μυαλο του αρχισε να ξαναμαζευεται, σκεφτηκε την κοπελα με λαχταρα και πονο, ηξερε ομως οτι θα την ξαναβρισκε, ισως και συντομα.
Τα ρουχα του πεταμενα σε ολο το δωματιο, χαμογελασε στην αναμνηση της χτεσινης κραιπαλης.
Εβαλε με ποδια που τρεμανε το παντελονι, ασυναισθητα τα χερια στις αδειες πλεον τσεπες.
Στη γωνια πισω απ’ την πορτα ηταν πεταμενο το πορτοφολι.
Η κοπελα ηταν ενταξει, του ειχε αφησει ολες τις πιστωτικες. Θα μπορουσε να επιβιωσει ανετα.
Κατεβηκε στο μπαρ. Μια ηλικιωμενη γυναικα σκουπιζε, ο χωρος μυριζε καπνο και χυμενη μπυρα. Κοιταξε τη γωνια της μπαρας που καθοντουσαν χτες, τα δυο ποτηρια τους, το πιατακι με φυστικια ηταν ακομα εκει.
Επιασε το ποτηρι της στο χερι, τα κραγιον της ακομα φαινοταν, ισως και τα αποτυπωματα απο τα υπεροχα μακρια της δαχτυλα.
Δε γαμιεται, σκεφτηκε, αφηνοντας την πικρα του μονο για λιγα δευτερολευτα.
Αξιζε το κοπο.
Κουνησε το κεφαλι και πηγε να παρει ενα γεναιο πρωινο, οπως φανταστηκε οτι θα εκανε ο Ντιμιτρις.
Που τωρα υπηρχε.
now here in no where
ειστε υπεροχος
οχι πρωτο τυπος
αλλα υπεροχος
Posted by: Eva Amorales | October 01, 2010 at 08:44 PM
ποσο θαρρετος ειμαι οταν ειμαι καποιος αλλος..
πολυ καλο.πολυ
Posted by: άλις | October 01, 2010 at 10:09 PM
Eva, κατι μου θυμιζει το νικνέιμ σου αλλα δεν μπορω να θυμηθω τι. Ευχαριστω.
Αλις, και ποσο πολυ ημουνα ο αλλος και το αγνοουσα. Ευχαριστω.
Posted by: Radio | October 02, 2010 at 12:49 PM
Απίθανο κείμενο .Μπράβο για την νουάρ ατμόσφαιρα και τους καταραμένους ήρωες που μας χαρίζεις
Posted by: Vam33 | October 03, 2010 at 11:53 AM
Yannis,ποσο αθωα ξεκινας την κουβεντα.
..ισως κατι που εχασες μεσα σε τοσες λεξεις..
με τα ξιδια οι τοποι γινονται σημεια
και χανουν το νικνειμ τους
αγαπατε τις λεξεις οπως και τις ερωμενες σας (?)
φευ γαλεα
Posted by: pou paei | October 04, 2010 at 09:57 PM
Αγαπητη(ε;) Eva Amorales pou paei,
αν και καποιους απο τους γριφους σας φιλοδοξω να λεω οτι τους καταλαβαινω, για το συνολικο νοημα μενω με τη .. φιλοδοξια στο χερι.
Την κα λημερα μου.
Γεια σου Βαμακο Χα'ι'λάντερ :)
Καλημερες.
Posted by: Radio | October 05, 2010 at 06:57 AM
xaxa !!
κ τη δι κη μου,αγαπητε.
Η αγαπητη.
Posted by: Eva pou paei Amorales | October 05, 2010 at 02:35 PM