Παρκαρε αργα το αμαξι στο υπογειο γκαραζ.
Απο πανω του σε εξι οροφους το εμπορικο κεντρο.
Τεραστιο, το κεντρο της πολης, εκει οπου οι αλλοι εξαργυρωναν την καθε μερα με κατι που χωραγε σε σακουλες και χρωματιστα πακετα.
Τροφιμα, ρουχα, φαρμακα, κοσμηματα, αρωματα, εστιατορια.
Φρεσκα, καθαρα, ταχτοποιημενα στη θεση τους, να περιμενουν τη στιγμη που η επιθυμια γινεται πραξη και τελειωνει ταχτοποιημενη σε ντουλαπια, ψυγεια, συρταρια, λαιμους, στομαχια.
Εγειρε το κεφαλι πισω στο καθισμα και εκλεισε τα ματια.
Αυτη η κουραση που τωρα τον κατεβαλλε του ειχε δωσει τα προειδοποιητικα της σημαδια ολες τις προηγουμενες βδομαδες αλλα τα ειχε αγνοησει. Συνεχιζε τις καθημερινες του ασχολιες, απορροφημενος απο τις μικρες του επιτυχιες που τις γιορταζε με ολο και λιγοτερη ικανοποιηση.
Μεχρι σημερα, αυτη τη στιγμη που εμενε καρφωμενος στη θεση του ανικανος να κουνηθει, ν'ανοιξει την πορτα του αυτοκινητου, να παρει το ασανσερ και να μπερδευτει με το πληθος, να χωνευτει απ' αυτο, να διαλεξει τον οροφο και το νοημα της μερας.
_
Οταν ξανανοιξε τα ματια δεν ηξερε ποση ωρα ειχε περασει.
Επιασε το μπουκαλι με το νερο διπλα και το ηπιε ολο.
Τεντωσε τα χερια και εκανε καποιες κινησεις να ξεμουδιασει το σβερκο του.
Μολις ειδε την ωρα τιναχτηκε. Ηταν περασμενα μεσανυχτα. Εβρισε και εβαλε μπροστα το αμαξι κατευθυνοντας το στην εξοδο. Ηταν κλειστη, κι εμεινε να την κοιταει για λιγη ωρα απορημενος και με μια υποψια πανικου να ξεπροβαλλει.
Εκανε μια αναστροφη και παρκαρε κοντα στα ασανσερ.
Πατησε το κουμπι του πρωτου οροφου και μ’ενα ελαφρο τιναγμα αρχισε ν’ανεβαινει.
Οταν η πορτα ανοιξε ειδε το χωρο μισοσκοτεινο με μονο τα φωτα ασφαλειας αναμμενα.
Κατευθυνθηκε μεσα απο τους διαδρομους και τα γεματα ραφια προς την εξοδο.
Βαρεια ρολα εκλειναν τις τζαμενιες πορτες.
Γυρισε και αρχισε να περπαταει αναμεσα στα ψυγεια και τα ραφια με τα τροφιμα. Πηρε δυο μηλα, δυο πορτοκαλια, δυο μπουκαλια νερο και ξανακατεβηκε στο αμαξι.
Τα εφαγε αργα κοιτωντας τον αδειο και σχεδον σκοτεινο χωρο μπροστα του.
Τεραστιος, με μεγαλες τετραγωνες κολωνες σε ισαποστασεις, μαρκαρισμενες θεσεις παρκαρισματος, φοσφωριζοντα βελακια που δειχναν την κλειστη εξοδο, αυτο που κοκκινιζε εκει δεξια πρεπει να ηταν πυροσβεστηρας, καποια αδεια καροτσακια παρατημενα ατακτα ενα γυρο, καποιο απ’ αυτα κουνηθηκε ελαχιστα κι εμεινε εκει.
Στην οροφη μεγαλοι σωληνες εξαερισμου και αποχετευσεων.
Εκει πανω ειδε μια κινηση και μετα κατι που επεσε στο πατωμα, αρχισε να τρεχει και στο στιγμιαιο περασμα του απο καποιο φωτεινο σημειο το κατι εγινε ποντικι.
Εφερε το καθισμα σε ξαπλωτη θεση, εκλεισε το φωτακι της οροφης και με μια ηρεμια που για λιγο τον παραξενεψε εγειρε πισω και κοιμηθηκε.
_
Μια πορτα που εκλεισε με δυναμη τον ξυπνησε.
Ανασηκωθηκε, κοιταξε εξω και ειδε οτι καμια δεκαρια αλλα αμαξια ηταν παρκαρισμενα εδω κι εκει στο χωρο.
Κοιταξε το ρολοι, οχτω η ωρα.
Ετριψε τα ματια του εβαλε μπροστα και πηγε στη δουλεια.
Φτιαχτηκε λιγο στις τουαλετες, εκανε ενα καφε, και αρχισε να γραφει την αιτηση για αδεια, που την πηγε στο διευθυντη του τμηματος.
Αυτος τον κοιταξε περιεργα, αρνηθηκε, για να του απαντησει οτι οι λογοι ηταν ιατρικοι, επειγουσα εγχειρηση, λυπαται, λυπαται αλλα πρεπει.
Αδειασε το γραφειο απο τα προσωπικα του αντικειμενα, χαιρετησε μαλλον βιαστικα οποιον συναντησε μπροστα του κι εφυγε.
Παρκαρισε περιπου στη ιδια θεση.
Ανεβηκε πανω, οι πελατες ηταν κυριως γυναικες που εκαναν τα πρωινα τους ψωνια.
Αγορασε φρουτα, νερο, τσιχλες.
Κατεβηκε σφυριζοντας μεσα στο ασανσερ.
Εδωσε στο καθισμα μια ανετη θεση, ανασανε βαθεια και αφησε μια ηρεμια που ειχε πολυ καιρο να νιωσει να τον πλημυρισει.
Αμαξια ερχονταν κι εφευγαν, πορτ-μπαγκαζ και πορτες ανοιγαν κι εκλειναν, προβολεις εσβηναν και αναβαν. Πενταλεπτα, δεκαλεπτα, εικοσαλεπτα απολυτης ησυχιας που την καταβροχθιζε με το μυαλο του.
Και οσο τα διαστηματα μειωνονταν ή αυξανονταν ενιωθε αυτος τις ωρες αιχμης του εμπορικου κεντρου και τις ωρες της υφεσης.
Τα αυτοκινητα που πηγαιναν κι ερχονταν ηταν σαν μια πλημυριδα και αμπωτη που εδινε ζωη και νοημα σε αυτο το οικοδομημα, σε αυτο που ηταν η καρδια της πολης.
Καποτε το γκαραζ αδειασε, αυτος ειχε παρει στο μεταξυ εναν υπνακο, το τελευταιο μεγαλο κυμα φυγης ισα που το προλαβε, ειδε μονο τα τελευταια αυτοκινητα να φευγουν σε αραια διαστηματα, το δικο του μονο να κοιταει ισια μπροστα, ακινητο, ηρεμο, στον ερημωμενο χωρο.
Για να ειναι σιγουρος αφησε να περασει λιγη ακομα ωρα απο αυτην που ηξερε οτι το κεντρο εκλεινε και οι υπαλληλοι εφευγαν.
Λιγο πριν τα μεσανυχτα βγηκε εξω, και αρχισε να περιδιαβαινει εναν εναν τους αδειους οροφους.
Σταματησε μπροστα σε ολα τα καταστηματα και ιδιως σε αυτα που ολο τον προηγουμενο καιρο ειχε προσπερασει βιαστικα.
Κοιταξε κι επιασε στα χερια του φορεματα, κοσμηματα, αξεσουαρ, ολα οσα μπορουσαν να επιθυμηθουν, ολα αυτα που ηταν το κυνηγητο της καθε μερας για τους περισσοτερους.
Αλλαξε το πουκαμισο του μ’ενα πανακριβο, φορεσε ενα χρυσο κολλιε, πολυ βαρυ για τα γουστα του, ξεκρεμασε κι ενα καπελο και το εβαλε στο κεφαλι. Κοιταχτηκε στο καθρεφτη και ειδε καποιον που εβλεπε πρωτη φορα, και με αυτο το περιεγο συναισθημα οτι κουβαλουσε μεσα του δυο ανθρωπους ανεβηκε στον τελευταιο οροφο, αυτον με τις καφετεριες που ειχε και τη μοναδικη παμπ.
Εβαλε μια παγωμενη μπυρα και καθισε στο τραπεζι με την καλυτερη θεα στην πολη.
Χαιδευε το κολιε, επινε την μπυρα του, τελειωσε το τσιγαρο του και αναψε και αλλο.
Ελαχιστα τα φωτα στη πολη που την ενιωθε μαζι αγνωστη και αθωα, παραξενη και μακρινη.
Σκεφτηκε οτι κατα τα κριτηρια τους ηταν ο πιο πλουσιος απ’ ολους τους κοιμισμενους αυτους εργατες της μερας.
Ειχε στη διαθεση του οτι ηθελε, οτι θα μπορουσε να θελει και συγχρονως δεν ηθελε τιποτα.
Μια εξαψη ευτυχιας του εφερε αυτη η σκεψη, μια γαληνη που εμοιαζε με ολοκληρωση, σαν να εφτανε καπου μετα απο μακρυ ταξιδι.
Ηπιε πολυ εκεινο το πρωτο βραδυ, γιορτασε αυτη τη καινουρια αισθηση μεχρι το πρωτο φως της μερας, τοτε μονο κατεβηκε σερνοντας τα ποδια του μεχρι το αμαξι, σωριαστηκε στο καθισμα και παραδοθηκε σ’ενα βαρυ υπνο.
_
Οταν ξυπνησε, το γκαραζ ηταν μισογεματο, κοιταξε το ρολοι, απογευμα.
Ακομα ζαλισμενος, ανεβηκε, πηγε στο χωρο με το γρηγορο φαγητο και εφαγε με βουλιμια. Κοιταζε γυρω του, ολοι ανυποπτοι, καθησυχασμενοι, υπνωτισμενοι απο τα φρεσκα ψωνια τους, απο τα φωτα και την απλοχερη αυτη αισθηση αφθονιας γυρω τους. Εβλεπε καθαρα πως η περηφανεια τους ειχε μετατοπιστει μεσα σε περιεχομενα καροτσιων, γεματων τσαντων, κουτιων που τα κρατουσαν με μια αοριστη τρυφεροτητα αγκαλια ή τα αφηναν επιδεικτικα σε καρεκλες και τα χάιδευαν με λοξες ματιες.
Πηρε καφε στο χερι, ξανακατεβηκε και τον απολαυσε στο αμαξι.
Μολις καταλαβε οτι το κτιριο αδειασε παλι, αρχισε να ψαχνει πως θα λυσει το προβλημα του μπανιου που χρειαζοταν.
Εψαξε ολες τις τουαλετες και τις κουζινες. Βρηκε ενα μικρο δωματιο που ηταν καλυμμενο με πλακακια μεχρι και το ταβανι. Πρεπει να ηταν για καθαρισμο καποιων σκευων, ειχε παροχη ζεστου νερου και ατμου. Βρηκε ενα λαστιχο και το εστρεψε προς τα πανω. Ανοιξε τη βρυση και αυτο πεταξε με δυναμη το νερο που χτυπησε στο ταβανι και επεστρεψε σα βροχη προς τα κατω. Χτυπησε τα χερια του σα μικρο παιδι, εβγαλε τα ρουχα του και αρχισε να πλενεται.
Βλαστημησε μολις βρεγμενος καταλαβε οτι ειχε ξεχασει πετσετες και μπουρνουζι.
Τουρτουριζοντας, με τα ρουχα σωρο στα χερια του που μυριζαν ιδρωτα και δεν ηθελε να τα βαλει, με φορεμενα τα παπουτσια χωρις καλτσες πηγε στο ασανσερ και κατεβηκε μεχρι το δευτερο.
Δαιλεξε ενα παχυ κατακιτρινο μπουρνουζι και αφρατες παντοφλες, λινο παντελονι βαμβακερο μπλουζακι.
Πηρε καποιες προμηθειες κι ενα μπουκαλι ακριβο ουισκυ.
Στο αμαξι εβαλε μπρος το αιρ κοντισιον στο ζεστο, ηρεμησε, και μετα το ουισκυ, το απωτατο δωρο για αυτη την ταλαιπωρια του. Το απολαυσε αργα, η ευτυχια του ξαναγυριζε σε μικρες γουλιες, οι γκριζοι τοιχοι γυρω, οι κολωνες, ο αδειος πλατυς χωρος, το τρεχαλητο των ποντικων, αυτη η βαθεια σιωπη η μονωμενη απο ολους τους ηχους της πολης τον γεμιζαν με μιαν αναπαντεχη και αγνωστη ως πριν αισθηση πληροτητας.
_
Το επομενο βραδυ εψαξε και βρηκε το δωματιο απ’ οπου εβαζαν αυτη την ανιαρη, κοιμισμενη μουσικη που επαιζαν ολη τη μερα.
Απο το αυτοκινητο ειχε παρει μερικα σι ντι με δυνατη ροκ που σε λιγο πλημυρισε ολους τους οροφους. Ειχε φορεσει μια στολη παραλλαγης απο τα Ειδη Κυνηγου και με μια μπουκαλα στο χερι γυριζε και τραγουδαγε δυνατα τους στιχους.
Οταν εφτασε μπροστα στις κουκλες με τα φορεματα σταματησε. Αρχισε να τις περιεργαζεται μια μια κανοντας το γυρο τους. Τους ισιωσε καπως τις βατες, τους γιακαδες, μια τουφα απο τα μαλλια που επεφτε στο μετωπο τους. Σταθηκε μπροστα σε μια και της ειπε οτι καποια του θυμιζε. Η κουκλα κοιταζε ψηλα και αριστερα και βαλθηκε να της γυρισει το κεφαλι προς το μερος του. Σταθηκε δυο βηματα πιο περα και μολις ειδε οτι η αδεια ματια της σα να εστιαζε στα δικα του ματια ενιωσε ενα μικρο συγκλονισμο.
«Λοιπον Συλβια, δεν το περιμενα» ειπε
«Να σε συναντησω εδω, ετσι ξαφνικα μεσα στη νυχτα»
Και μετα, ακουσε την ιδεα που σαν ντροπαλο αστειο φυτρωσε στο κεφαλι του.
«Θα μου εκανες την τιμη για ενα δειπνο; Ηταν υπεροχα τα βραδυα που τρωγαμε μαζι αν θυμασαι»
«Ω, μα τι παει να πει περασε τοσος καιρος; Ισα ισα θα εχουμε τοσα πολλα να πουμε. Φανταζομαι δεν περασες ολα αυτα τα ... χμμ ... τρια χρονια στημενη εδω περα. Θα εχεις τοσα να μου πεις κι εγω αλλωστε»
«Α το ξεχασα. Δεν ειναι ρουχα αυτα που φοραω. Πηγαινω ν’αλλαξω. Θα περασω σε... εεμμ ... πες ενα μισαωρο. Ενταξει; Περιμενε με»
Αλλαξε με ενα πολυ φινο κοστουμι, περασε απο τα αρωματα, δοκιμασε δυο τρια και στο τελος εβαλε λιγο απ’ ολα. Μετα πηγε στο ανθοπωλειο κι εφτιαξε οπως οπως ενα μπουκετο τριανταφυλλα.
«Πως με βλεπεις; Σενιος ε; Λοιπον ξερω οτι μετα απο τοσο καιρο ισως ειναι δυσκολο αλλα πρεπει να σε παρω αγκαλια γλυκεια μου»
Την επιασε γυρω απο τη μεση και τη σηκωσε. Μετα λιγα μετρα ειδε οτι δεν τον βολευε και την πηρε στην πλατη. Ανεβηκαν δυο οροφους και την πηγε στο Ιταλικο εστιατοριο οπου την εστησε σε μια καρεκλα, εβαλε τα τριανταφυλλα σ’ενα δοχειο και αναψε ενα κερι αναμεσα τους.
Κατεβηκε τρεχοντας και αλλαξε την μουσικη με μια απαλη τζαζ.
Ανοιξε ενα κρασι και ψαχνοντας στο ψυγειο εκανε μια συλλογη απο κρυα πιατα.
Τα σερβιρισε οσο πιο ωραια μπορουσε καλωντας την να τα τιμησει.
Σερβιρισε το κρασι, και αρχισε να τρωει.
«Α ηταν μια ωραια μερα ξερεις. Τελευταια ... γενικως δηλαδη, νομιζω πως τα καταφερα. Φανταζομαι ετσι οπως θα ... στεκοσουνα σε αυτη τη δουλεια νομιζω οτι κι εσυ θα το ειχες δει. Εννοω ετσι οπως περνανε μπροστα σου ολη την ωρα. Απληστοι και κοιμισμενοι μαζι. Ε, τι λες;»
Εκανε το γυρο του τραπεζιου και της διορθωσε το κεφαλι, να τον κοιταζει.
«Ναι βεβαια θυμαμαι, εσυ το εβλεπες αλλιως. Παντα σου αρεσαν και η μοδα και τα κομψα πραγματα ... να αγοραζεις. Ισως γι αυτο πετρωσες κι εδω μεσα. Εεε ... ναι, ενταξει δεν ειναι κομψο, δε βαριεσαι, κομματια να γινει. Σημασια εχει οτι βρεθηκαμε».
Της εκλεισε το ματι και σηκωσε το ποτηρι του.
Το κατεβασε ολο.
Εκανε παλι ενα γυρο και της εφτιαξε τα χερια πανω στο τραπεζι.
«Βεβαια, δε μπορω να πω, μια χαρα κρατιεσαι. Ουτε παχυνες, ουτε τιποτα. Τι δηλαδη, καλυτερη εισαι τωρα, πιο σε φορμα ... σεξυ ... σικατη. Ε ενταξει, μεταξυ μας τωρα ειμαστε»
Απλωσε το χερι του και σκεπασε το χερι της κουκλας.
«Ναι, μια χαρα εισαι, κομματακι κρυα βεβαια ... Αλλα αυτο διορθωνεται. Ή μηπως οχι; Λοιπον στην υγεια μας, καλως βρεθηκαμε και ... να τα λεμε».
Ανοιξε και δευτερο μπουκαλι σιγονταροντας το Autumn leaves που ακουγοταν τωρα σε ολο το σκοτεινο κτιριο.
«Αχ συγνωμη, ναι, ναι ποτε δεν σου αρεσε η τζαζ αλλα σημερα θα το κανουμε να σου αρεσει. Α... ετσι μπραβο... Για πες μου, δεν ειναι σαν να γεμισε απο μια αλλη ζωη... ααα ... πιο λεπτη ολος ο χωρος. Αφεσου Συλβια, σε παρακαλω αφεσου για λιγο ... εεετσι, χαλαρωσε ... ακουσε αυτη τη θεια μουσικη ... πως να το πω ... με το δερμα σου ... το στηθος σου, με το μετωπο, τα γονατα σου, με το μουνι σου ... αααχ Συλβια ... ετσι ... στην υγεια σου ...»
Σηκωθηκε, εφερε μερικες αργες στροφες με το ποτηρι στο χερι και κλειστα τα ματια.
«Ξερεις Συλβια, ειχα ενα ονειρο. Απλο και δυσκολο μαζι. Πες οτι καπως το καταφερναμε και ακουγοταν σε ολο τον κοσμο ταυτοχρονα αυτο το τραγουδι ... λες θα ‘ταν για καλο; Εννοω ειναι τοσο υπεροχο και απλο μαζι και δεν εκβιαζει και τιποτα... «
Καθισε, ελυσε τη γραβατα, εβαλε κι αλλο κρασι.
«Για ενα διαστημα με αγαπουσες. Κρατησε κανα δυο μηνες νομιζω. Μετα εγινε κατι αλλο ... Τελος παντων, ποτε δεν ειναι αργα ... παμε; Στασου να παρω ενα μπουκαλι για το σπιτια... αχ μεθυσες, θα πρεπει να σε ... κουβαλησω. Μου επιτρεπεις;»
Στο ασανσερ, την ακουμπησε στο τοιχο και τη φιλησε.
_
Ηταν ενας βαθυς υπνος. Φθινοπωρινα φυλλα επεφταν ασταματητα πανω του και σε ολο το κοσμο. Ποντικια ετρεχαν πανω τους μεχρι που σκεπαστηκαν κι αυτα.
Μετα ενας ανεμος αρχισε δυνατος, τα επαιρνε ολα και τα σηκωνε ψηλα, τα εκανε ενα πυκνο συννεφο που δεν μπορουσε να δει μεσα του και μετα ενας επιμονος χτυπος που οσο πηγαινε και δυναμωνε.
Ανοιξε οσο μπορουσε τα ματια του. Ηταν στο αμαξι και ενα φως τον τυφλωνε. Βαρυ το κεφαλι του, κι οπως μετακινηθηκε κατι υγρο ετρεξε πανω στα ποδια του. Το κρασι χυνοταν πανω του και αυτος το κοιταζε. Και μετα το φως που κουνιοταν μπροστα στα ματια του. Μετα τα χτυπηματα στο τζαμι. Μετα τις ανησυχες φωνες εξω και γυρω απ’ τ’ αμαξι. Μετα τις στολες.
Γυρισε και κοιταξε διπλα του.
Η Συλβια καθισμενη διπλα του, κοιταζε ισια μπροστα και πουθενα αλλου.
Στο πρωτο καθαρο σημα που ηρθε στο μυαλο του απαντησε
«Ω ρε γαμωτο».
...γαμώτο τελείωσε... σαν να έβλεπα ταινία...
Posted by: ezak | October 24, 2010 at 11:59 PM
δεν σου κρυβω εζακ πως κατι τετοια ειχα στο μυαλο μου να κανω.
τωρα αν βγηκε b-movie ή d-movie τι να κανουμε ...
Posted by: Radio | October 26, 2010 at 05:01 AM
παντα σε φορμα!
χαιρετισμούς από φράξο
εκει εισαι ακομα?
Posted by: napoleon | October 28, 2010 at 07:43 PM
Αγοοορι μου, ποσο καιρο ειχα να σ'ακουσω;!
Μη μου πεις οτι εισαι απο το νησι του πιο αγαπημενου μου μυθιστορηματος!!!
Ακομα εδω, κλεινω τεσσερα χρονια και απ' οτι δειχνει το πραμα θα κλεισω τεσσεράμισυ ...
Posted by: Radio | October 28, 2010 at 07:56 PM
Μοναδικό
Posted by: Vam33 | November 06, 2010 at 08:52 PM