Τοτε το χωριο μας μου φαινοταν μεγαλο.
Μεχρι τα οχτω μου, δεν θυμαμαι να ειχα περασει τα ορια της γειτονιας μας, που ομως εκτεινοταν ανατολικα και νοτια απεριοριστα σε χωραφια και περιβολια, δυτικα ομως που ηταν και το κεντρο του χωριου και βορεια που ηταν ενας αραιος συνοικισμος δεν ειχα πλησιασει.
Το οριο προς τα δυτικα ηταν το καφενειο με τις δυο μουριες στη τσιμεντενια αυλη, που καθονταν οι γεροι τ’ απογευματα και πανω απο βυσιναδες και γλυκυ βραστους μας κοιτουσαν με δυσπιστια να παιζουμε μπαλα απεναντι στη κατηφορικη αλανα μπροστα απ’ το λιοτριβι και ρωτωντας αναμεταξυ τους για μας «αυτος ποιανου ειναι» δειχνοντας μας με τις μαγκουρες τους, ξεκιναγαν κουβεντες και ιστοριες για τους πατεραδες μας που εκεινη την ωρα δουλευαν ακομα στα χωραφια.
Κολλητα στην αλανα ηταν το σπιτι του παπα του χωριου και κατα τις εξι που τελειωνε τον εσπερινο περνουσε μεσα απο το παιχνιδι μας για να φτασει στην πορτα του, κι εμεις, γρατζουνισμενοι, σκονισμενοι, χωρις φανελλες στεκαμε στη σειρα και του φιλαγαμε ενας ενας το χερι στη μεση της αλανας. Επικρατουσε μια ησυχια ενω μας ευλογουσε, μια σοβαροτητα μαθημενη απο τις ατελειωτες ωρες του υποχρεωτικου εκκλησιασμου, δεν υπηρχαν καθολου χαμογελα και κατα ενα τροπο που δεν μπορουσαμε να του αντισταθουμε μετα απ'αυτο το χειροφιλημα η ορμη μας για το παιχνιδι ηταν μειωμενη. Το χερι του ηταν εντυπωσιακο ασπρο σα διαφανο με μπλε φλεβες, μαλακο και μυριζε λιβανι, πολυ διαφορετικο απο του πατερα το ηλιοκαμενο, σκληρο και γεματο βαθειες χαρακιες και σημαδια απο σκληθρες .
Αλλο μερος για την μπαλα, ηταν ο δρομος μπροστα στο σπιτι μας, εκει το παιχνιδι κραταγε ως αργα τη νυχτα, δεν υπηρχε κανενας παπας να το διακοψει με το περασμα του, συνεχιζαμε να παιζουμε ακομα και οταν βραδυαζε, μια κολωνα της ΔΕΗ ηταν ακριβως στο κεντρο του γηπεδου μας οποτε συνωστιζομασταν απο κατω της για να βλεπουμε και οταν κουραζομασταν με τη μπαλα συνεχιζαμε με κρυφτο, αποτραβιομασταν απ’ τη λαμπα της ΔΕΗ και κρυβομασταν στα σκοτεινα μαθητευοντας τωρα στην αγρια χαρα της εξουσιας και στο σαδισμο της βαζοντας καθε φορα τον ιδιο να τα φυλαει ξανα και ξανα και καθε βραδυ.
Το καλυτερο ηταν η αυλη του σχολειου που δεν επισκεπτομασταν συχνα ειτε γιατι καποια ταξη ειχε απογευματινο μαθημα ειτε γιατι την ειχαμε μπουχτισει ολη μερα. Εκει γινονταν οι μεγαλυτεροι αγωνες, γειτονια με γειτονια και η απλα του χωρου αλλαζε το παιχνιδι πιο πολυ σε τρεχαλα παρα σε αυτο που μας αρεσε περισσοτερο, τριπλες δηλαδη, συνεχεια τριπλες, αν γινοταν να τους περασουμε ολους χωρις να δωσουμε σε κανενα τη μπαλα. Ειχε και μια ελια μες στη μεση που ηταν μερος του παιχνιδιου και δεν το δυσκολευε καθολου αφου την ειχαμε συνηθισει, πολλες φορες σταματαγαμε για να κατεβασουμε την μπαλα απο τα κλαδια της πετωντας πετρες και ηταν μια απο τις δυσκολες τριπλες να στειλεις τον αντιπαλο απο τη μια μερια της ελιας και συ να περασεις με τη μπαλα απ' την αλλη.
Στην ακρη της αυλης ηταν ενα μακροστενο περιβολι με αμυγδαλιες και ψηλες φασολιες που εκει μαζευονταν οι μεγαλυτεροι στο τελος του αγωνα, εβγαζαν πακετα τσιγαρα μεσα απο τα σλιπ τους και καπνιζαν με αυτο το ειδος περηφανειας που τοτε το λεγαμε μαγκια και συζητουσαν πραγματα που δεν καταλαβαινα και ονοματα κοριτσιων και λεξεις με αγνωστο νοημα ερχονταν στην κουβεντα τους. Τα λογια τους μου προκαλουσαν κατι αναμεσα σε φοβο και αηδια και ενω τους ακουγα με σκυφτο κεφαλι και ενοχη περιεργεια δεν αναγνωριζα ακριβως τους μεχρι πριν λιγο συντροφους του παιχνιδιου.
Μετα ενα τετοιο αγωνα, γυρισα σπιτι, ολοι ελειπαν σε δουλειες και πανω στο τραπεζι ηταν το πακετο τα Καρελια του πατερα μου. Νιωθοντας σα να με εχει τυλιξει κατι κακο, κατι που δεν μπορουσα να του ξεφυγω, οτι κανω οτι χειροτερο ειχα κανει μεχρι τοτε στη ζωη μου πηρα ενα τσιγαρο και ετρεξα στο δωματιο μου. Μετα απο δυο ρουφηξιες τα ποδια μου ετρεμαν κι επεσα ανασκελα στο κρεβατι, το κεφαλι μου γυριζε και ηθελα να κανω εμετο, εξω ειχε αρχισει να βραδυαζει και αισθανομουνα οτι ειχα παει καπου αλλου, σε μερος ξενο κι ερημο και εστεκα εκει για παντα αβοηθητος και δυστυχισμενος. Εμεινα με κλειστα ματια πολυ ωρα ζαλισμενος και σκεφτομουνα οτι τωρα μπορει και να πεθανω.
Αλλο σημειο ηταν η αυλη του Γ., στο πισω μερος του σπιτιου του, που τα ορια της ηταν το κοτετσι του.
Η μπαλα στην αυλη αυτη ειχε πολυ πλακα γιατι κατεληγε σε κοκορομαχιες. Μολις τελειωνε το παιχνιδι ετρεχε καποιος κι εφερνε απο το δικο του κοτετσι ενα κοκκορα και τον εβαζε να παλαιψει με αυτον του Γ. Εμεις καθομασταν γυρω και θυμαμαι την εξαψη μας να τους βλεπουμε να χτυπουν με τα ραμφη, ν' ανοιγουν τα φτερα γυρω απο το λαιμο που τεντωνοταν σα νευρικο συρμα, να βλεπουμε αυτο το μακελειο ετσι ξαφνικα μπροστα μας. Ο νικημενος κοκορας εφτανε στο τελος να σερνεται γεματος πληγες, με τα λειρια του σκισμενα και αιματα στα φτερα του, ο κοκορας του Γ. παντα κερδιζε, τον θυμαμαι ως τωρα με τα κοκκινοκαφε φτερα του παντα γυαλιστερα οπως και την αυστηρη προειδοποιηση της μανας μου μη τολμησω ποτε και παρω το κοκορα μας να παλαιψει με το δικο του.
Ο Γ. ηταν παντρεμενος με την πιο ομορφη γυναικα της γειτονιας, φερμενη απο αλλο χωριο, γλυκο προσωπο και φωνη καραμελωμενη, τοτε τα σπιτια ειχαν ανοιχτες τις πορτες, εμεις τα παιδια μπαινοβγαιναμε απο το ενα στο αλλο οποτε θελαμε, η Μ. ομως ειχε σχεδον παντα κλειστη τη δικη της. Ενα απογευμα ειχα περασει απ’ το σπιτι τους για ενα θελημα, και ειχα βρεθει να καθομαι περιμενοντας σε μια γωνια και να κοιταζω τα ασπρα τροφαντα της ποδια να ανεβοκατεβαινουν στη ραπτομηχανη κι εγω ακινητος σα μαγεμενος χωρις να ξερω ακομα το γιατι η γλωσσα μου ειχε κολλησει στον ουρανισκο. Σα μεσα σε ονειρο θυμαμαι την ασπρη κουρτινα για τις μυγες στην πορτα που την εσπρωχνε προς τα μεσα ενα ρευμα αερα, το μισοσκοτεινο δωματιο με τα κλειστα πατζουρια, τον ηχο ενος ψυγειου που μπλεκοταν με αυτον της ραπτομηχανης και μιας βρυσης που εσταζε, και κυριως την αλλαγμενη και μεταλλικη γευση και την υφη του σαλιου μου στο στομα, σα να γλυφεις μια μπαταρια, μονο πολλα χρονια αργοτερα σκεφτηκα οτι εδινε προς τιμη μου μια παρασταση, εγω ακουμπισμενος στο τοιχο και πετρωμενος, το σπιτι ζωντανο πανω σε μια τεντωμενη ησυχια, και αυτη εκει να κουναει ρυθμικα τα ποδια της στη ραπτομηχανη χωρις να με κοιταει, χωρις να με ρωταει γιατι ηρθα εκει, χωρις να μου λεει τιποτα.
ααχ
Posted by: Ευα | November 10, 2010 at 10:08 PM
...κάποιες εικόνες μου είναι τόσο οικείες, ερημικές γειτονιές, μπάλα, κολώνα της ΔΕΗ, κρυφτό το βράδυ, παιχνίδι ατελείωτο, ανέμελα χρόνια...
Posted by: ezak | November 11, 2010 at 08:42 PM
Εξαιρετικό
Posted by: Vam33 | December 05, 2010 at 05:43 PM
ευχαριστω παιδια
Posted by: Radio | December 05, 2010 at 08:52 PM
Πραγματικά πολύ αληθινό και νοσταλγικό, ξύπνησε μέσα μου εικόνες και μυρωδιές απο ένα παρελθόν που δύσκολα θα υπάρξει πια ξανά...Χρόνια Πολλά φίλε μου!
Posted by: Ouraniskos Sotiris | April 25, 2011 at 01:10 PM
ευχαριστω Σωτηρη, επισης.
Posted by: Radio | April 29, 2011 at 11:51 PM