Κάθομαι και μετράω το ευεργετικό τέλος όλων των αντικειμένων εδώ μέσα που δεν χρειάζονται αντικατάσταση μέχρι να φύγω, για τα καλά αυτή τη φορά.
Ο καφές, αρκεί για δυό βδομάδες, για δυό-τρείς μέρες θα ξεμείνω αλλά όχι δεν πάω να πάρω άλλον. Δεν μπορώ ν'α ανεχτώ την ιδέα ενός μισογεμάτου πακέτου καφέ στο άδειο σπίτι.
Το υγρό για τα πιάτα. Το ίδιο. Κι αν δεν φτάσει θα τ' αφήσω όλα άπλυτα και βρώμικα όπως τόσα άλλα.
Τα μπουκάλια με το νερό. Μιά εξάδα θα περισέψει. Θα τα στοιβάξω στη πιό σκοτεινή γωνία πίσω απ' τη σκάλα. Ισως να μην τα βρει και κανείς ποτέ. Θα τα φαντάζομαι εκεί, πιστά, στοιχισμένα, σφραγισμένα, αόρατα.
Τα μακαρόνια. Θα τα πάρουν οι καθαρίστριες πιθανότατα. Θα προσπαθήσουν να τα μαγειρέψουν, δεν θα τους αρέσουν, θα τα πετάξουν.
Βέβαια αν ήταν δυνατό θα ήθελα να τα πάρω όλα και να τα πετάξω στη πιό κοντινή χωματερή, να κατεβάσω κάδρα, να ξεβιδώσω τις λάμπες, τις άδειες κρεμάστρες μεσα στη ντουλάπα.
Θα το έκανα αυτό αν είχε κάποιο νόημα.
Αλλά δεν έχει γιατί ξέρω.
Ολο και κάποιο κουμπί θα έχει παραπέσει κάπου, κάποια μοναχική κάλτσα, κάποιο κομμένο νύχι, νεκρό δέρμα σκόνη εδώ κι εκεί, σε καναπέδες και πετσέτες.
Δεν γίνεται να εξαφανιστούν όλα.
Αλλωστε κανείς δεν θα ψάξει για τέτοια ποταπά ίχνη.
Είσαι εδώ και μετά δεν είσαι.
Τελείωσε.
Comments