6/12/2014
Τη μέρα δούλευε σε μια εταιρεία που πούλαγε λυόμενα σπίτια στη Καβάλας.
Τη νύχτα κοιμότανε σ´ αυτό της βιτρίνας.
Είχε και βεράντα, είχε κι ενα μικρό κήπο με γκαζόν , δύο μέτρα μακριά απ τα αμάξια που πήγαιναν μ´ εκατό.
Αν δεν έκανε κρύο, έβγαζε μια πολυθρόνα πάνω στο γκαζόν, με μια σακούλα μπύρες απ το περίπτερο στην άλλη πλευρά της Καβάλας και άραζε.
Τα αυτοκίνητα έτρεχαν μπροστά του ασταμάτητα κι αυτό ήταν το ποτάμι του.
Ενα βράδυ κάποιο είχε πέσει σε μια τσιμέντινη κολώνα και είχε πάρει φωτιά, δε κουνήθηκε απ τη θέση του.
Ενα άλλο βράδυ, είδε μια μετωπική, κάτι κομμάτια, δεν ήξερε αν ήταν ανθρώπων ή αυτοκινήτων, τινάχτηκαν πέντε μέτρα ψηλά, έσκασαν στην άσφαλτο, αυτοκίνητα πέρναγαν απο πάνω τους για ώρα.
Ήταν καλά, καλές εποχές, τα λυόμενα φεύγανε σα φρέσκα ψάρια, το δικό του, η βιτρίνα, μεγάλος κράχτης, βεράντες, ξύλινα μπατζούρια, κεραμίδια και γκαζόν.
Η εταιρεία έπεσε έξω μετά.
Ήρθανε να λύσουνε το λυόμενο, αυτός τα χε μαζέψει απ την προηγούμενη.
Κάτω απ τον τεράστιο καναπέ του σαλονιού βρήκαν δεκάδες άδεια κουτάκια.
Και στη ντουλάπα κάτι κομμάτια από προφυλακτήρες αυτοκινήτων και κάτι που ´μοιαζε με κομμάτια απο χέρια ή πόδια, έπρεπε να τα πάνε σε εργαστήριο για να πουν με σιγουριά.
Comments