Δεν την είδα πότε μπήκε μέσα.
Μάλλον εκείνο το μισάωρο που άνοιξα την μπαλκονόπορτα να αεριστεί το δωμάτιο. Μόνο το μεσημέρι που ξάπλωσα για λίγο την άκουσα. Αυτό τον επίμονο, ελαφρώς ανατριχιαστικό βόμβο. Σηκώθηκα αναστατωμένος. Την έψαξα για ώρα μα δεν την βρήκα. Μάλλον το κατάλαβε και κάθισε ήσυχα κάπου.
Ξαναξάπλωσα. Ξανάρχισε.
Με τα πολλά την είδα.
Ήταν μεγάλη για το είδος της και κατάμαυρη.
Την κυνήγησα αλλά με απέφευγε με ευκολία.
Πήρα μια πετσέτα και άρχισα να χτυπάω τον αέρα γύρω της. Με τα πολλά κατάφερα να την σπρώξω στο δωμάτιο των ξένων. Έκλεισα την πόρτα. Έμεινα να την ακούω για λίγο. Κλείδωσα την πόρτα κι έκρυψα κάπου το κλειδί. Ειναι εκεί μέσα τώρα. Θα φέρνει στροφές, θα ψάχνει έξοδο και δε θα βρίσκει. Θα κοιμάται εξαντλημένη και μετά θα ξαναρχίζει. Χωρίς τροφή, χωρίς νερό, μόνη της στο δωμάτιο.
Πόσο άραγε θα αντέξει; Πότε να ξαναμπώ στο δωμάτιο; Να αφήσω να περάσουν βδομάδες για να είμαι σίγουρος; Ή μήπως μήνες; Ή μήπως να μην το ξανανοίξω ποτέ; Έτσι κι αλλιώς ξένοι δεν έρχονται ποτέ. Ο μόνος ξένος ήταν αυτή.
Comments