Καθόμαστε στο καφενείο στο χωριό και πίνουμε Τζόνι νερωμένο.
Είναι Φλεβάρης, απόγευμα και ψιλόβροχο.
Το τραπέζι μας είναι δίπλα στη μεγάλη ξυλόσομπα. Κάθε μισάωρο περίπου της πετάμε μέσα ένα ξύλο.
Πίνουμε αργά το Τζόνι το κόκκινο το νερωμένο και δε μιλάμε και πολύ.
Παλιοί συμμαθητές που χαθήκαμε χρόνια.
Ηθελα να πουλήσω το τελευταίο μου χτήμα στο χωριό κι αυτός προσφέρθηκε να το αγοράσει. Μου έδωσε όσα ζήτησα χωρίς να κάνει παζάρια και τώρα κερνάει και το ουίσκι.
Κάθε τέταρτο περίπου λέει στη γυναίκα που κραταέι το μαγαζί "Βούλα φέρε κάτι" κι αυτή μας φέρνει ένα πιατάκι με μεζέ. Διαφορετικό κάθε φορά.
Τώρα πάνω στο τραπέζι μας είναι φυστίκια, αγγουράκι, ελιές πράσινες ξυδάτες, φέτα, ζαμπόν, κουνουπίδι τουρσί, σαρδέλες παστές και πατατάκια πάπρικα.
- Ξέρεις που είναι τα λεφτά, μου λέει
- Ποιά λεφτά;
- Τα λεφτά ρε, τα πολλά λεφτά, τα εύκολα λεφτά. Ξέρεις που είναι;
- Οχι, μακάρι να
- Λοιπόν φίλε τα πολλά λεφτά, τα καλά λεφτά είναι στα γρούνια.
Παίρνει μιά σαρδέλα και τη φέρνει στο στόμα και αμέσως κατεβάζει μισό ποτήρι ουίσκι. Σκουπίζει το μουστάκι με την παλάμη και με κοιτάει.
- Δηλαδή;
- Τι δηλαδή; Σου λέω τα λεφτά τα καλά είναι στα γρούνια. Αυτό είναι το δηλαδή. Παίρνεις ένα χωράφι, του βάζεις ένα γερό φράχτη με τσιμεντόλιθους και πας και αμολάς μέσα γρούνια. Τα παίρνεις μικρά που είναι φτηνά και τα αμολάς κειμέσα. Τους πηγαίνεις αποφάγια, πίτουρα ότι σκατά θες και αυτό είναι όλο. Όποτε θες πας και παιρνεις ένα, το σφάζεις και γίνεται το θάμα. Τα σκατά γίνονται λεφτά. Πολλά λεφτά. Αυτό είναι όλο. Σκατά-λεφτά. Εύκολο.
Παίρνει ένα κουνουπίδι τουρσί και μετά ένα πατατάκι.
Σκέφτομαι το χωράφι του πατέρα μου. Σκέφτομαι τον πατέρα μου.
Παίρνω κανα δυό φυστίκια και τα γυρνάω μεσ' στα χέρια μου.
Μετά τα ακουμπάω πάνω στη ξυλόσομπα.
Νιώθω ότι με παρατηρεί.
Ακούω τη φωνή του.
- Δεν ξέρεις απο λεφτά εσύ.
Πιάνει το μπουκάλι το μισοάδειο το σηκώνει στον αέρα και φωνάζει
"Βούλα ένα τέτοιο. Και μεζέ"
Comments