Τον έβλεπα τα βράδυα που έβγαζα το σκύλο βόλτα.
Στεκόταν πάντα στην ίδια διασταύρωση, στη μικρή ανηφόρα Σουλίου και Μακεδονίας και απο μακριά φαινόταν ακίνητος αλλά μόλις πλησίαζα άρχιζε να ψάχνει τις τσέπες του, τα κλειδιά του, το κινητό του ή τα τσιγάρα του.
Εγώ προχωρούσα με το σκύλο κι αυτός έμενε εκεί, αν όμως κάποια στιγμή γύριζα το κεφάλι τον έβλεπα σε απόσταση, να ακολουθεί μεν αλλά να κοιτάζει αλλού.
Αυτό γινόταν κάθε βράδυ, για πολύ καιρό.
Ο σκύλος πέθανε κάποια στιγμή μα εγώ απο κεκτημένη συνήθεια κι έπειτα από ένα μικρό, αναμενόμενο διάλειμμα ξανάρχισα τις βραδινές βόλτες.
Ήταν πάλι εκεί, έκανε πάλι ότι έψαχνε τις τσέπες του αλλά τόσο ελάχιστα πειστικά αυτή τη φορά.
Πρέπει να ήταν το τρίτο ή το τέταρτο βράδι που πλησίασε και με πολύ ήρεμες κινήσεις φόρεσε στο λαιμό του το κολάρο από το λουρί που ασυναίσθητα έσερνα πίσω μου.
Comments