Για καιρό με ταλαιπωρούσε η ιδέα για ένα βιβλίο που θα έγραφα και θα εξέδιδα ανώνυμα.
Αν οι εκδότες το απέρριπταν θα το χρηματοδοτούσα εγώ. Ίσως πενήντα, ίσως εκατό μόνο αντίτυπα.
Βέβαια, αλλού ήταν το μεγάλο πρόβλημα και οχι στη διαδικασία της έκδοσης καθεαυτής.
Πριν εκδοθεί το βιβλίο θα έπρεπε πρώτα να γραφεί.
Όσο το αναλογιζόμουν με πίκρα διαπίστωνα ότι δεν είχα ούτε τις ικανότητες, ούτε τα ψυχικά αποθέματα για κάτι τέτοιο.
Για λίγο καιρό με απασχόλησε η ιδέα να γράψω περιστατικά της ζωής μου ολίγον παραλλαγμένα. Όλοι μας άλλωστε έχουμε ζήσει κάποιες συναρπαστικές στιγμές και όλοι μας έχουμε κάποια ένοχα μυστικά που θα μπορούσαν να γίνουν η βάση για όμορφες ιστορίες.
Και η αλήθεια ειναι ότι το δοκίμασα. Μα ενώ στην μνήμη μου κάποια γεγονότα είχαν μία έντονη δραματική χροιά όταν τα απέθετα στο χαρτί έστεκαν εκεί σαν ψόφια ψάρια.
Τότε δοκίμασα το αλκοόλ έχοντας ακούσει ότι βοηθάει στο να εκφράσεις σκέψεις πιό πρωτότυπα και να δώσεις λάμψη σε πράγματα τετριμμένα.
Έκανα δοκιμές και το πράμα πήγαινε αρκετά καλά. Διαπίστωσα ότι ήταν πολύ καλύτερα οταν ήμουν όλη την ημέρα σε μία κατάσταση ελαφράς μέθης, τότε ιδέες και ιστορίες ξεπετάγονται απ το πουθενά και λέξεις περίεργες και ασυνήθιστες στον καθημερινό λόγο άνθιζαν μες´ στο κεφάλι μου. Τις σημείωνα και τις κρατούσα για το βράδυ όπου τα έδινα όλα και στην κατανάλωση αλκοόλ και στη γραφή. Θα έλεγα ότι οργίαζα κυριολεκτικώς και στα δύο.
Βυθισμένος σε αυτή την κατάσταση τελείωσα ένα μυθιστόρημα πεντακοσίων σελίδων σε τέσσερις μήνες.
Το μάζεψα σε ένα πακέτο και μαζί με ένα χρηματικό ποσό που πίστευα ότι κάλυπτε και με το παραπάνω την έκδοση πενήντα αντιτύπων το έστειλα σε έναν καλό εκδότη με την αυστηρή επισήμανση να εκδοθεί ανωνύμως.
Τον παρακαλούσα δε να στείλει την απάντησή του μαζί με ένα αντίτυπο σε κάποια ταχυδρομική θυρίδα.
Γυρνώντας σπίτι ένιωσα να με κυριεύει μια βαρειά προσμονή και ανησυχία. Θα δεχόταν; Ήταν σωστό να στείλω τόσα χρήματα;
Για να αντέξω αυτό το βάρος άρχισα να πίνω όπως άλλωστε έκανα τον τελευταίο μισό χρόνο. Ο χρόνος με πίεζε με έναν τρόπο αδυσώπητο. Η αγωνία ήταν πρωτόγνωρη και μόνο με όλο και μεγαλύτερες ποσότητες αλκοόλ καταλάγιαζε.
Μετά μία εβδομάδα, κυριολεκτικά σερνάμενος και τρέμοντας πήγα στην ταχυδρομική θυρίδα. Η απάντηση του εκδότη είχε έρθει και οταν είδα πως ήταν καταφατική μαζί με κάποιους, συγκρατημένους όμως, επαίνους ξέσπασα σε λυγμούς.
Επέστρεψα σπίτι όπου άρχισα να πίνω πάλι με μια αίσθηση θριάμβου. Συνέχισα να πίνω και μάλιστα άρχισα να γράφω έτσι σαν μια εισαγωγή ίσως στο επόμενο βιβλίο μου.
Το βιβλίο βγήκε σε ένα μήνα, σε πενήντα αντίτυπα όπως είχα ζητήσει. Κάτω από τον τίτλο έγραφε Ανωνύμου, όπως και σε μία μικρή εισαγωγή όπως διαπίστωσα αφού μπήκα στο Βιβλιοπωλειο και το αγόρασα.
Η εισαγωγή έγραφε πως ήρθε στα χέρια τους το χειρόγραφο και πως γνώμη τους ήταν ότι ο συγγραφέας ήταν κάποιος πολύ γνωστός που όμως θέλησε να μείνει ανώνυμος καθώς το βιβλίο ήταν πρωτόγνωρης δύναμης αλλά τόσο τολμηρό και ρεαλιστικό που σίγουρα θα έβαζε τον δημιουργό του σε μπελάδες και θα απειλούσε την υστεροφημία του.
Αυτό δεν είχε να κάνει με την λογοτεχνική αξία του βιβλίου διευκρίνιζαν αλλά με την περιγραφή αδιανόητων καταστάσεων και εγκλημάτων που πιθανότατα θα τραβούσαν ακόμα και την προσοχή της Δικαιοσύνης. Ο συγγραφέας θα καλούνταν να εξηγήσει διάφορες περιγραφές που ξεπερνούσαν τα όρια του νόμου και ο έντονος εξομολογητικός τόνος του βιβλίου συνέτεινε σε μια εντύπωση ότι τα περιγραφόμενα αποτρόπαια γεγονότα είχαν όντως διαπραχθεί. Η εισαγωγή τελείωνε με μια μακροσκελή διθυραμβική παράγραφο που συνοπτικά έλεγε ότι ανεξαρτήτως των ανωτέρω η αξία του βιβλίου ήταν ανυπολόγιστη, διατύπωναν δε την πεποίθηση ότι ήταν το πιο σημαντικό βιβλίο της δεκαετίας, και η μόνη τους αμφιβολία ήταν μήπως έπρεπε να μεγαλώσουν την χρονική περίοδο και αν ναι πόσες φορές.
Μία γαλήνη με πλημμύρισε όλον. Τα είχα καταφέρει. Άρχισα να πίνω. Ασταμάτητα, ξαναζώντας τις σκηνές του βιβλίου μία προς μία. Η μέθη μου μεγάλωνε μέσα απ αυτό, γινόμουν το βιβλίο μέσα στο μυαλό μου.
Δεν πέρασαν δύο εβδομάδες και ενώ τριγυρνούσα στους δρόμους κουρελής και αποστεωμένος είδα τη βιτρίνα κεντρικού βιβλιοπωλείου να έχει όλη καλυφτεί από αντίτυπα του βιβλίου μου.
Δεύτερη πανηγυρική έκδοση πενήντα χιλιάδων αντιτύπων έγραφε μια διαγώνια επιγραφή στο τζάμι.
Μία μικρότερη έγραφε ότι τα πενήντα πρώτα αντίτυπα είχαν ήδη ανυπολόγιστη συλλεκτική αξία. Ήταν δε σίγουροι ότι ο συγγραφέας θα παρέμενε για πάντα άγνωστος.
Ήπια μία γερή γουλειά απο το φτηνό κρασί που ειχα στη τσέπη του βρώμικου σακακιού μου.
Η οργή μου φούντωσε και δεν την άντεχα, ίσως ήταν που ειχα να φάω και τόσες μέρες.
Άδειασα με τη μία το μπουκάλι και μετα τρεκλίζοντας το πέταξα στη τζαμαρία σωριάζονται την κάτω.
Δεν θυμάμαι άλλα γιατρέ μου, ούτε τι έγινε μετά ούτε τίιποτα, ίσως φταίνε και αυτά τα φάρμακα που μου δίνετε τόσο καιρό τώρα. Πόσος καιρός είναι αλήθεια;
Comments