Τίποτα δεν προμήνυε την καταιγίδα που θα ξέσπαγε σε λίγο εκτός από το χρώμα του ουρανού που είχε γίνει κατάμαυρο, σχεδόν μελιτζανί, τα μπουμπουνητά που θα έκαναν και κουφούς να αναρωτηθούν τι παίζει, και τις αστραπές που έπεφταν στο θλιμμένο Ναγκασάκι και έκαναν να σηκώνονται οι τρίχες των γατιών στο Νιού Μέχικο.
Κόντευα να τελειώσω τη βάρδια μου, αυτό ήταν το προτελευταίο πτώμα που έπλενα, ή διεύθυνση είχε βρει ότι αν τα καίγαμε άπλυτα βουλωναν οι καυσαεραγωγοί και έκαναν ένα χαρακτηριστικό ήχο σσσσσσιιττσσσρρρσσ με αποτέλεσμα να παραπονιούνται οι γείτονες.
Είχαμε προσπαθήσει να τους κατευνάσουμε υποσχόμενοι ότι στη δική τους καύση θα τους κάναμε μία έκπτωση 2%, αυτοί ζήτησαν 4%, το ανεβάσαμε στα 2.5% αλλά δεν τα βρήκαμε.
Ευτυχώς δηλαδή γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να βρω μία τόσο ήσυχη και καλοπληρωμένη δουλειά, τόσα χρόνια στη δικηγορία είχα απηυδήσει με τις παπάρες που έπρεπε να λέω για να στείλω αθώους ανθρώπους στην ηλεκτρική κρεμάστρα πρώτα ως εισαγγελέας και μετά ως Αρεοπαγίτης.
Βέβαια εδώ είχα συναντήσει πολλούς πελάτες μου, λίγο πιο ακινήτους βέβαια αλλά το ίδιο αν όχι περισσότερο αθώους.
Και ήταν τη στιγμή που καθάριζα τα αυτιά του ενός με ένα μικρότατο επίχρυσο κουταλάκι που άκουσα εναν ήχο σαν σούρσιμο απ το βάθος.
Σήκωσα το βλέμμα για να δω την μαύρη καλλονή που προόριζα για τελευταίο πτώμα της βάρδιας μου να έχει ανακαθίσει στον μαρμάρινο πάγκο και να κοιτάει γύρω.
- Καλά εσύ δεν έχεις πεθάνει, της φώναξα με απορία
- Έτσι νόμιζα κι εγώ, μου είπε με μεγαλύτερη απορία
- Ναι, αλλά ξέρεις ότι στα χαρτιά έχεις περαστεί ως πεθαμένη. Πρέπει να σε πλύνω και το πρωί να σε κάψουμε, δεν γίνεται αλλιώς, της είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα
- Δεν ξέρω τι έγινε και δεν φταίω εγώ ξέρεις, είπε. Τέλος πάντων για το πλύσιμο συμφωνώ αλλά για το κάψιμο όχι.
- Τέλος πάντων, κάτσε να ξεμπερδευω μ αυτόν εδώ, και όταν θα σε πλενω τα συζητάμε, είπα
Τον επλυνα λίγο βιαστικά, ειδικά κάτω απ τις μασχάλες αλλά βιαζόμουν ν ασχοληθώ με τη μαύρη καλλονή.
Πήγα κοντά της, διάλεξα το πιο μαλακό σφουγγάρι και άρχισα να τη σαπουνίζω.
Αυτή ειχε κλείσει τα μάτια κι έδειχνε να το απολαμβάνει, ίσως και να είχε ξαναπεθάνει, που να ξέρω;
Σε μία στιγμή όμως τα άνοιξε και με κοίταξε με αγάπη
- Δε νομίζεις ότι θα ήταν καλύτερα να μην καώ, είπε ναζιάρικα
- Δε νομίζω να υπάρχει τέτοια περίπτωση, της είπα σκεφτικά και σχεδόν θλιμμένα. Στα χαρτιά είσαι πεθαμένη και πρέπει να τηρηθούν όλες οι διαδικασίες.
Αυτό την προβλημάτισε λίγο, το είδα στο πρόσωπο της.
- Δεν ξέρω γιατί αλλά δεν αισθάνομαι και τόσο άνετα μ αυτό, είπε κοιτώντας το ταβάνι. Δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι να το αποφύγουμε;
- Δε νομίζω οτι θα ήταν φρόνιμο να πάμε κόντρα στις διαδικασίες, ψιθύρισα κάπως άβολα
- Ναι, δεν λέω αλλά απ την άλλη έλα στη θέση μου
- Δεν γίνεται αυτό, εγώ δεν έχω πεθάνει της είπα κάπως αμυντικά
- Μα ούτε κι εγώ, είπε με έναν ελαφρώς παραπονιάρικο τόνο
- Τα χαρτιά όμως άλλα λένε. Στο κάτω κάτω κι εσύ πριν δεν αισθανόσουν τελείως πεθαμένη;
- Πριν μπορεί αλλά τώρα όχι και τόσο
- Δεν ξέρω τι μπορεί να άλλαξε, κι ο τόνος μου υπονοούσε σαφώς οτι αυτή η συζήτηση ήταν μάταιη
Δεν μίλησε, τι θα μπορούσε να πει άλλωστε; Τα επιχειρήματα μου ήταν αποστομωτικά όπως τις παλιές καλές μέρες που ενώ ήθελα να ξεχάσω οι συνθήκες τις έφερναν πάλι μπροστά μου.
- Τελείωσα, είπα οταν τελείωσα. Θες κάτι άλλο;
- Ξέρω γω; Σαν τι να θέλω; Καλά, κλείσε το φως όπως θα φεύγεις. Με χτυπάει πολύ στα μάτια.
- Οκ, έγινε. Καληνύχτα
- Καληνύχτα
Άνοιξα την πόρτα , προχώρησα στο διάδρομο και βγήκα στο δρόμο. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Άνοιξα την ομπρέλα και σκέφτηκα πόσοι αμελείς δεν θα είχαν φροντίσει να πάρουν μία ομπρέλα με συνέπεια να βραχούν, να πάθουν πνευμονία και να καταλήξουν στο μέρος που μόλις ειχα αφήσει.
Comments