Εκείνο τον καιρό έβγαζα το λαδάκι μου κλέβοντας άσπρες πετσέτες γυμναστηρίων και πουλώντας τες στη μαύρη αγορά.
Είχα συνδρομές σε καμιά δεκαριά και τα απαλλοτρίωνα σιγά, κυκλικά, περιοδικά και κάθε τόσο.
Σιγά σιγά τα γυμναστήρια βαραγαν διάλυση, η έλλειψη άσπρων πετσετών τα γονατιζε, οι γυμναζόμενοι δεν είχαν που να σκουπιστουν και σκουπιζονταν ο ένας στο μανίκι του άλλου. Καμιά φορά και στο γιακά. Πολλές παρεξηγήσεις είχαν γίνει τότε αλλά και πολλά ειδυλεια ειχαν ξεκινήσει με αφορμή αυτά τα σκουπισματα. Άλλα απ' αυτά κατέληξαν σε γάμους και άλλα σε πολύ δυσάρεστες καταστάσεις όπως εξαρθρώσεις ώμων και ομαδικά όργια τη συνοδεία κέλτικης άρπας.
Γενικά ένιωθα ότι έκαμα τον κόσμο να γυρίζει. Είναι αυτό που λένε για τις πεταλούδες του Πεκίνου αν με πιάνετε.
Τα γυμναστήρια για να επιβιώσουν, μοιραία στρεφονταν στην μαύρη αγορά για να καλύψουν την έλλειψη σε άσπρες πετσέτες.
Την οποία μαύρη αγορά ήλεγχα πάλι εγώ με τη βοήθεια της πιστής (; ) μου φίλης, της σαύρας της Καρλότας.
Αυτή καθόταν πίσω απο ενα γραφείο και σήκωνε τα τηλέφωνα καπνίζοντας πούρα αλάνας. Τα σήκωνε όλα με τη σειρά και μετά τα άφηνε πάλι στη θέση τους.
Στα διαλείμματα παίζαμε παρτίδες ματζόνγκ και αν έχανα έπρεπε να την αφήσω να κουλουριαστεί στη μασχάλη μου φυσώντας μου τον καπνό στη μούρη ενώ εγώ απάγγελνα ποίηση, κυρίως δική της αλλά και φίλων της.
Εάν κέρδιζα με άφηνε να καπνίσω το πούρο της που σιχαινομουν, με έπιανε ναυτία και έπεφτα σε κώμα. Οταν ξυπναγα όλα δούλευαν ρολόι που και χαλασμένο δείχνει δυο φορές τη μέρα τη σωστη ώρα, αν δε παει πολύ γρηγορα τη δείχνει και περισσότερες.
Ηταν καλές εποχές, ζούσαμε λιτά και τα θέλαμε ολα δικά μας.
Τα γυμναστήρια την ψυλιαστηκαν τη δουλειά κι άρχισαν να βάζουν μικροτσίπ και τζιπιές στις άσπρες πετσέτες. Η Καρλότα όμως ηταν τσακάλι και σκέφτηκε να βγάζουμε τα μικροτσίπ και τα τζιπιές και να τα πουλάμε σε μια δεύτερη μαύρη αγορά.
Την οποία ήλεγχα πάλι εγώ με τη βοήθεια μιας άλλης πιστής (; ) φίλης, μιάς λιμπελούλας, της Χλόης που έτρωγε χλόη.
Αυτή ούτε κάπνιζε, ούτε είχε πάθος με το τζόγο. Τα μόνα χόμπυ της ήταν η χλόη και οι μακρινές πεζοπορίες.
Αυτό μας έφερε πολύ κοντά γιατί κι εμένα μ άρεσε να πεζοπορώ ακούγοντας συμφωνημένη μουσική. Συμφωνούσαμε δηλαδή με τη Χλόη από πριν τι μουσική θ ακούσουμε και την ακούγαμε.
Γυρίσαμε έτσι σε πολλά μέρη με τον κατάλληλο εξοπλισμό.
Σιγά σιγά και όπως ηταν αναμενόμενο αυτό εξελίχτηκε σε σοβαρό ειδύλλιο.
Μόλις φτάναμε σε κάποιο ξέφωτο η Χλόη ξάπλωνε στη χλόη ενώ εγώ την έραινα με ψιλοτριμμένη χλόη. Αυτό της έφερνε υψίσυχνους οργασμούς που μου τους ανταπέδιδε ξύνοντας με σε σημεία που δεν έφτανα.
Μία σχέση πρότυπο.
Κάποιος όμως σφύριξε στο αυτί της Καρλοτας τι έπαιζε με εμένα και τη Χλόη, αυτή σκύλιασε και σταμάτησε να σηκώνει τα τηλέφωνα.
Το αποτέλεσμα ήταν η μαύρη αγορά της ασπρης πετσέτας να καταρρεύσει και να παρασύρει μαζί της την μαύρη αγορά των μικροτσίπς.
Μάθαμε για την πτώχευση ενώ διασχίζαμε με τη Χλόη ένα φαράγγι στα Απαλάχια.
Της είπα, Χλόη δεν έχω μία, τι θα κάνουμε;
Προς μεγάλη μου έκπληξη, χωρίς να πει κουβέντα, πέταξε μακριά παίρνοντας μαζί της όλους τους χάρτες.
Με έπιασε τέτοια απελπισία που ευχαρίστως θα έκανα ένα πούρο.
Αλλά φευ ...
Με βρήκε μετά από μέρες ενα καραβάνι που μετέφερε χαλκό σε σακουλάκια.
Με περιέλθαψαν και μου τραγούδησαν σκοπούς της ερήμου.
Με άφησαν στην πρώτη πόλη που συναντήσαμε όπου βρήκα δουλειά στο ταχυδρομείο.
Μόνιμη.
Comments