Ήταν από κείνες τις μέρες που η ζέστη σ έκανε να θες να τα πετάξεις όλα κι αυτό είχα κάνει.
Γύρναγα μες´ στο άδειο σπίτι, 450 τετραγωνικά χωρίς τα κλιμακοστάσια, φορώντας μόνο εκείνο το μελιτζανί σετάκι εσώρουχα που μου είχε κάνει δώρο η Τασούλα μόλις της ειχα πει ότι είμαι στείρος.
Κρατούσα μια τεράστια φέτα καρπούζι και χαιρόμουνα σα μικρό παιδί τα ζουμιά που κύλαγαν απ το σαγόνι, στο δασύτριχο, πλατύστερνο στήθος μου κι απο κει στα άσπρα πλακάκια σχηματίζοντας μικρές λιμνούλες που πάνω τους πατούσε ο γάτος μου, ο Μαύρος Σεβαστιανός, και γέμιζε το σπίτι πατουσάκια καρπούζι.
Του απάγγελνα με συγκρατημένο στόμφο το τηλεφωνικό κατάλογο του Νομού Αργολίδας, κάτι που ήξερα πως τον ενθουσίαζε και τον έφερνε σε μία κατάσταση πλησίον του οργασμού, τον οποίο για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους δεν επρόκειτο να έχει ποτέ.
Τον είχα αναγκάσει βλέπεις να δώσει όρκο αγνότητας όταν ήτο πολύ μικρός κάτι που κράτησε μέχρι τα πρώτα του γενέθλια αλλά μετά είδα οτι άρχισε και παραξένευε και κατάλαβα οτι ήταν ο δαίμονας του πάθους που του χτυπούσε την πόρτα γι αυτό κι εγώ, για να είμαι σίγουρος, του τα έκοψα και τα έβαλα σε ενα μικρό μπουκαλάκι απο φυσητό γυαλί που του κρέμασα στο λαιμό. Ετσι τα έσερνε μαζί του όπου πήγαινε και της ώρες της σχόλης του μπορούσε άνετα να τα γλύφει σαν καλός γάτος. Πάνω απ το μπουκαλάκι βέβαια.
Νιώθαμε κι οι δυό μας τόσο ακμαίοι, τόσο δυνατοί, τόσο μέσα στα πράγματα τα δικά μας.
Τίποτα δεν μπορούσε να χαλάσει αυτό το Βουδικό στάδιο μέσα στο οποίο πλατσουρίζαμε τα τελευταία δώδεκα χρόνια.
Εκτός απ αυτό που έγινε εκείνη την ημέρα.
Το κουδούνι χτύπησε και την ίδια στιγμή μια ριπή αέρα κούνησε τις κουρτίνες, έτσι ακριβώς δηλαδή όπως κάνουν οι ριπές αέρα από τότε που υπάρχουν κουρτίνες.
Λόγω της κρίσης των τελευταίων ετών άλλους υπηρέτες τους ειχα διώξει και άλλους τους ειχα εντοιχίσει στο τρίτο υπόγειο με μερικά μπουκαλάκια εμφιαλωμένο νερό και μπάρες δημητριακών.
Ετσι έπρεπε να πάω ν' ανοίξω ο ίδιος την πόρτα, κάτι που τελείως ασυλλόγιστα έκανα.
Στο κατώφλι καθόταν ένα μελαχρινάκι απ αυτά που ο απλός λαός λέει Μπουκιά και Συγνώμη. Μασούσε τσίχλα κι έκανε κάτι τεράστιες ροζ τσιχλόφουσκες που στην πορεία γίνονταν χρυσαφί για να καταλήξουν στο πιό τέλειο μελιτζανί που είχαν δει ποτέ τα μάτια μου.
- Μπάρμπα, μ έπιασε λάστιχο δω πιό κάτω, είπε το Μελαχρινάκι
- Στ´ αρχίδια μας, νιαούρισε ο Μαύρος Σεβαστιανός κι έδειξε το μπουκαλάκι στο λαιμό του
Το Μελαχρινάκι έκανε σαν απάντηση μια επική τσιχλόφουσκα που ξεκίναγε απο το πολύ ανοιχτό μελιτζανί για να καταλήξει στο πιό κλειστό μελιτζανί που είχε ποτέ δει ανθρώπου μάτι.
Αυτό ήταν.
Οι τροχοί του χρόνου συναντήθηκαν με τους ανέμους του Ωρίωνα στα αλώνια της Ανδρομέδας.
Το Μελαχρινάκι αμέσως κατάλαβε οτι με είχε στο χέρι.
Με δωρικές κινήσεις της άλλαξα το λάστιχο και αυτή τα φώτα.
Διακόσιες πενήντα καμένες λάμπες στο παλιό αρχοντικό, εκτός αυτες των υπογείων.
- Μπάρμπα πως ζούσες τόσο καιρό στο σκοτάδι, μου είπε μόλις τελειώσαμε.
- Κι εγώ δεν ξέρω, είπα σκουπίζοντας τα χέρια μου με ένα παλιό στουπί
Μετά αράξαμε στη νότια βεράντα και ήπιαμε λικέρ.
Ο Μαύρος Σεβαστιανός προσφέρθηκε να μας φτιάξει μαρτίνι και δεχτήκαμε καθώς το ηλιοβασίλεμα έπεφτε στα κεφάλια μας.
Ξαπλωμένοι στις σεζ λονγκ ήπιαμε τα μαρτινάκια μας και σαν πιτσουνάκια ταΐσαμε ο ένας τον άλλο στο στόμα την ελιά χασκογελώντας σαν πρωτόπλαστοι στο μποστάνι.
Κάποια στιγμή γύρισα προς το μέρος του Μαύρου Σεβαστιανού.
Στο μαξιλάρι του ήταν μόνο ένα άδειο μπουκαλάκι απο φυσητό γυαλί.
Στο βάθος ακούστηκε ένα αμάξι που έβαζε μπροστά και μαρσάριζε.
Γύρισα και κοίταξα το Μελαχρινάκι. Κοιμόταν.
Ένα κουνούπι βούιζε στ αυτί μου, μετά κι άλλο κι άλλο.
Ε τι περίμενες με διακόσιες πενήντα αναμμένες λάμπες και τόση ζέστη ..,
Comments