Ξεσκόλιζα τις μπανανιές έχοντας στον ώμο μου τον Ιγνάθιο τον κοκκινολαίμη να μου διαβάζει αργά και καθησυχαστικά τα δρομολόγια των τραίνων Χιροσίμα-Κόμπε.
Κάθε που γύριζε σελίδα μου ράμφιζε το λοβό μεταδίδοντας μου απαλές δονήσεις που απ το σώμα μου μεταφέρονταν στη γη κι απο κει στις μπανανιές μας.
Είμασταν ένα κλειστό κύκλωμα, μία μικρομηχανική απάθειας είχε εγκατασταθεί εντός μας και δούλευε νυχθημερόν και χωρίς σφάλματα.
Η μόνη πολυτέλεια που μας επέτρεπα ήταν τα πολύχρωμα ταϋλανδέζικα φουλάρια που του χάριζα για να καλύπτει τον κόκκινο λαιμό του για τον οποίο ντρεπόταν κι αυτό τον εκανε να κοκκινίζει ακόμα περισσότερο.
Ο Ιγνάθιο αυτό το καιρό μάζευε τα κομμάτια του από μια κατεστραμμένη σχέση με μία σουρτούκα κοκκινολαίμα.
Τα έπιανε δηλαδή ένα ένα με το ράμφος του και τα έβαζε στη σωστή τους θέση.
Η ξεδιάντροπη τον είχε αφήσει και είχε φύγει μακριά με μιά πάπια Πεκίνου. Προφανώς στο Πεκίνο θα πήγαιναν τα πουλάκια μου.
Μόλις τελείωσε με τα δρομολόγια της Τρίτης κι έκανε ένα διάλειμμα για φαλάφελ όταν ακούστηκε ο τηλέγραφος.
Ο Ιγνάθιο άφησε το μισοφαγωμένο του φαλάφελ στη ρίζα μιας μπανανιάς κι έτρεξε/πέταξε να μου φέρει το μήνυμα.
"Καταφθάνω σε μία βδομάδα.
Μη φάτε φέρνω πάπια"
Καμία υπογραφή, κανένα σημάδι αποστολέα.
Σαν όλα να διαρράγηκαν σε μια στιγμή, σα να σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους και στα χίλια κύματα.
Ο Ιγνάθιο άρχισε να τρέμει και το κόκκινο στο λαιμό του να γυρίζει σε βυσσινί και μετά σε αχνό μελιτζανί. Αν γύριζε στο βαθύ μελιτζανί παει το χάναμε το φιλαράκι.
Του έφερα τα ταυλανδέζικα φουλάρια που τον ηρεμούσαν, να τον σκεπάσω.
- Οχι, όχι αυτά, μου ψέλλισε μέσα στα ρίγη του. Τα Ινδικά φέρε μου, τα Ινδικά.
Ετρεξα και τα ´φερα. Τον σκέπασα. Αμέσως οι ανταύγειες του βελτιώθηκαν, το τρέμουλο σταμάτησε, ανασηκώθηκε, πήρε το σαμισέν του κι άρχισε να παίζει το Βροχή στo δάσος των μπαμπού, βροχή και στη καρδιά μου.
Κάθισα όσο πιο διακριτικά μπορούσα απέναντι του στο περβάζι κρατώντας αγκαλιά μια τεράστια υδρόγειο.
Από τότε που η σκορδόπιστη του τον παράτησε με την πάπια, η λέξη πάπια του προκαλούσε αναφυλαξία.
Μάλιστα όπως μου είχε εκμυστηρευτεί φοβόταν οτι είχε περάσει στο DNA του. Φαντάζεσαι, μου είχε πει με αγωνία να το περάσω στους απογόνους μου και να έρχονται οι κυνηγοί στα στέκια μας φωνάζοντας Πάπια, πάπια, πάπια και όλοι οι κοκκινολαίμηδες να πέφτουν ξεροί από τα κλαδάκια τους;
Καταστροφή.
Του έφτιαξα ένα κοκτέιλ Σεξ ον δε γουντς και του είπα το σχέδιο που σκάρωσα.
Σε ακτίνα πέντε χιλιομέτρων απ τη φάρμα θα φτιάχναμε ένα κυκλικό ναρκοπέδιο. Κανένας δεν θα μπορούσε να πλησιάσει, κανένας δεν θα μπορούσε να μπει ή να βγει.
Με αγκάλιασε με τα φτεράκια του και μου έδωσε ένα τρυφερό ράμφισμα στη μύτη. Κοκκίνισα.
Σε μία βδομάδα το ναρκοπέδιο ήταν έτοιμο.
Όλα στην εντέλεια.
Καθίσαμε αραχτοί στη βεράντα πυροβολώντας που και που τις μαϊμούδες που ανέβαιναν στις μπανανιές μας.
Άλλες τις πετυχαίναμε, άλλες όχι.
Κοιμόμασταν στις φυλλωσιές όταν ακούσαμε τις νάρκες να σκάνε.
Ο Ιγνάθιο κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Κάτι ελάχιστα πούπουλα τα παράσερνε ένα απαλό αεράκι, τα στροβίλιζε και τα πήγαινε νότια.
Πήρε τον πίνακα δρομολογίων Φουκουόκα-Καγκοσίμα κι άρχισε να μου τον σιγοτραγουδάει.
Comments