Είχε ακουμπήσει σε μία παλέτα από δωδεκάιντσες γαλβανιζέ σωλήνες και με κοίταζε προκλητικά.
Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα μουγκρητό.
Πως να ξεχάσω;
Το να μ' αφήσει μόνο μου με δώδεκα παιδιά, δικά μας τα περισσότερα χωρίς βέβαια να ξέρω ποιά, και να το σκάσει μ' εκείνο το νάνο μόνο και μόνο επειδή ήξερε να κάνει καλό -τι καλό; τέλειο- κατακόρυφο στο πολ ντάνσινγκ δεν ήταν κάτι που ξεπερνιόταν εύκολα.
Τα παιδιά βέβαια τα πούλησα όλα σε πολύ καλή τιμή σε περιοδεύοντες θιάσους που έκαναν στάση έξω απ την καλύβα για νερό και φιλανθρωπίες.
Ηθελα βέβαια να κρατήσω καναδυό αλλά δεν άφησα να με καταβάλλει το συναίσθημα.
Με τα λεφτά αγόρασα ένα σκλάβο κι ένα παπαγάλο τον Ασημάκη, και οι τρεις μας χτίσαμε αυτή την αυτοκρατορία στη παραγωγή σωλήνας. Η δε κυριαρχία μας στην αγορά μικροσωλήνων ήταν απόλυτη. Το όνομα μου ταυτίστηκε για δεκαετίες μ' αυτές. Ελεγε ο άλλος μικροσωλήνα και κατευθείαν σού ερχόταν στο μυαλό Μωραϊτης. Σαξές λέγεται αυτό.
Τώρα τι ήθελε να μου παραστήσει; την καβουρομάνα; Τι;
Εβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα απ' την τσέπη της αλλά μόλις είδε να τη σημαδεύω με μία βαλίστρα τα ξανάβαλε μέσα.
Ακούμπησα τη βαλίστρα στο εικονοστάσι, δίπλα στα στέφανα, και της πρόσφερα ένα μικρό σκαμνί να κάτσει.
Εγώ πίσω απ' την προεδρική καρέκλα του γραφείου την επόπτευα καθώς προσπαθούσε να μαζέψει τα πόδια της. Φευγάτοι πόντοι απ' το καλτσόν, λασπωμένες γόβες, φαγωμένα νύχια. Παράκμαζε με στυλ αλλά χωρίς φαντασία. Την αγάπησα.
- Θέλω μιά δεύτερη ευκαιρία, είπε κοιτώντας με απο χαμηλά
- Μήπως η ταμπέλα έξω γράφει Δεύτερες Ευκαιρίες, έγρουξα. Μικροσωλήνες Μωραϊτης γράφει.
- Σε παρακαλώ, είπε τρεμουλιαστά.
Λύγισα. Βασικά μου άρεσε να λυγίζω. Το να λυγίζω ήταν το καλύτερο μου.
- Εντάξει, θα κρατάς τα βιβλία. Οχτάωρο. Πενθήμερο. Θα κοιμάσαι στην αποθήκη και θα τρως στη καντίνα στην Εθνική.
Πήγε να μου φιλήσει τα χέρια αλλά με μία χορευτική φιγούρα την απέφυγα.
Από τότε άρχισε να κρατάει τα βιβλία με θαυμαστή συνέπεια. Ξεκίνησε με ένα που το κράταγε και με τα δύο χέρια για να φτάσει στο τέλος να κρατάει δώδεκα, όσα και τα παιδιά μας, από έξι στο κάθε χέρι.
Η επιχείρηση άνθιζε και έβγαζε καινούριους καρπούς, σε μορφή μικροσωλήνων πάντα.
Στο Διοικητικό Συμβούλιο, ο Ασημάκης καθισμένος στον ώμο μου έλεγε να μην την εμπιστεύομαι, του έλεγα Παράτα μας κι αυτός θύμωνε κι έπιανε ένα ακορντεόν κι έπαιζε το Indian Summer προσπαθώντας να με λυγίσει. Κι εγώ λύγιζα.
Φλεβάρης.
Η βροχή έπεφτε πάνω στους σωλήνες κι αλλού.
Κοιμόμουν στη παράγκα, ο Ασημάκης δίπλα στο κλουβί του με ανοιχτό το πορτάκι.
Δεν τους ακούσαμε όταν μπήκαν.
Ο νάνος μού έβαλε ένα στουπί στο στόμα και κάθισε στο στήθος μου, η λεγάμενη κυνήγαγε τον Ασημάκη στο δωμάτιο, αλλά αυτός αγκαλιά με το ακορντεόν του πέταξε απ' το ανοιχτό παράθυρο.
Μου ζήτησαν να τους μεταβιβάσω όλη την επιχείρηση αλλιώς θα με γέμιζαν τατουάζ. Λύγισα.
Περιπλανήθηκα ώρες πολλές μέχρι να βρώ τον Ασημάκη μέσα σε κάτι φοσολιές. Εδειχνε ταλαιπωρημένος μα μόλις με είδε άρχισε να παίζει το So What. Εγειρα στο φτερό του και έκλαψα πικρά.
Κάναμε ντουέτο και παίζαμε μπίμποπ σε διάφορους κλειστούς χώρους. Επουλώναμε τις πληγές μας. Στ' αρχίδια μας όλα.
Στη Ναυτεμπορική διάβασα ότι οι μικροσωλήνες Μωραϊτη ξεπούλησαν όλο το στοκ σε διάφορα καμπαρέ και νάιτ κλαμπ.
Οι θαμώνες τους να ξέρετε ότι κάθε πολ ντάνσινγκ που βλέπετε στηρίζεται πάνω σε ένα σωλήνα Μωραϊτη.
Comments