Εκείνο τον χειμώνα τον έβγαλα με ουΐσκυ και καλοσύνη.
Τα βράδυα ξεγέλαγα μικρά γατάκια τάζοντας τους καραμέλες και μόλις πείθονταν να μ' αφήσουν να τα χαϊδέψω τα πέταγα ψηλά και τα ξανάπιανα. Στις δέκα απογειώσεις είχαν πάθει νευρικό κλονισμό και δεν θα ξαναπλησίαζαν καραμέλα στη ζωή τους.
Θα μεγάλωναν και θα είχαν κατάγερα δόντια ως τα βαθειά τους γεράματα.
Ναι, είχα την καλοσύνη άβγαλτης νοσοκόμας.
Την υπόλοιπη ημέρα συνέθετα φούγκες για πιάνο, βιολί και σφυρίχτρα, κάτι πολύ απαιτητικό γιατί έπρεπε να παίζω μόνος μου και τα τρία όργανα αλλά παρ' όλα αυτά συνέθεσα δώδεκα που μετά σκληρό παζάρι τις πούλησα σε ένα κατασκευαστή ασανσέρ αποτην Τιχουάνα. Αν ποτέ πάτε στην Τιχουάνα και μπείτε σε ασανσέρ είναι πολύ πιθανό να ακούσετε τις φούγκες μου.
Όλα δηλαδή κυλούσαν ήρεμα και χωρίς εκπλήξεις μέχρι τη στιγμή που εκδηλώθηκε μια παλιά αλλεργία που είχα στην μαύρη φορμάικα. Νόμιζα οτι την είχα ξεπεράσει γι αυτό και απ τη χαρά μου ειχα φροντίσει όλα μου τα έπιπλα να είναι απο μαύρη φορμάικα.
Κλείστηκα λοιπόν στο πατάρι και περίμενα βοήθεια. Η αλλεργία εκτός από φαγούρα στα πέλματα μου έφερνε και παραισθήσεις κι έτσι νόμιζα οτι άκουγα όλα τα έπιπλα απο κάτω να φέρνουν γύρω γύρω στο σπίτι και να με ψάχνουν. Αν δεν σας έχει κυνηγήσει ποτέ σκαμπό από μαύρη φορμάικα δεν ξέρετε τι θα πει φόβος.
Ήταν εκεί, σε αυτή την απομόνωση που γνώρισα τον σκώρο τον Φοίβο και γίναμε φίλοι καρδιακοί. Ηταν αραχτός και κάτι μασούλαγε, νομίζω κάτι παλιούς τίτλους ιδιοκτησίας της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, το ρευμα προς Βούλα συγκεκριμένα, αλλά εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να πω σε κάποιον τον πόνο μου κι ένα ώμο να γείρω. Κι έγειρα στον ώμο του σκώρου. Του Φοίβου.
Με άκουσε προσεκτικά και με υπομονή και στο τέλος δέχτηκε να γίνω μέλος της αυλής του.
Ωραίες εποχές εκείνες στην αυλή του σκώρου.
Ολη μέρα παιχνίδι και μασούλημα τίτλων ιδιοκτησίας. Φίνα περνάγαμε.
Αφού μασουλήσαμε όλους τους τίτλους ο Φοίβος είπε Πάω κάτω να καθαρίσω. Μη, του λέω, είναι επικίνδυνα. Χαμογέλασε και μου 'κλεισε το μάτι. Το κράτησα κλειστό όσο κάτω διεξαγόταν μάχη φοβερή. Μετά πολλές ώρες άκουσα όλα τα έπιπλα να το σκάνε με βαθειές δαγκωματιές στα πόδια και σε άλλα κατασκευαστικά τους στοιχεία.
Κατέβα, μου φώναξε μόλις τα παντα ηρέμησαν.
Ήπιαμε μπύρες και λεμονάδες μπροστά στο τζάκι να το γιορτάσουμε.
Μόλις κάναμε κεφάλι πήραμε από ενα σακούλι καραμέλες και βγήκαμε να βρούμε γατάκια.
Οι καιροί της καλοσύνης ειχαν επιστρέψει.
Μια φούγκα ήδη τριγύριζε στο μυαλό μου.
Μόνη της.
Comments