Απλωνα τα ρούχα στην πίσω βεράντα εκεί που φύλαγα κάτι παλιά οστά, σχολικές ποδιές και υγρά μπαταρίας χύδην, χαζεύοντας κάτι ταχυδρομικά περιστέρια που είχαν αράξει στο απέναντι μπαλκόνι, είχαν ανοίξει τα γράμματα, τα διάβαζαν και κράταγαν την κοιλιά τους απ τα γέλια.
Μόλις με είδαν ότι τα κοίταζα βιάστηκαν να τα κρύψουν και έκαναν πως κουβεντιάζουν περί ανέμου και υδάτων.
- Λοιπόν που λές ο άνεμος, τιτίβιζε το ένα
- Ναι, αλλά και τα ύδατα; απαντούσε το άλλο
- - Για εμένα έχετε τίποτα, ρώτησα προσπαθώντας να περάσω μία νότα αδιαφορίας που όμως δεν κατάφερε να απλωθεί στο χώρο και στο χρόνο.
- - Ναι, κάτι έχουμε, απάντησε ο άνεμος, προσπαθώντας μάταια να κρύψει ένα γέλιο
- - Είναι από κάποια Σύλβια Αγαθάγγελου Καλαμπόκα, είπε το ύδωρ παίζοντας με τη βέρα του
- - Μου το δίνετε αν έχετε την καλοσύνη, έγρουξα αν βέβαια είναι αυτή η σωστή λέξη
- Κρατώντας το γράμμα με τα ράμφη τους ήρθαν, σιγανοπετώντας και το απίθωσαν στο σωρό με τα μελιτζανί κλινοσκεπάσματα που είχα γιά άπλωμα. Το βούτηξα και πήγα μέσα στο σαλόνι όπου σωριάστηκα στον καναπέ. Κοίταζα το γράμμα όλο αγωνία και δεν αποφάσιζα να το ανοίξω. Δεν ήξερα καμία Σύλβια Αγαθάγγελου Καλαμπόκα. Τελικά το άνοιξα τρέμοντας. Το διάβασα φωναχτά
- "H πολύ τον αφέντη
- H πολύ δουλειά τρώει τον αφέντη . . . "
- Κοίταξα για λίγο το κενό και με κοίταξε κι αυτό με νόημα.
- Μετά άρχισα να ψάχνω για τσεκούρι.
Comments